Ο Μπέρνχαρντ ξεγυμνώνει το κτήνος και το παρουσιάζει σε όλη την τρομακτική γελοιότητά του. Το γεγονός ότι υπερισχύει η γελοιότητα δεν αναιρεί τον τρόμο.
Έτσι δεν ορίζεται, άλλωστε, το γκροτέσκο;
Εγκλωβισμένοι στο πατρικό τους, ένα παλιό γκρίζο σπίτι γεμάτο ρωγμές, τα τρία αδέλφια του έργου, η Βέρα, η Κλάρα και ο Ρούντολφ, ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα γενέθλια του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνουν αυτό. Βρισκόμαστε στη Γερμανία, στα τέλη του 1970. Έχουν περάσει δεκαετίες από το τέλος του πολέμου, στο μυαλό των ηρώων όμως, ειδικά της Βέρας και του Ρούντολφ, ο χρόνος έχει παγώσει. Για την ακρίβεια, έχουν επινοήσει αυτή την αρρωστημένη ετήσια τελετή ακριβώς επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν το παρελθόν άσβεστο στο παρόν. Κάθε 7η Οκτωβρίου –τότε ήταν τα γενέθλια του Χίμλερ– επαναλαμβάνουν την ίδια τελετουργία, τις ίδιες χειρονομίες, τις ίδιες συμβολικές πράξεις. Κακόγουστη φάρσα ή θέατρο τρομολάγνου φετιχισμού; Ο Ρούντολφ φοράει τη στολή των SS, η Βέρα βάζει τις βουκολικές πλεξούδες και το μάξι μπροκάρ φόρεμά της, ενώ η δύσμοιρη Κλάρα, η ανάπηρη αδελφή που συμμετέχει ενάντια στη θέλησή της σε αυτή την τερατωδία, αναγκάζεται να ενδυθεί τη στολή των αιχμαλώτων του Άουσβιτς με το κίτρινο αστέρι.
Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού.
Θα ετοιμάσουν το επίσημο δείπνο, θα δοξάσουν τον Χίμλερ, θα θαυμάσουν την εικόνα του, θα ανασύρουν όλες τις αναμνήσεις του πολέμου ξεφυλλίζοντας με περισσή νοσταλγία και πολλή σαμπάνια το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ.
Έτσι, θα μάθουμε για τη θητεία του Ρούντολφ ως υποδιευθυντή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης (όχι στο Άουσβιτς, δεν ήταν τόσο τυχερός), τα χαρτιά με το ψεύτικο όνομα που του έδωσε ο Χίμλερ το 1945, τα χρόνια που έμεινε κρυμμένος στο υπόγειο, την επανεμφάνισή του στην κοινωνία δέκα χρόνια μετά καθώς και την αβίαστη επανένταξή του στο δικαστικό σύστημα, όπου κατέκτησε το ανώτατο αξίωμα του Προέδρου του Δικαστηρίου, το οποίο διατηρεί ως σήμερα, λίγους μήνες προτού βγει στη σύνταξη.
Από τη μια, όλες αυτές οι ιστορικά πιστευτές λεπτομέρειες προσδίδουν στο έργο μια αναγνωρίσιμη διάσταση «ρεαλισμού», με την οποία το κοινό μπορεί να συνδεθεί, τότε όπως και τώρα, χάρη στη δική του γνώση της Ιστορίας. Από την άλλη, η παράδοξη τελετή επιχειρεί να μεταδώσει μια αίσθηση εξω-ιστορική, να επιστρέψει στον μυθικό χρόνο της απαρχής των πραγμάτων για τους ήρωες, δηλαδή τότε που δημιουργήθηκε το ναζιστικό σύμπαν, τα σύμβολα, η ιδεολογία, και οι πρωτεργάτες του.¹
Αφενός η Ιστορία, αφετέρου ο μύθος: πώς μπορούν να συνυπάρξουν αυτά τα δύο; Είναι η ειρωνεία αυτή που καλείται να ενώσει τα ασυμβίβαστα και να εκθέσει τη βαθιά παράνοια της εν λόγω μείξης. Έχουμε μια τελετή η οποία αποτίει φόρο τιμής όχι σε κάτι ιερό και αξιομνημόνευτο αλλά σε κάτι εγκληματικό και διεστραμμένο, ενώ αυτοί που τη φέρουν εις πέρας συμπεριφέρονται λες και επιτελούν την πιο φυσιολογική πράξη στον κόσμο.
Αυτός ο «διπλός προσανατολισμός» –για να δανειστούμε έναν όρο από την ψυχιατρική– συνιστά τον πυρήνα του έργου. Οι ήρωες είναι αιμομίκτες, σαδιστές, αντισημίτες και ταυτόχρονα είναι κανονικοί άνθρωποι που σιδερώνουν, μαγειρεύουν, τσακώνονται, μιλούν για τους γονείς τους, αγαπούν την τέχνη, τη μουσική και τη φύση, ονειρεύονται ταξίδια στην Αίγυπτο και βόλτες στο πάρκο. Καμία υφολογική προσέγγιση δεν θα μπορούσε να αποδώσει το μέγεθος αυτής της παράνοιας εκτός από την ειρωνεία, και ο συγγραφέας αγγίζει, από αυτή την άποψη, την τελειότητα. Αλλάζει οπτικές διαρκώς, στέκεται «ταυτόχρονα από μέσα και απέξω», επιτυγχάνοντας «περιφρονητική αποστασιοποίηση και απελπιστική εγγύτητα».²
Δολοφόνοι που έχουν γίνει ευυπόληπτοι πολίτες, διοικητές ναζιστικών στρατοπέδων που έχουν καταλάβει τα ανώτατα αξιώματα της χώρας, πανταχού παρόν αντισημιτικό μένος που ποτέ δεν θα κοπάσει («ακόμα και μετά από χίλια χρόνια οι Εβραίοι θα είναι μισητοί στη Γερμανία»), ένα έθνος υποκριτών, φασίστες που κρύβουν τις ενοχές τους στο υπόγειο, αλλά ταυτόχρονα οραματίζονται ένα «καλύτερο» αύριο, όταν θα είναι πάλι «στα πράγματα» και θα μπορούν ανενόχλητοι να δείχνουν στον κόσμο το αληθινό τους πρόσωπο.
Ο Νίκος Μαστοράκης αφουγκράστηκε και συνέλαβε τη διττή υπόσταση του έργου: διατήρησε το ρεαλιστικό περίβλημα (το σπίτι, τα αντικείμενα-φετίχ, τη σιδερώστρα, το άλμπουμ κ.ά.), ενώ φρόντισε να αποδώσει τη ζωτική διαμάχη της παράνοιας με την κανονικότητα μέσα από τις ερμηνείες, τις επίμονα δουλεμένες εναλλαγές του ρυθμού και του λόγου. Οι συνειρμικοί μονόλογοι των ηρώων μετατρέπονται σε δίνες εμμονών, απωθημένων και αναμνήσεων που ρουφούν τον θεατή σε αέναους κύκλους επανάληψης – κι αυτή είναι και η βασική αρχή που διέπει τη ζωή τους. Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού. Μας έδειξε, όπως υποστηρίζει ο Κλάους Πάιμαν, κορυφαίος συνομιλητής του Αυστριακού συγγραφέα, «ότι ο Μπέρνχαρντ δεν είναι ούτε τραγωδός ούτε κωμωδός, είναι πάντα και τα δύο μαζί».
Ιδανική ενσάρκωση του μπερνχαρντικού πνεύματος αποδεικνύεται η Μπέττυ Αρβανίτη ως Βέρα. Σε αυτή την εξαιρετική και υποδειγματική ειρωνική ερμηνεία, η ηθοποιός βρίσκεται «μέσα» και «έξω» ανά πάσα στιγμή, ενορχηστρώνοντας άγρυπνη τη ζοφερή τελετή τόσο σε θεατρικό όσο και σε μεταθεατρικό επίπεδο. Με πείσμα και μπρίο «σκηνοθετεί» τα αδέλφια της, η δύναμη της δικής της θέλησης συντηρεί όλη αυτή την ανατριχιαστική φάρσα ζωντανή, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να έχει πλήρη συναίσθηση ότι παίζει έναν ρόλο, ότι όλοι παίζουν έναν ρόλο, και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μείνουν πιστοί στο «σενάριο». Μια θαυμαστή ισορροπία που απαιτεί τεράστια δεξιοτεχνία και θάρρος, όταν το πιο μικρό παραπάτημα απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα.
Ο Περικλής Μουστάκης ως δικαστής Ρούντολφ επιδίδεται με πάθος στην περιπέτεια του ρόλου του, συλλαμβάνει τον τρικυμιώδη ψυχισμό του, την αδυναμία της φαύλης συνείδησης να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Οι τονισμοί του διαρκώς αυξομειώνονται, το σώμα του βιώνει την υπερένταση, τα χέρια του τρέμουν. Η ερμηνεία του είναι σαφώς απολαυστική, αλλά ενίοτε ο ηθοποιός ανεβάζει υπερβολικά την ένταση, προσδίδοντας στον ήρωα μια αίσθηση καρικατούρας και κατά συνέπεια μειώνοντας μοιραία την αναγκαία «αληθοφάνεια» που θα καθιστούσε το πρόσωπο αυτό αληθινά ανατριχιαστικό.
Τέλος, η Σμαράγδα Σμυρναίου ως Κλάρα τα λέει όλα μέσα από τη βλοσυρή, οργισμένη σιωπή της. Η Κλάρα είμαστε εμείς, οι «παράλυτοι» θεατές που παρακολουθούμε ανήμποροι τη φρίκη να εκτυλίσσεται μπροστά μας, χωρίς να μπορούμε να την εμποδίσουμε, παρά μόνο να την καταδικάσουμε μέσα από το βλέμμα μας.
Η μόνη διαφορά είναι πως, ενώ εκείνη δεν μπορεί ούτε καν να μειδιάσει, εμείς έχουμε την πολυτέλεια ενός απελευθερωτικού γέλιου που μόνον η απόσταση από τα πράγματα μπορεί να εξασφαλίσει. Μια απόσταση πλασματική, φυσικά, εφόσον κατά βάθος ξέρουμε πως όλα αυτά τα τέρατα ζουν πράγματι ανάμεσά μας, ενδεχομένως ακόμα και στη διπλανή μας πόρτα.
1. Jeanette R. Malkin
2. Benjamin Heinrichs