Στα δίχτυα της Lana Del Rey
Το κακό ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2011, με την κυκλοφορία του single «Video Games». Από τη μέρα εκείνη, το όνομα Lana Del Rey εξαπλώθηκε σαν ιός στα social media παγκοσμίως, μολύνοντας ταυτόχρονα κάθε μουσικό site κι έντυπο εν ριπή οφθαλμού. Η κατά κόσμον Elizabeth Grant είχε ήδη στο ενεργητικό της ένα προσωπικό άλμπουμ (ως Lizzy Grant), με το «Video Games» όμως τα πάντα ξεκίνησαν απ’ την αρχή. Σαν μεταμόρφωση σε ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, η Liz Grant εν μια νυκτί έγινε σταρ.
Ο ιός έγινε χιονοστιβάδα όταν κυκλοφόρησε και το βίντεο του δεύτερου single «Blue Jeans» με τους πάντες να μιλάνε για μια νέας κοπής Nancy Sinatra. Ακολούθησαν αναφορές στο «Rolling Stone» και το «Q», συνεντεύξεις στον «Observer» και το «Pitchfork», εμφανίσεις στο MTV και στο σόου του Jools Holland, για να έρθει η κυκλοφορία του άλμπουμ της «Born To Die» στα τέλη του Ιανουαρίου. Όπως κάθε πράγμα που αποκτά δημοσιότητα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι κι η περίπτωση της Lana Del Rey βρίθει υπερβολών. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η νέα Nancy Sinatra ή ο σωτήρας της σύγχρονης ποπ.
Οι στυλιστικές αναφορές της είναι ολοφάνερες: τα fifties και το νουάρ, ο Elvis κι η Marilyn, η Liz Taylor κι η Nina Simone. Το «Born to Die» είναι ένα άλμπουμ που έχει γραφτεί με σκοπό να γίνει επιτυχία. Όσο καλογραμμένα κι αν είναι όμως τα κομμάτια, ο δίσκος προς το τέλος κουράζει. Οι φανατικοί οπαδοί της δείχνουν ν’ απολαμβάνουν αυτό το overdose νοσταλγίας. Όσο για τους πολέμιούς της, η πρόσφατη απογοητευτική ζωντανή της εμφάνιση στο «Saturday Night Live» κι η παράξενη φωνή της (ένα υβρίδιο Cat Power και Britney Spears) δίνουν αφορμή για ειρωνικά σχόλια. Αν, τελικά, η Lana Del Rey αποδειχθεί διάττων αστέρας, θα έχουμε τουλάχιστον να θυμόμαστε 2 αξιομνημόνευτα singles, ένα γιγαντιαίο hype και περίεργες θεωρίες συνωμοσίας περί αντιγραφής του «Video Games» από ένα τραγούδι της Ελένης Βιτάλη.
To άλμπουμ της Lana Del Rey «Born to die» κυκλοφορεί από την Interscope.
Δύο δόσεις συντηρητισμού, μια δόση πρωτοπορίας
Ο Hans Peter Lindstrøm είναι ωραίος τύπος: ένας Νορβηγός bon viveur που φτιάχνει την πιο groovy disco της Ευρώπης, ιδιοκτήτης ανάλογου ύφους δισκογραφικής εταιρείας (Feedelity), multi-instrumentalist (παίζει keyboards, μπάσο, κιθάρα, ντραμς), εκλεκτικός remixer και κολλητός του συντοπίτη του Prins Thomas. Οι (υπερβολικά) καλόγουστες disco/house κυκλοφορίες του απ’ τις αρχές των ‘00s σε 12ιντσα και συλλογές βρήκαν κατάληξη το 2007 με την κυκλοφορία του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ, «Where you go, I go too», ενός απ τα καλύτερα δείγματα ηλεκτρονικής μουσικής της δεκαετίας. Εκεί ο Lindstrøm αναβίωσε με τον πιο ωραίο τρόπο την cosmic disco με το progressive rock των ‘70s, τους Goblin, τους Tangerine Dream και τον Vangelis. Πέντε χρόνια μετά, η συνέχεια με το φετινό «Six cups of rebel» είναι σχεδόν απογοητευτική: Εεπτά μεγάλα σε διάρκεια tracks που δεν ξέρουν σε ποια πλευρά να ισορροπήσουν. Μοιάζουν σαν πειραματισμοί πάνω σ’ ένα τελείως αφαιρετικό θέμα, αυτοσχεδιάζοντας σ’ έναν synth house καμβά που φτάνει μέχρι και σε space jazz/funk απόπειρες. Συνδυασμός του «Where you go» και της σαφέστατα πιο ποπ συνεργασίας του με την Christabelle στο «Real life is no cool» του 2009, το «Six cups of rebel» δείχνει τελείως άνισο και χωρίς καμία ενιαία οπτική. Αν ολόκληρο το άλμπουμ ήταν στο ύφος του υπέροχου «No Release» που ανοίγει το άλμπουμ (με τη χαρακτηριστική church organ εισαγωγή) και του 10λεπτου έπους «Hina» που το κλείνει, θα μιλούσαμε για κάτι πραγματικά σπουδαίο. Προς το παρόν, έχουμε να κάνουμε με μια χαμένη ευκαιρία.
To άλμπουμ του Lindstrom «Six cups of rebel» κυκλοφορεί από τη Smalltown Supersound.
σχόλια