Σάββατο βράδυ στη Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» στην Αθηναΐδα, στον Βοτανικό. Μπαίνοντας και διασχίζοντας τον διάδρομο του πολυχώρου βιαστικά, καθώς είχα αργήσει, βλέπω στα δεξιά μια κοσμοπλημμύρα για τα εγκαίνια έκθεσης φωτογραφίας και στα αριστερά μια γαμήλια δεξίωση. Στο βάθος, η φωτογραφία της Ζωής. Φτάνω ακριβώς την ώρα που μπαίνει μέσα το κοινό, το οποίο αποτελείται από όλες τις ηλικίες: νεότερους, μεσήλικες, αλλά και κυρίες καλοντυμένες, που παραδοσιακά κατακλύζουν τις παραστάσεις του κέντρου. Εφόσον η αγαπημένη τους πρωταγωνίστρια κατέβηκε σ' αυτή την πλευρά της πόλης, την ακολουθούν. Το έργο Ωραία Χρόνια (Old Times) του Χάρολντ Πίντερ είναι από τα πιο αινιγματικά του νομπελίστα Άγγλου συγγραφέα. Πίσω από τη βασική πλοκή μοιάζει να κρύβονται αρκετές πιθανές ερμηνείες. Ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, ένα ζευγάρι σε αναμονή. Περιμένουν από στιγμή σε στιγμή την άφιξη της καλύτερης φίλης της γυναίκας, με την οποία συγκατοικούσε στα νιάτα της στο Λονδίνο αλλά που έχει να δει είκοσι χρόνια. Οι δύο γυναίκες δεν είναι πια τα ανέμελα κορίτσια που ήταν κάποτε και ο άντρας μοιάζει να ανησυχεί για την έκβαση της επίσκεψης. Τελικά, παρακολουθούμε ένα ανθρωποφαγικό παιχνίδι κτητικότητας και εξουσίας.
Το καμαρίνι της Λάσκαρη, όπου θα βρεθώ αργότερα, είναι ένας χώρος στον οποίο μοιάζει να έχει επενδύσει συναισθηματικά. Σαν να σε καλωσορίζει στον πιο προσωπικό της χώρο. Ένα μικρό σαλόνι για φίλους. Τοίχοι φορτωμένοι με κάθε λογής φωτογραφίες και αντικείμενα, όπου κυριαρχούν οι αγιογραφίες. Κατά τ' άλλα, τίποτα το εξεζητημένο – δεν θα το έλεγες καν πολυτελές. Ένα ζεστό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσες να περάσεις ώρες συζητώντας. Η «Ζωίτσα», όπως την αποκαλούν οι παλιότεροι, παραμένει μια λαμπερή προσωπικότητα. Όσο θα μιλάμε, και για πολλή ώρα, θα βουρτσίζει τα μαλλιά της κοιτώντας τον καθρέφτη. «Τι σημαίνει για εσάς η φιλία;» ρωτάω, μια και είναι το βασικό θέμα του έργου. «Πριν κάνω οικογένεια, θεωρούσα ότι οι φίλοι και οι φίλες μου ήταν ό,τι σημαντικότερο είχα. Και τώρα το ίδιο πιστεύω, αλλά βάζω πια πρώτα την οικογένειά μου». Η αλήθεια είναι ότι είχα ξανακούσει πόσο γενναιόδωρη υπήρξε ανέκαθεν με όσους την περιέβαλαν. «Ποιες φιλίες όμως κρατάνε;» επιμένω. «Αυτές που οι άνθρωποι που την αποτελούν δεν έχουν πεθάνει. Δυστυχώς, οι δικοί μου φίλοι έχουν πεθάνει όλοι. Και νιώθω ένα απέραντο κενό» μου απαντάει, χωρίς να μου αποκαλύψει ποιους εννοεί. Ο τίτλος της παράσταση Ωραία Χρόνια, όπως τον μετέφρασε ο Σταμάτης Φασουλής, διαφέρει ίσως από τον πιο ακριβή «Παλιοί Καιροί. Όπως και να 'χει, παραπέμπει στα ανέμελα χρόνια της νιότης. «Τα παλιά μας χρόνια είναι τα ωραία χρόνια» μου λέει. «Στο έργο έχουμε δύο τρελές με την τέχνη, που πήγαιναν στην όπερα, στις γκαλερί, έτρεχαν παντού». «Εσείς τι κρατάτε από τα δικά σας "ωραία χρόνια";» ρωτάω. Γυρίζει από τον καθρέφτη και λέει, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της: «Α, δεν αναπολώ. Ούτε θα 'θελα να ξαναγυρίσω πίσω. Πέρασα καλά, πέρασα άσχημα, πέρασα πολλά και είμαι καλά. Δεν αισθάνομαι τόσο γριά. Θα περιμένω να το κάνω στα 90 μου, όταν αράξω σπίτι μου. Γιατί πρέπει να αποσυρθώ τώρα;». Η απάντησή της με αποστομώνει κάπως. Νόμιζα ότι, έχοντας ζήσει έντονα και επεισοδιακά μια μυθική ζωή, θα αποτολμούσε έναν απολογισμό. «Μα, δεν κοιτάτε ποτέ πίσω;». Σχεδόν κραυγάζοντας: «Ούτε κατά διάνοια! Καθόλου! Μόνο μπροστά, μπροστά. Το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω. Δεν είναι από σκέψη αυτό, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου».
«Με ποιους έχετε κάνει τις ωραιότερες συζητήσεις;» ρωτάω, αυτήν τη φορά επηρεασμένος από το έργο του Πίντερ. «Με πάρα πολλούς. Ήταν ένας μαραγκός στη Θεσσαλονίκη και καθόμασταν στον δρόμο και μιλούσαμε. Από αυτόν άκουγες πράγματα. Νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη σοφία» μου λέει. Της κάνω μια νύξη σχετικά με το αν την έχουν απογοητεύσει οι διανοούμενοι. Εκρήγνυται. «Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου! Oι renomé με κουράζουν, είναι σε τετραγωνάκια. Δεν με αφορούν. Εμένα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που έχουν ζήσει καταστάσεις, έχουν διαβάσει, ξέρουν πράγματα, έχουν να σου πουν κάτι. Τι να τον κάνω τον διανοούμενο; Να μου πει αυτά που μπορώ να διαβάσω; Εγώ είμαι μαθήτρια της ζωής. Σαφώς πήρα πάρα πολλά από τον Μινωτή, αλλά είχε βιώματα. Τη ζούσε τη ζωή. Όλη η ιστορία του ελληνικού θεάτρου ήταν ο Μινωτής».
Η Ζωή Λάσκαρη μεταπήδησε από τον κινηματογράφο στο θέατρο με το τέλος της «χρυσής εποχής» του παλιού δημοφιλούς κινηματογράφου της Φίνος Φιλμ. Εδώ και χρόνια υπηρετεί ένα απαιτητικό ρεπερτόριο με «δασκάλους» εξαιρετικούς σκηνοθέτες. «Πότε νιώσατε ότι κατακτήσατε το θέατρο;». «Δεν υπάρχει αυτό. Κάθε φορά ξεκινάς σαν άγραφο χαρτί. Διαβάζεις, έχεις καλούς σκηνοθέτες, μαθαίνεις» μου απαντάει. «Και ποιος είναι ο ορισμός του καλού σκηνοθέτη;» της λέω. «Ο σκηνοθέτης που δεν είναι τροχονόμος, που αναλύει, ακούς και μετά πηγαίνεις στο σπίτι σου να προβληματιστείς. Να μάθεις για να γίνεις ο ρόλος, όχι για να τον παίξεις. Γιατί όταν παίζω, υποδύομαι, που είναι άλλο από το "είμαι". Με ενδιαφέρει να ευφραίνεται κάθε βράδυ η ψυχούλα μου. Αυτή είναι η ιστορία μου εμένα». Θέλω να μάθω τη γνώμη της για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, όπου συχνά κυριαρχεί ο σκηνοθέτης έναντι του ηθοποιού. «Είχαμε τον κινηματογράφο του σκηνοθέτη και τώρα το θέατρο του σκηνοθέτη. Δεν μου αρέσει αυτό το είδος θεάτρου. Αυτό που πάντα μου έλεγε και ο Μίνως και ο Βουτσινάς και ο Κακογιάννης και τώρα ο Σαπίρο είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν πρέπει να φαίνεται. Το θέατρο δεν είναι εφέ, είναι λόγος, είναι εσωτερικότητα. Δεν πάω σε θέατρο εφετζίδικο, γιατί στενοχωριέμαι και δεν θέλω να στενοχωρήσω μετά και τους ηθοποιούς, λέγοντάς τους την αλήθεια – γιατί δεν μπορώ να μην πω αλήθεια. Εγώ κοιτάω να κάνω το δικό μου, να μην προσβάλω το κοινό, και από κει και πέρα, γιατί δεν είμαι και πλουσία...». «Αλήθεια; Ο κόσμος έχει άλλη γνώμη περί αυτού. Έχουν μάθει και όλα αυτά με τους celebrities...». Ξεσπάει σε γέλια. Εκείνο το χαρακτηριστικό της τρανταχτό γέλιο. «Celebrities είναι αυτοί που παίρνουν τηλέφωνα για να πουν πού βρίσκονται. Αυτοί που μιλάνε για κόκκινο χαλί. Αλλά είμαστε αστείοι. Αυτό έχουμε, αυτό δίνουμε. Τι να πω; Αφού δεν ντρέπονται που μιλάνε για κόκκινο χαλί!». Εξακολουθεί να ξεκαρδίζεται. Βέβαια, τα λέει ένας από τους τελευταίους ζωντανούς μύθους του παλιού σινεμά, που έχει περπατήσει στο κόκκινο χαλί ως σούπερ σταρ του Φίνου ακόμα και στις Κάννες. «Μας άξιζε μια κρισούλα, μπας και ταρακουνηθούμε. Είχαμε τρελαθεί κάποια στιγμή. Μπροστά στην Κατοχή αυτή η κρίση δεν είναι τίποτα». «Καταλαβαίνουν οι εξωφρενικά πλούσιοι τις ανάγκες του απλού ανθρώπου; Τι λέτε;». «Δεν νομίζω ότι δεν τον καταλαβαίνουν. Δεν τους αφορά. Κι αυτό είναι κάτι που με θυμώνει πολύ. Στενοχωριέμαι γι' αυτά που συμβαίνουν, συμπονώ. Αν μπορώ να βοηθήσω, βοηθάω. Εκείνο που με προβληματίζει με την εποχή μας είναι η απαξίωση του πολιτικού κόσμου – και δεν ξέρουμε πόσο επικίνδυνο είναι αυτό. Περάσαμε ένα αλισβερίσι πολιτικών και πολιτών: διόρισέ με να σε ψηφίσω. Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή γίνεται ξεκαθάρισμα. Τελειώνει αυτή η ιστορία. Αλλά, αν απαξιώνουμε τον πολιτικό κόσμο, ποιον θα βάλουμε; Τι δημοκρατία θα έχουμε;». Πάνω στους προβληματισμούς της σχολιάζω την άνοδο του νεοναζισμού. «Μήπως μέσα στην απελπισία τους δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι ψηφίζουν; Μου κάνει εντύπωση. Ο Έλληνας που πέρασε Κατοχή, που πέθανε, είναι τόσο φασίστας; Κι εγώ πιστεύω στην πατρίδα μου και τη βάζω πάνω απ' όλα, και στη θρησκεία μου. Είναι και τα δυο στο DNA του Έλληνα, μην κοιτάς που βγαίνει καμιά φορά λανθασμένα. Αν επιζήσαμε στην Τουρκοκρατία, αυτό έγινε χάρη στη θρησκεία». «Δεν έχει δικαίωμα κάποιος να μην πιστεύει;» τη ρωτάω και μου απαντάει: «Εκατό τοις εκατό, αλλιώς θα είχαμε φασισμό. Όπως πρέπει οπωσδήποτε να γίνει και ένα τέμενος. Εμείς γιατί χτίζουμε εκκλησίες όπου πηγαίνουμε;».
«Τελικά, από ποια περίοδο της ζωής σας θα λέγατε ότι βγήκατε περισσότερο κερδισμένη;». «Όλα έχουν κέρδος, αγάπη μου. Και τα άσχημα και τα καλά. Αρκεί να βουτάς με τα μούτρα και να μη φοβάσαι, γιατί τότε η ζωή είναι χαμένη. Σαν να μην έζησες, σαν να ήσουν περαστικός κι έφυγες. Θέλει πολλή τόλμη. Στο κάτω κάτω, γιατί ζούμε; Γιατί να φοβόμαστε μην πονέσουμε; Δεν πονάμε πιο πολύ όταν δεν ζούμε τα πράγματα; Κατάλαβες, αγάπη μου;» μου λέει με στοχαστική τρυφερότητα. «Να μη φοβάσαι τη ζωή, προχώρα» μου λέει με έμφαση. «Έτσι είναι, αγάπη μου»...