Διαβάζω σε ξένα δημοσιεύματα τις τελευταίες μέρες, αναφορές και μαρτυρίες για την επίδραση που έχει ο αποκλεισμός, η απομόνωση και το άγχος στα όνειρα των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες εγκλεισμού τον τελευταίο καιρό υπό την μέγγενη της πανδημίας. Δεν είναι απαραίτητα πιο δυσοίωνα ή πιο εφιαλτικά ή πιο ασφυκτικά (ως υποσυνείδητες εκδηλώσεις άγχους, φόβου και αβεβαιότητας) τα όνειρα αυτών των ημερών, είναι όμως πιο έντονα και πιο ζωηρά, ειδικά σε αντίθεση με την ακίνητη πραγματικότητα που περιορίζει το καθημερινό μας σκηνικό αποκλειστικά σχεδόν στους τέσσερις τοίχους.
Προσωπικά, αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι ότι μέχρι στιγμής, από την ημέρα που ισχύουν τα μέτρα (αυτό)περιορισμού, δεν έχω δει ακόμα όνειρο που να περιλαμβάνει τις τρέχουσες συνθήκες έστω και με έμμεσο τρόπο. Έτσι νομίζω δηλαδή – με τα όνειρα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το αποτύπωμά τους. Κάτι περίεργα σπαράγματα με αλλοπρόσαλλο μοντάζ έρχονται εκ των υστέρων στη μνήμη, όταν έρχονται.
Θυμάμαι πάντως ότι κάποια νύχτα (μέρα λογικά, αφού έχω απογίνει βαμπίρ αυτόν τον καιρό) είδα στον ύπνο μου τη Θεσσαλονίκη, ή κάποια Θεσσαλονίκη του μυαλού τέλος πάντων. Θυμήθηκα το σουρεαλιστικό, «εκπαιδευτικό» όνειρο που βλέπει ο Βέγγος στο δεύτερο Θου-Βου («Επιχείρησις Γης Μαδιάμ») με σκηνικό την Θεσσαλονίκη, τη νύχτα πριν το ταξίδι για την συμπρωτεύουσα, στην οποία όμως δεν είναι γραφτό να φτάσει ποτέ. Όπως κι εκείνο, έτσι και το δικό μου όνειρο, μπορεί να ερμηνευθεί κυρίως ως εκδήλωση επιθυμίας και προσμονής. Αλλά και ματαίωσης συγχρόνως.
Είχε κανονιστεί να ανέβω «επάνω» τον περασμένο μήνα στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ το οποίο ματαιώθηκε λόγω κορωνοϊού. Πώς και πώς το περίμενα, ειδικά από τη στιγμή που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην πόλη που γεννήθηκα αλλά δεν μεγάλωσα, έχει όμως συνδεθεί με κάποιες από τις πιο ωραίες στιγμές της νεανικής και μετα-νεανικής μου ζωής, συνήθως χειμώνα και σε μέρες και νύχτες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Ενδέχεται επίσης να συνέβαλαν στη δόμηση αυτού του ονείρου και οι ονειρικές εικόνες από την Θεσσαλονίκη της φωτογράφου Όλγας Δέικου που θαυμάζουμε εδώ και δυο χρόνια στο Facebook ή στο Instagram, τις τελευταίες μέρες όμως έχουν αποκτήσει μια απόκοσμη επικαιρότητα ως εξ αποστάσεως στιγμιότυπα του έγκλειστου αλλά και του υπαίθριου βίου υπό συνθήκες περιορισμού. Η αντανάκλαση της ζωής στα μπαλκόνια και στα παράθυρα των διαμερισμάτων αλλά και η μπαλάντα της «Μετακίνησης 6» (με ή χωρίς σύντροφο ή/και κατοικίδιο).
Δεν έχει αλλάξει το ύφος της ούτε η αισθητική αντίληψη των κάδρων μιας ονειρικής αστικής εικονογραφίας, οι φωτογραφίες της όμως του τελευταίου καιρού (σαν αυτές που φιλοξενούνται εδώ) μεταφέρουν εκ των συνθηκών μια άλλου τύπου εγγύτητα και μια ζεστασιά που έχει να κάνει με την απουσία – ή τον «εκδημοκρατισμό» – του στίγματος της μοναξιάς, ως αποτέλεσμα της υποχρεωτικής απομόνωσης η οποία επιβάλλεται σε όλους.
Ένα από τα καλά αυτής της πρωτόγνωρης συνθήκης είναι ότι καταργήθηκε (προσωρινά έστω) η περιθωριοποίηση όσων διαβιούν ως μονήρεις και ως εσωστρεφείς, είτε λόγω χαρακτήρα είτε λόγω της «παλιοζωής». Ο άνθρωπος που διακρίνεται να κοιτά τον κόσμο από το παράθυρο ή το μπαλκόνι δεν είναι ο μοναχικός απόκληρος που μένει επειδή δεν έχει πού να πάει και ποιον να δει, αλλά όλοι μας.
Μπορεί κανείς να δει τις φωτογραφίες της Όλγας Δέικου στο Facebook (https://www.facebook.com/olga.deikou) και στο Instagram (https://www.instagram.com/olgadeikou/)
σχόλια