- Πόλεις δενυπήρχαν στην Ευρώπη, αλλά και απανταχούτης υφηλίου, όλες ξεπήδησαν από ταχωριά. Το χωρίον δήλωνε το χωράφι τουαγρότη, άρα στην πόλη, όπου συγκεντρώνοντανσιγά σιγά οι πληθυσμοί, κάτι διαφορετικόεπωαζόταν. Το χρήμα, το εμπόρευμα καιο έμπορος μπορούν να θεωρηθούν ιδρυτέςτης πολυκοσμίας που άρχισε να αυτονομείταιαπό τις άμεσες ανάγκες της γης και απόγεωπόνος εξελίχθηκε σε θαλασσοπόνο,ταξιδεύτρια και κερδοσκόπο. Ο αγροίκοςήταν ο άνθρωπος ξωμάχος, που μαχότανέξω, στο ξώμπουργκο, σε αντίθεση με τονάνθρωπο της χώρας, που εργαζόταν μεναλλά ανακάλυψε και τις απολαύσεις τηςσχόλης - άρα και τα αστεία (άστυ) και ταχωρατά.
- Στον σημερινόπρωτευουσιάνο, ο οποίος κυκλοφορείμέσα στην πόλη του με την αίσθηση ότιδεν του λείπει τίποτα (νερό, τροφή,στέγη, χρήμα, νοσοκομεία, σχολεία,αναψυκτήρια), δύσκολα μπορούμε ναδιαγνώσουμε αυτήν τη λησμονημένηαρχαιολογία. Κανείς δεν υποψιάζεταιότι κάτω από τις μεγάλες λεωφόρουςθάφτηκαν σταροχώραφα, ότι κάτω απόοικοδομικά τετράγωνα μπαζώθηκανποτάμια, ότι όλη η πόλη τέλος πάντωνκάποτε ήταν βοσκοτόπια και κυνηγότοποι.Αλλά η μεγάλη ευτυχία στη μεγαλούπολη,πέρα από τα υλικά αγαθά και δαιμόνια,είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι.
- Μεγάλη φιλολογίααναπτύχθηκε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώναγύρω από το πρόσωπο του επαρχιώτη πουεπιτέλους καταφθάνει στην πόλη.Εμβληματική μορφή ήταν ο Ρουσώ. Φευγάτοςαπό την Ελβετία και μέγας περιπατητής,θα φτάσει κάποτε στο Παρίσι σανπροσκυνητής. Για την ακρίβεια, η άφιξήτου δήλωνε τον άνθρωπο που αναζητεί τημοίρα του ανάμεσα σε ένα άγνωστο πλήθος·η σημερινή συνθήκη δεν διαφέρει.Πηγαίνουμε στις μεγαλουπόλεις διότιεκεί υπάρχει εν δυνάμει το ίδιο μας τοπρόσωπο που εκτός των τειχών αδυνατείνα ανθοφορήσει.
- Να είναι κανείςάγνωστος μεταξύ αγνώστων αποτελούσενεοφανή κατάσταση. Όπου τα μάτια είναιπολλά, δεν βλέπουν, αντίθετα, τα λίγαμάτια της επαρχίας διακρίνουν τα πάντα.Άρα δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι οεπαρχιώτης μεταναστεύει για να σωθείαπό τα μάτια που τον κατασκοπεύουν μέρανύχτα. Άλλωστε γιατί το αστυνομικόμυθιστόρημα μόνο στις πόλεις θα μπορούσενα σκηνοθετηθεί; Ο παραβάτης θέλει ναείναι άγνωστος, διαβάτης χωρίς ταυτότητα,να μη διεγείρει την προσοχή, να βλέπειάλλα να μην τον βλέπουν. Μέσα στο αχανέςΛονδίνο το έγκλημα τελεσφορεί,αναδιπλώνεται, αξιοποιεί το χρόνο τουεκ του αφανούς. Στην κωμόπολη είσαιδαχτυλοδεικτούμενος, εκεί ακόμα καιοι τοίχοι είναι διάφανοι, ενώ μέσα στομέγα πλήθος η απομόνωση σε κάνει ναεπιστρέφεις στον εαυτό σου για νααντλήσεις δύναμη από το εγώ σου.
- Πολλοί νέοιπου καταφθάνουν στην Αθήνα το πρώτοπου κάνουν είναι να πλέξουν το εγκώμιοτης πολυκοσμίας. Εθισμένοι στηνυπνοβατική επαρχία όπου οι κινήσειςέχουν καταμετρηθεί και η επανάληψηλαμβάνει διάσταση προσωπικής δυστυχίας,κινούμενοι πλέον μέσα σε εκατοντάδεςχιλιάδες και εκατομμύρια συμπολίτες,αισθάνονται ότι αναγεννήθηκαν. Πώς ναμη λατρέψουν τη διαφορά και τηνανανεούμενη επανάληψη! Παντού τα πάντααλλά συνάμα όλα καινούργια. Καθέναςαξίζει επειδή είναι ένας και δεν αξίζειεπειδή είναι μόνο ένας. Η απλή κίνησηστους κεντρικούς δρόμους προσφέρειτην αίσθηση του απείρου.
- Ως εκ τούτου,φαίνεται ευνόητο ότι ο αρτισύστατοςΑθηναίος πρωταγωνιστεί σε φιλοδοξία.Μεγάλη τύχη να ξεκινάς από το μηδέν. Ναείσαι μηδέν. Να έχεις κάτι να ζηλέψειςμέχρι τρέλας. Οπότε τάχιστα η πόλημεταμορφώνεται σε μεγάλη γκανιότα.Ευκαιρίες, σχέσεις, πρόσωπα, φιλίες,συμμαχίες και αντιπάθειες ζώνουν τονφιλόδοξο, ο οποίος ανακαλύπτει με πόνοότι η αρχική ευεργετική του ανωνυμίατώρα πια αποτελεί φριχτό ελάττωμα. Ενώχαιρόταν που δεν τον ήξεραν, τώραδυστυχεί για τον ίδιο λόγο. Χωρίς όνομαδεν είναι τίποτα, το πρόσωπό του δενθυμίζει τίποτα ιδιαίτερο. Άρα πρέπειπάση θυσία να γίνει ιδιαίτερος, να τοναναφέρουν ονομαστί, να περάσει από τηναφάνεια στη διασημότητα. Μιλήστε γιαμένα, κάντε με να νιώθω «κάποιος»!
- Αλλά πέρα από τοδράμα του αριβίστα που θέλει να πατήσεισε ψηλό σκαλί, η πόλη αποτελεί ένα είδοςερωμένης που καθημερινά βγαίνουμεραντεβού μαζί της. Ξέρουμε τις μοναξιέςκάποιων παραλιακών δρόμων, την ξετρελαμένηπολυκοσμία των σικ βραδυνάδικων,μυστικές κρύπτες της νύχτας και κοσμικάκαφενεία της ημέρας. Εκείνο που δενσκεπτόμαστε είναι ότι στα μύχιαδιατηρούμε ένα παρήγορο απόθεμα τηςπόλης. Όπου κι αν βρεθούμε, όπως κι ανβρεθούμε, η πόλη δεν μας εγκαταλείπει.Δεν είναι συμπτωματικό ότι σιγά σιγάόλοι μιλάμε με τον ίδιο τρόπο,καταλαβαίνουμε τα ίδια και σιχαινόμαστεεπίσης τα ίδια. Οι πρωτευουσιάνοισυνιστούν «φυλή». Τα καλοκαίρια,όταν όλοι παίρνουν άδεια από τη σημαίακαι ξενιτεύονται στα νησιά, ένα μόνοσκέπτονται· ότι θα επιστρέψουν. Σεπεριπτώσεις αιφνίδιων θαλασσοταραχώνή καθυστερήσεις πλοίων, διαβάζει κανείςστο πρόσωπό τους μιαν ειδική πικρία:Για μερικές ώρες νιώθουν ότι τουςκαταδίκασαν σε επαρχιακή κράτηση.Μέγιστη προσβολή!
- Οι ρεαλιστέςβέβαια, που έχουν το μυαλό πεσκέσι,γνωρίζουν ότι η πόλη αγκαλιάζει τούςπάντες, αλλά δεν αγαπά κανέναν. Πιοσωστά, δεν ανήκει σε κανέναν. Αυτό πουπροδίδει τους θνητούς είναι ο χρόνος.Τα οικοδομήματα της πόλης παραμένουν,αλλά ο χρόνος ξεπροβοδίζει όλα ταέμψυχα. Δρόμοι, πλατείες, χώροι θαμείνουν εκεί που ήταν. Πώς να φανταστείςμια πόλη όπου όλοι θα πέθαιναν ξαφνικά;Και όμως όλοι πεθαίνουν με τη σειράτους, συνειδητοποιώντας ότι έζησαν σεπολυτελή σαρκοφάγο.
Στήλες /
σχόλια