Σάββατοαπόγευμα, Βουλιαγμένη
TαΝότια Προάστια είναι σαν ξένη χώρα γιαμένα, πόσο μάλλον η εξωτική Βουλιαγμένη.Μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου είναικάτι παιδικά μπάνια - τότε που η Βουλιαγμένηήτανε τραγούδι του Κηλαηδόνη με καντίνες,μπίρες και γυμνούς. (Γρονθοκοπούσα τονπατέρα μου με τα πορτοκαλί μπρατσάκιαμου για να μου αγοράσει άλλη μια τυρόπιτα.)Η Βουλιαγμένη την άνοιξη θυμίζει μιαεπαρχιακή πλην πλούσια παραθαλάσσιαπόλη: Όλοι βάζουν τα καλά τους καιπερπατούν ανάμεσα σε ανεμοδαρμένουςφοίνικες, θερινά ξενοδοχεία καιπολυκατοικίες πολυτελείας, για να φάνεμπέργκερς, βάφλες ή ψαράκι - μερακλωμένοιαπό τις γλυκές μελωδίες του ΓιάννηΠλούταρχου. Η ΑquaΜarinaστην Πλατεία Βουλιαγμένης είναι ένααπό αυτά τα παλαιομοδίτικα, κλασικάζαχαροπλαστεία: Απ' το ξύλινο τραπέζιχαζεύω ψυγεία γεμάτα πάστες και γλυκάσε σχήμα ποντικιού με σοκολατένιααυτάκια. Η θάλασσα διακρίνεται πίσω απότη τζαμαρία - μπροστά δυο τύποι ξεπαγιάζουνπίνοντας φραπέ. Στη γωνία κάθεται ομπροστάρης του μαγαζιού: Ένας ασπρομάλληςκύριος που επιβλέπει το μαγαζί με αετίσιομάτι («Τον κύριο Γεωργίου τονπρόσεξες;»), ενώ τα γκαρσόνιαπεριφέρονται με δίσκους γεμάτουςκομπόστες και Σικάγο. Ο γαλάζιος κατάλογοςθυμίζει ταινία των ‘60s:ζελέ φρουί, κομπόστα ροδάκινο, κομπόσταανανά, αρμενοβίλ, πες μελμπά, κουπ ζακ,βουτήματα έκαστο (ένα ένα τα πουλάνε;).Δίπλα μου μια κυρία τρώει με προσήλωσηένα Σικάγο. Με ενοχλεί το πορτοκαλί φως,το κεφάλι μου καίει, μάλλον κόλλησα κιεγώ αυτή την καταραμένη ίωση πουκυκλοφορεί δεξιά κι αριστερά. Μισοκλείνωτα μάτια μου: Φαντάζομαι πως δίπλα μουκάθεται ο Λάμπρος Κωσταντάρας -στηνώριμη φάση του, όταν φορούσε καφέκοστούμι με κίτρινες γραβάτες καιφαβορίτες που έμοιαζαν βαμμένες μεφελό- μαζί με τη Ρίκα Διαλυνά που φοράειένα μάξι φόρεμα με λαχούρια. Τα μαλλιάτης Ρίκας χαϊδεύουνε γλυκά μια πάστασοκολατίνα - κάτι του λέει και γελάειτινάζοντας τα μαλλιά της με δύναμη προςτα πίσω. Μέχρι που μπαίνει σαν σίφουναςη Βίκυ Βανίτα (η γυάλινη πόρτα βροντάειμε δύναμη) με τις αθώες καστανές τηςαφέλειες κι ένα πράσινο φόρεμα με ασορτίβρακί και του λέει «Δεν το περίμεναποτέ αυτό από σένα, Τίκο». Και φεύγεικλαίγοντας προς τους κοκοφοίνικες.
σχόλια