Στο Theater Basel στη Βασιλεία, στην πρώτη τους συνεργασία, ο σκηνοθέτης Χέρμπερτ Φριτς, η εξαιρετική βιολίστρια Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια και ο εικαστικός Γιάννης Βαρελάς δημιουργούν μια όπερα, έναν νεο-νταντά κόσμο που ξεπερνά τα όρια του είδους. Ηθοποιοί, τραγουδιστές όπερας και οργανοπαίκτες συγκροτούν ένα άναρχο σύνολο. Οι χειρονομίες, οι στίχοι και η δεξιοτεχνία προσφέρουν το τέλειο ηχητικό τοπίο για σωματικό θέατρο γεμάτο τολμηρά φωνητικά πειράματα και ηχητικά τζαμαρίσματα.
To έργο «Vergeigt», που στα ελληνικά θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «τα σκάτωσα», βασίζεται σε μια αφηρημένη αφήγηση που οργανώνεται σε τέσσερις αυτοσχεδιαστικές ενότητες. Η ιδέα ξεκινάει από την παρακολούθηση μιας ορχήστρας που συγκεντρώνεται προκειμένου να κάνει πρόβες για να παίξει ένα κονσέρτο. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει ποτέ, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την ομάδα να μπλέκεται σε παράλογες, αστείες και γεμάτες μονομανία συμπεριφορές.
Η παράσταση φέρνει κοντά εξαιρετικούς μουσικούς, όπως η βιολίστρια Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια και o κλαρινετίστας Ρέτο Μπέρι, με εκπληκτικούς περφόρμερ πολύ ιδιαίτερων ικανοτήτων στη σωματική έκφραση και στον αυτοσχεδιασμό, που αποτελούν τη βασική ομάδα του σκηνοθέτη Χέρμπερτ Φριτς ήδη από τα χρόνια της Φόλκσμπινε.
«Στην παράσταση αυτή προσπαθώ να δημιουργήσω έναν κώδικα, ένα λεξιλόγιο το οποίο να αντικαθιστά την απουσία λόγου. Αυτό το λεξιλόγιο συγκροτείται κυρίως από μάσκες, ρούχα και φως», λέει ο Γιάννης Βαρελάς.
Από τους σημαντικότερους ηθοποιούς που συνδέθηκε με τη Φόλκσμπινε, τα τελευταία χρόνια ο Φριτς έχει καθιερωθεί ως σκηνοθέτης με τις βραβευμένες μαύρες κωμωδίες του. Στο Φεστιβάλ Αθηνών είχαμε δει το 2018 το «Murmel Murmel» («Μουρμουρητό»), που ήταν βασισμένο σε νουβέλα του Ντίτερ Ροτ.
«Αυτό που ήταν πρωτόγνωρο είναι η εξαντλητική διαδικασία της προετοιμασίας που συμπεριλαμβάνει αμέτρητες ώρες προβών, σχεδιασμού και συζητήσεων. Η μοναδική δέσμευση, που είναι ταυτόχρονα και το αποκαλυπτικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, που είναι αστάθμητος, δηλαδή η ομάδα ανθρώπων που φοράει αυτά που σχεδιάζεις και τα επανανοηματοδοτεί σε μια καινούργια συνθήκη, που στην περίπτωση του "Vergeigt" είναι πάντα ανεξέλεγκτη», λέει στη LIFO o Γιάννης Βαρελάς.
Ο 72χρονος σήμερα Χέρμπερτ Φριτς ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στην υποκριτική στο Otto Falckenberg Schule του Μονάχου. Στη συνέχεια έπαιξε σε διάφορες μεγάλες σκηνές στη Γερμανία και το εξωτερικό. Από το 1993 έως το 2007 ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς στην Berliner Volksbühne am Rosa-Luxemburg-Platz, έπαιζε υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Φρανκ Κάστορφ. Μετά την αποχώρησή του από τη Φόλκσμπινε, εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε πολλές θεατρικές σκηνές και σκηνές όπερας, όπου σχεδίαζε πάντα τα σκηνικά των παραγωγών του. Εργάζεται και ως media artist στον τομέα της φωτογραφίας και της τεχνολογίας βίντεο και παρουσίασε εκθέσεις στη Γερμανία και στην Ελβετία με φωτογραφικά έργα και computer animation. Υπ' αυτή την έννοια, η συνάντησή του με τον Έλληνα εικαστικό αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
«Στην παράσταση αυτή προσπαθώ να δημιουργήσω έναν κώδικα, ένα λεξιλόγιο το οποίο να αντικαθιστά την απουσία λόγου. Αυτό το λεξιλόγιο συγκροτείται κυρίως από μάσκες, ρούχα και φως», λέει ο Γιάννης Βαρελάς. «Η παράγωγη κοστουμιών και σκηνικών αντικειμένων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μου την τελευταία δεκαετία στο πλαίσιο της δημιουργίας των ζωγραφικών μου έργων άλλα και των περφόρμανς και των βιντεο-εγκαταστάσεων. Σε αυτήν τη βάση δεν θα μπορούσα να πω πως είναι η πρώτη φορά που έρχομαι σε επαφή με κάτι τέτοιο, όμως είναι η πρώτη φορά που μεταφέρω αυτήν τη πρακτική στη συνθήκη μιας θεατρικής σκηνής.
Το ενδιαφέρον για μένα εδώ βρίσκεται στην πολυπαραγοντική διάσταση εντός συνεργατικού έργου, καθώς και στα αμβλυνόμενα όρια της χρήσης των παραγόμενων αντικειμένων επάνω στη σκηνή. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κάνεις τι μπορεί να είναι τελικά ένα σακάκι, ένα παντελόνι ή ένα ζευγάρι παπούτσια στο πλαίσιο ενός ρόλου που ενσαρκώνει κάποιος άλλος άνθρωπος, ειδικά σε έργα όπως το "Vergeigt" που βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό και στη μετουσίωση της σκηνικής παρουσίας σε κάτι άλλο, κάτι παράλογο που καταλήγει να στέκεται δίπλα στην πραγματικότητα».
Στη σκηνή συναντάμε και μια διάσημη βιολίστρια, την Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια, που αν και έχει διακριθεί για τις ριζοσπαστικές της ερμηνείες του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και άλλων μεγάλων συνθετών, έχει ιδιαίτερο πάθος για τη λιγότερο γνωστή και σύγχρονη μουσική. Έχει παίξει συνθέτες όπως οι Schoenberg, Berg, Webern, Ustvolskaya, Ligeti, Kurtág, Michael Hersch, Heinz Holliger, Francisco Coll, Mauricio Sotelo και Martón Illés.
Η γεννημένη στη Μολδαβία μουσικός σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της όταν ήταν 13 ετών. Στα 21 της κέρδισε υποτροφία για σπουδές στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου ζει ακόμα.
Όπως γράφει το BBC, σε μια άλλη ζωή θα μπορούσε να είναι κωμικός ή σταρ της χέβι μέταλ. Παίζει ξυπόλυτη και «χτυπιέται» στις παραστάσεις, αψηφώντας τη μουσική σύμβαση μέσω μιας τολμηρής αίσθησης του χιούμορ, με τις «δυναμικά ακραίες, μοναδικές ερμηνείες της ή την τάση της να δίνει προτεραιότητα στον αυθορμητισμό και τη συναισθηματική αυθεντικότητα έναντι της καλογυαλισμένης επιφάνειας. Σίγουρα είναι αυθεντική, ο ήχος της είναι μοναδικός».