Όταν την κατηγορούσαν ότι τα κείμενά της είναι γεμάτα επαναλήψεις, εκείνη δεν κουραζόταν να τους εξηγεί _ σε κείνους, τους επικριτές της _ ότι δεν υφίσταται επανάληψη από τη στιγμή που ποικίλλει η έμφαση. Τη διαφορά αυτή την κατάλαβε η ίδια από πολύ μικρή ηλικία, όταν ζούσε με τις θείες της, οι οποίες συχνά έλεγαν τα ίδια πράγματα, αλλά πάντα με διαφορετικό τρόπο. «Δεν υπάρχει επανάληψη. Mόνο επιμονή», ήταν ένα από τα μαθήματα που δίδαξε στους συγγραφείς του εικοστού αιώνα η Γερτρούδη Στάιν, αμερικανίδα που έκανε το Παρίσι δεύτερη πατρίδα της και τον πειραματισμό στη γραφή πρωταρχική αποστολή της.
Η νουβέλα «Murmel Murmel» του Ντίτερ Ροτ, που κυκλοφόρησε το 1974, οδηγεί την έννοια της επανάληψης στα άκρα. Στις 178 σελίδες του βιβλίου αναπαράγεται ασταμάτητα η ίδια λέξη: murmel. Εμμονικό και αυτάρεσκο παιχνίδι; Άσκηση σημειολογίας; Σαρκαστικό σχόλιο στην απουσία νοήματος; Η λέξη «murmel» στα γερμανικά σημαίνει «βώλος», ενώ ως ρήμα, «murmeln», σημαίνει «μουρμουρίζω». Όταν το κάνω αυτό, όταν δηλαδή μουρμουρίζω, οι λέξεις καθίστανται αδιευκρίνιστες, μοιάζουν όλες ίδιες, χάνουν το νόημά τους, μετατρέπονται σε ήχο, συχνά ενοχλητικό για τους άλλους που προσπαθούν αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν τον ήχο αυτό. Ο Ροτ, δαιμόνιος και ανατρεπτικός καλλιτέχνης της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα, πειραματίστηκε εντατικά με το βιβλίο ως έργο τέχνης που αιφνιδιάζει τις προσδοκίες του αναγνώστη-θεατή, ενώ διακρίθηκε για τη δημιουργία έργων από φθαρτά ή φαγώσιμα υλικά – ένα πορτρέτο του καλλιτέχνη από σοκολάτα και σπόρους για πουλιά, ή ένα κουνέλι από περιττώματα, εικόνες από τυρί κ.ο.κ. Σε μια έκθεσή του, τα έργα που παρουσιάστηκαν ήταν κέικ σε σχήμα μοτοσυκλετιστή: τα περισσότερα κατέληξαν στο στομάχι των επισκεπτών.
Άνθρωποι με επιτηδευμένη σίξτις εμφάνιση, κακόγουστες περούκες και γκροτέσκο μακιγιάζ που τους καθιστά οικείους και ταυτόχρονα αποκρουστικούς, σαν να ταξίδεψαν από το παρελθόν αλλά στην πορεία απέκτησαν μια κέρινη πατίνα α λα Mαντάμ Τυσώ.
Είναι ανεξάντλητη η φαντασία και το ιδιότυπο χιούμορ του Ροτ, που ερωτοτροπεί με τη φάρσα και υπονομεύει κάθε ψευδαίσθηση μονιμότητας και σοβαροφάνειας της τέχνης.
Η εκλεκτική συγγένεια του ελβετού εικαστικού με τον Χέρμπερτ Φριτς – καταξιωμένο ηθοποιό της Φόλκσμπύνε που τα τελευταία χρόνια διαπρέπει ως σκηνοθέτης μαύρων κωμωδιών – αναδύεται ιδιαίτερα ζωηρή και απολαυστική στην παράσταση που είδαμε το περασμένο Σάββατο στο Ολύμπια, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Σα σκυτάλη που περνάει από στόμα σε στόμα ή σαν μικρόβιο που μεταδίδει κωμική μανία η λέξη «murmel» ειπώθηκε θριαμβευτικά σε όλους τους τόνους και με όλους τους τονισμούς, μέσα σε μία αλυσίδα σπαρταριστών επεισοδίων, που αψηφούν κάθε απαίτηση της λογικής.
Mια λέξη είναι μια λέξη επειδή διαφέρει από τις άλλες λέξεις, υποστηρίζουν οι στρουκτουραλιστές γλωσσολόγοι. Αν αφαιρέσεις αυτή τη διαφορά, αν όλες οι λέξεις γίνουν ίδιες, τότε τι συμβαίνει; Mάλλον επέρχεται η παράνοια: ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, αγχώνεται, αισθάνεται εγκλωβισμένος, εκτροχιάζεται. Οι «τοίχοι» του σκηνικού αρχίζουν να αυξομειώνονται. Απειλούν να συνθλίψουν τα έντεκα μέλη του θιάσου που οπισθοχωρούν σα τρομαγμένα ποντικάκια, επαναλαμβανοντας μηχανικά τη λέξη «murmel» και χτυπώντας τα πόδια τους για να ξορκίσουν, με αυτή την πρωτόγονη τελετουργία, τον αόρατο εχθρό. Λίγο αργότερα, ένας άνδρας με το πρόσωπο κολλημένο στο πάτωμα σα να πρόκειται να το δαγκώσει αρχίζει να ουρλιάζει «murmel!», ενώ οι υπόλοιποι τον κοιτούν με περιέργεια. Η λέξη «τρώγεται» σιγά σιγά, μικραίνει, ο άνδρας την καταπίνει και «πνίγεται».
Άλλες παλι φορές, το murmel αποκτά ερεθιστικές ιδιότητες, γίνεται μια λέξη-κλειδί που απελευθερώνει τα σεξουαλικά ένστικτα. Στο άκουσμά της, πετάγονται, γελούν, και μετά αρχίζουν να γδύνονται και να τρίβονται μεταξύ τους. Σε άλλη σκηνή, πέφτει το παντελόνι ενός άνδρα ο οποίος επιδίδεται σε θωπεία των γεννητικών οργάνων του και ρωτά με νόημα ανασηκώνοντας τα φρύδια: «Murmel;».
Όλα αυτά φανταστείτε να τα εκτελούν άνθρωποι με επιτηδευμένη σίξτις εμφάνιση, κακόγουστες περούκες και γκροτέσκο μακιγιάζ που τους καθιστά οικείους και ταυτόχρονα αποκρουστικούς, σαν να ταξίδεψαν από το παρελθόν αλλά στην πορεία απέκτησαν μια κέρινη πατίνα α λα Mαντάμ Τυσώ.
Η ροή της κίνησης είναι ασταμάτητη, η ζωντανή μουσική σπινθηροβόλα, το ένα επεισόδιο μπλέκεται αβίαστα με το επόμενο, και μόνο όταν ολοκληρωθεί η πρώτη και βασική ενότητα οι ηθοποιοί σταματούν για να αλλάξουν κοστούμια –τους βλέπουμε σα μαύρες σκιές πίσω από ένα «κίτρινο» παραβάν. Η αίσθηση που δημιουργεί το θέαμα του Φριτς είναι πραγματικά αλλόκοτη: ένα ψυχεδελικό όνειρο με άσχημη τριχοφυία, ένα burlesque σύμπαν, όπου συναντούνται το παράλογο του Ιονέσκο και οι Ronettes σε drag εκδοχή, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται όλα τα κλασικά κινησιολογικά μοτίβα της φάρσας: το πέσιμο από την άκρη της σκηνής, οι ξαφνικές είσοδοι και έξοδοι των ηθοποιών, τα χαστούκια, τα σεξουαλικά παιχνίδια κ.ο.κ.
Mπορεί να μην αποδεικνύονται όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας εξίσου δυνατοί – αμήχανο στάθηκε το μέρος με τους «χορευτές», αλλά και με τους «οργανοπαίκτες»– , σίγουρα όμως, μπορεί να πει κανείς πως η συνθήκη της «μίας και μοναδικής λέξης» γέννησε έναν παράξενο και ευρηματικό κόσμο με ιδιαίτερο χαρακτήρα και στυλ, από αυτούς που δεν συναντούμε συχνά στο θέατρο.
σχόλια