Tο Fondation Cartier pour l’Art Contemporain παρουσιάζει μια σπουδαία φυσιογνωμία της κολομβιανής καλλιτεχνικής σκηνής και της fiber art, την Όλγα ντε Αμαράλ, στην πρώτη της μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ευρώπη.
Η έκθεση συγκεντρώνει περίπου ογδόντα έργα που δημιουργήθηκαν από τη δεκαετία του 1960 έως τώρα, πολλά από τα οποία δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ πριν εκτός Κολομβίας.
Διάσημη παγκοσμίως καλλιτέχνιδα, η 92χρονη Αμαράλ, που ζει και εργάζεται στην Μπογκοτά, έγινε γνωστή για τις τρισδιάστατες εγκαταστάσεις της στις οποίες χρησιμοποιεί υλικά όπως φύλλα χρυσού, ίνες γυαλιού και χρώμα μαζί με παραδοσιακές ίνες. Κρεμασμένα στον τοίχο τα έργα της μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, ενώ όταν κρέμονται από την οροφή με διάφανα αρχιτεκτονικά στηρίγματα δημιουργούν χώρους διαλογισμού, περισυλλογής και προβληματισμού.
«Κάθε μικρή μονάδα που σχηματίζει την επιφάνεια δεν είναι απλώς σημαντική από μόνη της, αλλά είναι επίσης αντήχηση του συνόλου. Ομοίως, μέσα στο σύνολο αντηχεί κάθε μεμονωμένο στοιχείο», λέει.
Η έμπνευση της Αμαράλ προέρχεται από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των τοπίων της χώρας της, των προκολομβιανών υφασμάτων και των περίτεχνα πλεγμένων καλαθιών, των χρυσών κειμηλίων της Καθολικής Εκκλησίας και της γεωμετρικής αφαίρεσης. Τα μνημειακά έργα της έχουν αποκτήσει διεθνή φήμη, ωστόσο το έργο της σπάνια έχει παρουσιαστεί στην Ευρώπη. Αυτή η έκθεση προσφέρει μια ανανεωμένη και εξαντλητική ματιά στην καριέρα της και αποκαλύπτει τη βαθιά πολυπλοκότητα της καλλιτεχνικής της πρακτικής.
Χωρίς να υιοθετεί αυστηρά χρονολογική σειρά, ρίχνει φως στις διάφορες περιόδους που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική της πορεία: από τις επίσημες εξερευνήσεις της χρήσης πλέγματος και χρώματος έως τους πειραματισμούς της με τα υλικά και την κλίμακα, καθώς και τις επιρροές της, όπως η κονστρουκτιβιστική τέχνη, τα λατινοαμερικανικά χειροτεχνήματα και η προκολομβιανή εποχή.
Από τα πιο αξιοσημείωτα είναι τα έργα με φύλλα χρυσού και χρώμα. «Ζω το χρώμα. Ξέρω ότι είναι μια ασυνείδητη γλώσσα και την καταλαβαίνω. Το χρώμα είναι σαν φίλος, με συντροφεύει», λέει.
Γεννήθηκε το 1932 στη Μπογκοτά, σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Colegio Mayor de Cundinamarca και στη συνέχεια Κλωστοϋφαντουργία στην Ακαδημία Τέχνης Cranbrook στο Μίσιγκαν, από όπου αποφοίτησε το 1955. Τιμήθηκε με το Guggenheim Fellowship το 1973 και έχει εκθέσει στο Musée d'Art Moderne στο Παρίσι, στην κολομβιανή πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο.
Από τη δεκαετία του 1960, επεκτείνει τα όρια του μέσου της κλωστοϋφαντουργίας, πειραματιζόμενη συνεχώς με διαφορετικά υλικά, λινό και βαμβάκι, αλογότριχες και gesso, φύλλα χρυσού και το σπάνιο, ασημόγκριζο με έντονη μεταλλική λάμψη, παλλάδιο.
Το αταξινόμητο έργο της αντλεί εξίσου από τις μοντερνιστικές αρχές που ανακάλυψε στην Ακαδημία Τέχνης Cranbrook στις Ηνωμένες Πολιτείες και από τις παραδόσεις της χώρας της, καθώς και από την προκολομβιανή τέχνη. Στις ΗΠΑ ανακάλυψε την υφαντουργία στο εργαστήριο υφαντικής της Marianne Strengell, μιας Φινλανδοαμερικανίδας καλλιτέχνιδας και σχεδιάστριας.
Όταν το 1954 βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αμαράλ ανέπτυξε ένα βαθύ ενδιαφέρον για το χρώμα και τόλμησε ριζοσπαστικούς πειραματισμούς με τα υλικά, τη σύνθεση και τη γεωμετρία. Μετά την επιστροφή της στην Κολομβία το 1955, συνδύασε τις τεχνικές που είχε μελετήσει με τις γνώσεις της για τα παραδοσιακά υφάσματα της χώρας της, σε ένα αυθόρμητο, εκφραστικό ύφος εμπνευσμένο από την ιστορία και τα τοπία της πατρίδας της: τα ψηλά οροπέδια των Άνδεων, τις κοιλάδες και τις απέραντες τροπικές πεδιάδες, από τις οποίες τα έργα της αντλούσαν μορφή και τόνο.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σε δύο μεγάλες σειρές που παρουσιάζονται στην έκθεση: τη σειρά «Estelas» («Αστέρια») και την «Brumas» («Ομίχλες»). Τα «Estelas» παίρνουν τη μορφή επιχρυσωμένων στηλών οι οποίες αποτελούνται από μια άκαμπτη υφαντή δομή από βαμβάκι που καλύπτεται πρώτα από ένα παχύ στρώμα gesso και έπειτα από ακρυλικό χρώμα και φύλλα χρυσού, που κρύβουν κάθε ίχνος του υφάσματος.
Στη δεκαετία του 1970, μέσω της φίλης της, κεραμίστριας Lucie Rie, ανακάλυψε την ιαπωνική τεχνική του kintsugi, η οποία συνίσταται στην επισκευή αντικειμένων αναδεικνύοντας τις ρωγμές και τα σημεία που σπάζουν χρησιμοποιώντας χρυσό. Αυτό το μέταλλο έγινε γρήγορα ένα από τα αγαπημένα της υλικά, επιτρέποντάς της να μεταμορφώσει το ύφασμα σε μια αστραφτερή επιφάνεια, που διαθλά και αντανακλά το φως.
Το 2013 ξεκίνησε τη σειρά με τίτλο «Brumas», που αποτελείται από διαφανή υφάσματα τα οποία κινούνται ελαφρώς και δείχνουν απλά γεωμετρικά μοτίβα ζωγραφισμένα απευθείας στις βαμβακερές κλωστές. Μοιάζουν με ένα σύννεφο, με μια ομιχλώδη βροχή καθαρού χρώματος.
Το Fondation Cartier ανασύρει και συνθέτει στους χώρους του ολόκληρη την καριέρα της, τιμώντας μια καλλιτέχνιδα που βοήθησε να πυροδοτηθεί μια πραγματική επανάσταση στις τέχνες της κλωστοϋφαντουργίας. Σε αυτή την έκθεση αναδεικνύεται η τόλμη της τέχνης της κλωστοϋφαντουργίας, που περιθωριοποιήθηκε λόγω της πρόσληψής της ως διακοσμητικής τέχνης που ασκείται ουσιαστικά από γυναίκες.
Συνυφασμένη με τη δυναμική της αφηρημένης τέχνης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η φιλόδοξη παραγωγή της Αμαράλ αποκλίνει από το συμβατικό πλαίσιο της παραδοσιακής ταπισερί και στα έργα της που παρουσιάζονται διαφαίνεται ιδιαίτερα η ζωτική της συμβολή στην καλλιτεχνική πρωτοπορία των δεκαετιών 1960, ’70 και ’80.