Το Λονδίνο υποδέχεται την Ελέν ντε Μποβουάρ, τη λιγότερο διάσημη αδελφή της Σιμόν, και παρουσιάζει την πρώτη της ατομική έκθεση στη βρετανική πρωτεύουσα με τίτλο «Hélène de Beauvoir: The Woman Destroyed» στην γκαλερί Amar.
Ο ιδρυτής της γκαλερί, Amar Singh, χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από την εφημερίδα «The Telegraph» ως «ένας προνοητικός έμπορος τέχνης» για το γεγονός ότι συνεχώς ανακαλύπτει παραμελημένους καλλιτέχνες.
Η έκθεση παρουσιάζει πίνακες και έργα σε χαρτί της Ελέν ντε Μποβουάρ από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1980.
Προετοιμάζοντας την έκθεση, επί τρία χρόνια ο γκαλερίστας συναντούσε πρόσωπα σε όλο τον κόσμο που τον έκαναν να ανακαλύψει πόσο σημαντική ήταν η Ελέν για την αδελφή της και για το παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα. Ήταν το ίδιο ριζοσπαστική και παραγωγική με τη Σιμόν, τόσο ως φεμινίστρια όσο και ως ζωγράφος.
Η στενή φίλη των αδελφών ντε Μποβουάρ, Κλοντίν Μοντέιγ, που έχει γράψει έξι βιβλία γι' αυτές, γράφει ότι η Ελέν ζωγράφισε πίνακες για τη φοιτητική εξέγερση του 1968, για το γυναικείο ζήτημα τη δεκαετία του ’70, για γυναίκες μετανάστριες που έχασαν τα πάντα, για την υπεράσπιση της φύσης και του περιβάλλοντος και την καταπίεση ζώων και γυναικών.
Ο Πικάσο μίλησε με θερμά λόγια για εκείνη όταν είδε την πρώτη έκθεσή της στο Παρίσι το 1936, ωστόσο έμεινε για δεκαετίες αφανής. Εκτός από την καλλιτεχνική της δραστηριότητα, υπήρξε πρόεδρος ενός καταφυγίου για γυναίκες και υπέγραψε το 1971 το περίφημο, ιστορικό Μανιφέστο των 343 Γυναικών, στο οποίο οι υπογράφουσες παραδέχονταν ότι είχαν κάνει παράνομα άμβλωση.
Η Ελέν ντε Μποβουάρ δήλωνε φεμινίστρια πριν από την αδελφή της και με τη Σιμόν είχαν μια στενή σχέση με πολλές διακυμάνσεις. Υποστήριζε η μια την άλλη, αλλά δεν έλειπαν οι διαφωνίες, οι καβγάδες και οι ζήλιες. Μάλιστα, ο γκαλερίστας της λέει πως, όταν ο Σαρτρ αρνήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και οι παπαράτσι τον κυνηγούσαν παντού, το σπίτι της Ελέν στην Αλσατία έγινε το καταφύγιό του.
Οι δυο αδελφές συνεργάστηκαν μία και μοναδική φορά, το 1967 στο βιβλίο της Μποβουάρ «The Woman Destroyed» («La femme rompue»), που στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τίτλο «Η προδομένη γυναίκα» από τις εκδόσεις Γλάρος (1977). Πρόκειται για τρεις ιστορίες για τη φθορά του πάθους, στις οποίες η Σιμόν ντε Μποβουάρ μάς παρασύρει στη ζωή τριών γυναικών, που είναι όλες πέρα από την πρώτη τους νεότητα, όλες αντιμέτωπες με απροσδόκητες κρίσεις.
Η Ελέν δημιούργησε για την έκδοση μια σειρά χαρακτικών για να αποδώσει τα συναισθήματα μιας από τις ηρωίδες, της οποίας ο σύζυγος παραδέχεται ότι την απατά. Τα έργα εκτέθηκαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Elle». Μια σπάνια πρώτη έκδοση του βιβλίου θα αποτελέσει μέρος της έκθεσης, μαζί με 13 ελαιογραφίες και 9 υδατογραφίες που καλύπτουν την καλλιτεχνική πορεία της Ελέν – το ταξίδι της από το φορμαλιστικό προς το αφηρημένο, συχνά με φεμινιστικά και περιβαλλοντικά θέματα.
Η στενή φίλη των αδελφών ντε Μποβουάρ, Κλοντίν Μοντέιγ, που έχει γράψει έξι βιβλία γι' αυτές, γράφει ότι η Ελέν ζωγράφισε πίνακες για τη φοιτητική εξέγερση του 1968, για το γυναικείο ζήτημα τη δεκαετία του ’70, για γυναίκες μετανάστριες που έχασαν τα πάντα, για την υπεράσπιση της φύσης και του περιβάλλοντος και την καταπίεση ζώων και γυναικών.
Η Κλοντίν Μοντέιγ ήταν μια απογοητευμένη ακτιβίστρια όταν πρωτογνώρισε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, που ήταν 42 χρόνια μεγαλύτερή της, ενώ το 1970, όταν ήταν 20 ετών, μαζί με άλλες γυναίκες «άφησαν το φοιτητικό κίνημα και ίδρυσαν το κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών». Η Σιμόν ήταν τότε από τις πιο διάσημες γυναίκες στον κόσμο, ενώ η αδελφή της, Ελέν, ήταν παντρεμένη με έναν διπλωμάτη και ζούσε κοντά στο Στρασβούργο.
Η Σιμόν πάντα προστάτευε την Ελέν και όταν άρχισε να κερδίζει έναν μικρό μισθό από τη διδασκαλία στα 20 της, ξόδεψε τον μισό νοικιάζοντας ένα μικρό στούντιο για να ζωγραφίζει η αδελφή της. Η πρώτη ατομική έκθεση της Ελέν στο Παρίσι το 1936 –προτού εκδοθούν τα βιβλία της Σιμόν– έγινε στην Galerie Jacques Bonjean, συνιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο Κριστιάν Ντιορ πριν ασχοληθεί με τη μόδα. Εκεί ο Πικάσο είπε ότι το έργο της ήταν πρωτότυπο, γιατί είχε βαρεθεί τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο αυτοβιογραφικό της έργο «Όσα είπαμε κι όσα κάναμε» («Tout compte fait», 1972) γράφει ότι η συνεργασία της με την Ελέν ήταν κάτι που επιθυμούσε από καιρό. Η Ελέν έγραψε για την αδελφή της στο βιβλίο της «Αναμνήσεις» («Souvenirs»), όπου ανακαλεί πως τα πρώτα χρόνια διάλεξε τον επαγγελματικό δρόμο της ζωγράφου, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή της προτίμησε να γράφει: «Ήμουν η πρώτη της αναγνώστρια… και εγώ έκανα σχέδια».
Η Κλοντίν Μοντέιγ στο βιβλίο της «The Beauvoir Sisters» τονίζει πως αυτές οι δύο εξαιρετικές γυναίκες συνεργάστηκαν για να βοηθήσουν στην εκκίνηση του σύγχρονου γυναικείου κινήματος και να αφήσουν το σημάδι τους στον κόσμο.
Με πληροφορίες από Amar Gallery, Guardian