Χρειάστηκαν σχεδόν 20 χρόνια, ένα γερό lockdown και ένα fast track ζόρισμα στις διαφημιστικές δαπάνες των καναλιών για να αποφασίσει η ελληνική τηλεόραση να βουτήξει ξανά βαθιά στον κόσμο των reality. Ξεθάφτηκαν παλιά projects με φρεσκαρισμένους τίτλους και από πέρσι τον Αύγουστο και μετά, τα reality shows –και τα «σπίτια» τους- πανωσηκώνονται έξω από την Αθήνα, στην ευρύτερη περιφέρεια, σε εξωτικά νησιά.
Κανείς δεν (παραδέχεται ότι) τα βλέπει –και η αλήθεια είναι ότι κάποια, ευτυχώς τα πιο trash από αυτά έχουν πάει άπατα- όμως, οι δείκτες τηλεθέασης και το εκδικητικό Twitter έχουν άλλη γνώμη κάθε βράδυ, ομολογώντας το αληθινό guilty pleasure του κοινού, που μπορεί με ευκολία να ομολογεί πια ότι χαζεύει στο Pornhub, αλλά Big Brother έβλεπε στα κρυφά, στη μικρή τηλεόραση, της κουζίνας.
Ας γραφτεί, ωστόσο, έστω και κάπως τρυφερά, για να απενοχοποιηθεί η ιστορία και να πάμε παρακάτω, ότι το πρόβλημα δεν είναι αν βλέπει κανείς αυτά τα προγράμματα, αλλά ποιος τα βλέπει. Και τι ακούει και τι καταλαβαίνει. Γιατί εδώ και καιρό, εκεί που απαπά κανείς δεν βλέπει, συμβαίνουν μικρές και μεγαλύτερες ντροπές, αλλά επειδή όλοι είμαστε του Πανεπιστημίου και του Τρίτου Προγράμματος, το πρωί κάνουμε τους ανήξερους και τους εστέτ και το βράδυ δοκιμάζουμε φτηνές χαρές και εν τοις πράγμασι βαριές λύπες διάφορες.
Ο Χριστός, η Παναγία, ο αγιασμός, η σημαία και η Ελλάδα μας. Μπορείς να είσαι όσο κακός θέλεις, να εξυφαίνεις όσες ίντριγκες αντέχεις, να συμμετέχεις σε ό,τι ασχήμια υπάρχει, αλλά να είσαι «θρήσκος» και «πατριώτης» και να σου συγχωρούνται τα πάντα. Είναι μια old school τακτική σε τέτοιου είδους τηλεοπτικά εγχειρήματα που κερδίζει πάντα.
Αν μετρούσαμε αντίστροφα σε ένα rank συναισθημάτων και διαπιστώσεων, από το πιο αδιάφορο, ίσως και αστείο, μέχρι το πιο βαρύ και το παθογενές, τα πράγματα θα πήγαιναν κάπως έτσι.
Διαπίστωση Νο 10: Κανονικά θα έπρεπει να υπάρχει όρος, τουλάχιστον στα μουσικά talent shows, ότι κάποια τραγούδια δεν θα τα ακουμπάει κανείς. Από το «Βουνό» μέχρι την «Κιβωτό» και από το «Πάτωμα» μέχρι τα «Στερεότυπα» καλό θα ήταν να πέφτει φρένο για την ασφάλεια όλων. Κανένα του Στράτου Διονυσίου. Κανένα του Αδαμαντίδη. Όχι Καζαντζίδη, όχι Βιτάλη. Δεν είναι κακό ένας «μαθητής» τέτοιας ακαδημίας να μη θέλει να τραγουδήσει το «Ντύσου πρόχειρα και βγάλε το κραγιόν σου», επειδή, ναι, ο Κορκολής είναι μεγάλος καλλιτέχνης και δεν πρέπει να ειπωθεί τέτοια ασέβεια δημοσίως. Επί της ουσίας, όμως, έχουμε να κάνουμε με ψευτοσεβασμούς και δημόσιες σχέσεις που δεν βοηθούν κανέναν. Σε τελική ανάλυση κι ο μέγας Χατζιδάκις έγραψε το «Γκρι Γατί», αλλά δεν τον μνημονεύουμε γι’ αυτό. Και λογικά, ούτε και εκείνος θα το ‘θελε.
Η Πηνελόπη από το House of Fame "ερμηνεύει" το «Πάτωμα»
Διαπίστωση Νο 9: Πόσο νεαρά άτομα, πόσο περισσή κακία. Μα, πού τη βρίσκουν; Τι φταίει και το μυαλό τους δουλεύει κυρίως ανάποδα; Και όχι, δεν πρόκειται περί «στρατηγικής». Κακία σκέτη είναι, ας το δούμε λίγο, μήπως και βρούμε τι φταίει όλο και μικρότερος σε ηλικία κόσμος κολυμπάει σε τόσο τοξικά νερά. Ναι, οι «κακοί» της υπόθεσης εξυπηρετούν την πλοκή, την κόντρα, την αναμπουμπούλα, αλλά οι φωτισμένοι της παραγωγής όλο και θα έχουν παρατηρήσει, εδώ και καιρό, ότι το τηλεοπτικό κοινό αγαπά τους «καλούς» της υπόθεσης. Με λίγα λόγια, δεν είναι ακριβώς σίγουρο ότι μια μικροκοινωνία «αγγέλων» θα ήταν και τόσο βαρετή τελικά. Αφού, όπως τόσα χρόνια προπαγανδίζουν οι διευθυντές προγράμματος –και οι παρουσιαστές- τα reality είναι μικρογραφία της κοινωνίας (σ.σ.: πολύ κακό αυτό, αν ισχύει), ε, τότε ίσως θα έχουν ακουστά τα ζόρια των τελευταίων ετών της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας, που διψάει για καλούς χαρακτήρες και ωραία πρότυπα.
Διαπίστωση Νο 8: Λίγοι κοιμούνται με το λεξικό του Κριαρά και τη γραμματική του Τζάρτζανου κάτω από το μαξιλάρι και όλοι κάνουμε λάθη. Γραμματικά, συντακτικά, άρθρωσης και εκφοράς. Όμως, ας το παραδεχτούμε: ειδικά στα reality –και τώρα πια σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής τηλεόρασης-έχουμε να κάνουμε με τα χειρότερα ελληνικά που ακούστηκαν ποτέ από καταβολής τηλεόρασης. Ο κόσμος (εκεί) στη συντριπτική του πλειονότητα δεν μπορεί να αρθρώσει πρόταση, χωρίς εκκωφαντικά λάθη. Λέξη! Όσο για τα απλά ιστορικά γεγονότα, για φυσιογνωμίες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, διάσημους -όχι του lifestyle, της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας-, ε, εκεί μιλάμε για μία τέλεια σαλάτα. Πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις, αλλά και ρητά, ελληνικά και αγγλικά, είναι ανακατεμένα με το multi στο κεφάλι των παικτών και με όσα εκστομίζονται, ξεχνάει κανείς κι αυτά που ξέρει... Κάποιος καλόβολος και διόλου απαιτητικός θα το βρει χαριτωμένο, άντε και λίγο ανόητο. Αλλά οι καλόβολοι στις μέρες μας είναι μειοψηφία.
Διαπίστωση Νο 7: Η πιο ντροπιαστική ίσως, αλλά έχει κι αυτή την αξία της και την εντοπίζει ο τηλεθεατής με τεράστια απογοήτευση –και αηδία- στους μαγειρικούς τηλεοπτικούς διαγωνισμούς. Υπάρχει θέμα με την υγιεινή και την καθαριότητα. Δεν είναι ότι υπάρχει έλλειμμα γνώσεων, υπάρχει αδιαφορία. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει σχεδόν τα πάντα: από βρώμικα νύχια και αίμα στους πάγκους και τα σκεύη της κουζίνας, μέχρι μακριές, πλούσιες κομμώσεις και μοιραίες φράντζες να πηγαινοέρχονται πάνω από τις κατσαρόλες. Εκεί ξυπνά και μια αγωνία από την πλύση εγκεφάλου περί «μικρογραφίας της κοινωνίας». Μήπως τέτοια συμβαίνουν και στο αγαπημένο μας εστιατόριο; Πόσα μοσχαράκια κοκκινιστά έχουν προσγειωθεί στο πιάτο μας που κάποιο υλικό τους είχε βολτάρει πρώτα στο λάθος σημείο;
Διαπίστωση Νο 6: Έχουμε να κάνουμε με τη γενιά του «δώστε μου μια ευκαιρία ακόμα, δεν έχω δώσει ακόμη το 100% μου»; Ή την άλλη την καλύτερη που δεν αντέχει την κριτική και τις διορθώσεις; Ανεξαρτήτως της φύσης του reality, τα δύο τελευταία χρόνια, δεν έχει υπάρξει υποψήφιος σε διαγωνιστικού τύπου project που να κρίθηκε ή και να απορρίφθηκε και να ήταν OK με τα λάθη του. Αυτός που απαιτεί μια ευκαιρία ακόμα, παραδοσιακά είναι αυτός με τα χειρότερα πιάτα, τα χειρότερα performances, τις χειρότερες απόπειρες γενικώς σε οτιδήποτε. Το ωραιότερο είναι ότι όποιος αποπειράθηκε να τον διορθώσει ή να τον απορρίψει βρήκε και τον μπελά του. Με την ανεργία στα ύψη είναι λογικό οι περισσότεροι από τους διαγωνιζόμενους να έχουν μικρή εργασιακή εμπειρία. Ίσως απουσιάζει η πικρή πείρα της σκληρής κριτικής ακόμη και όταν έχεις κάνει τη δουλειά σου σωστά, η μηδενική «δεύτερη ευκαιρία» σε περίπτωση λάθους, οι διορθώσεις που δεν γίνονται με χάρη και ευγένεια, αλλά παρουσία αρένας στον εργασιακό χώρο. Υπό μία έννοια, αυτές οι συμπεριφορές κρύβουν και μια κάποια υγεία σε ό,τι αφορά το νέο «συνδικαλίζεσθαι» και τις ανοχές στο εργασιακό bullying. Αλλά και πάλι το να μην μπορείς να αναγνωρίσεις το λάθος σου και να αδυνατείς να δουλέψεις συντεταγμένα είναι πρόβλημα –πώς να γίνει τώρα;- στην αγορά εργασίας.
Διαπίστωση Νο 5: Ο σεξισμός, ο ρατσισμός, το τέλος της πολιτικής ορθότητας στο πιάτο. Από το ακραίο μισογυνικό σχόλιο παίκτη reality που ήθελε να «αδειάσει το πακέτο, για να μη βιάσει καμία», μέχρι τα ομοφοβικά αστεία, ο κόσμος των reality βρίθει ντροπιαστικών ή έστω ενοχλητικών δηλώσεων και περιστατικών. Ο ένας θεωρεί ότι είναι εντάξει να πιέζεις μια γυναίκα να κάνει κάτι μαζί σου, ασχέτως αν σε έχει απορρίψει άπειρες φορές ευγενικά, ο άλλος θεωρεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να κρίνεις την εξωτερική εμφάνιση και να μετράς τις μπουκιές ενός ανθρώπου και ο τρίτος δεν βρίσκει κανένα μεμπτό στο να αναμοχλεύεται συνεχώς το θέμα της εθνικότητας ενός συμπαίκτη του. Μιλάμε για ισοπέδωση όσων ξέρουμε, νιώθουμε, υποστηρίζουμε με νύχια και με δόντια. Όσο για τις ομοφοβικές / πατριαρχικές κορώνες σε prime time ώρες, αυτές είναι το αλατοπίπερο στην καρδιά του χαλασμένου μαρουλιού.
Διαπίστωση Νο 4: Η καταραμένη προσευχή του gossip. Παντού στον πολιτισμένο κόσμο, το κουτσομπολιό θεωρείται Νο 1 τοξική συμπεριφορά, ανασταλτική της δημιουργικότητας στους εργασιακούς χώρους, κακοποιητική πρακτική που ενίοτε διώκεται αρμοδίως. Στην ελληνική τηλεόραση και ειδικά στα projects των reality είναι απλώς Δευτέρα. Είναι απολύτως θεμιτό το να κράζεις ιδιωτικώς και να αγκαλιάζεις δημοσίως, είναι απλά «εμείς» σε όλη την κακοφορμισμένη πολιτεία μας. Το μόνο καλό στην περίπτωση των reality είναι ότι ο κακοήθης δεν μπορεί να κρυφτεί, δεν μπορεί να βγάλει τον παραπονούμενο τρελό, δεν μπορεί να διαψεύσει τους πάντες και να βγει «λάδι». Εδώ υπάρχουν κάμερες.
Διαπίστωση Νο 3: Ο Χριστός, η Παναγία, ο αγιασμός, η σημαία και η Ελλάδα μας. Μπορείς να είσαι όσο κακός θέλεις, να εξυφαίνεις όσες ίντριγκες αντέχεις, να συμμετέχεις σε ό,τι ασχήμια υπάρχει, αλλά να είσαι «θρήσκος» και «πατριώτης» και να σου συγχωρούνται τα πάντα. Είναι μια old school τακτική σε τέτοιου είδους τηλεοπτικά εγχειρήματα που κερδίζει πάντα. Το τηλεοπτικό κοινό για κάποιον λόγο αγαπά, πιστεύει και στηρίζει αυτές τις περσόνες. Κι αυτό κάτι λέει για το κοινό. Όχι για τον «παίκτη».
Διαπίστωση Νο 2: Το τέλος της αξιοπρέπειας. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα reality επιβίωσης, αξίζει να αναγνωρισθεί ότι μέχρι πρότινος είχαν ένα τίμιο concept. Περισσότερα αγωνίσματα, λιγότερο μπλα μπλα. Ας μη στάθουμε στο ότι αυτή η τελευταία εξίσωση έχει έρθει τούμπα. Ας σταθούμε στον βαθμό δυσκολίας που μοιάζει με πραγματική τιμωρία από τον παραγωγό. Άνθρωποι λιμοκτονούν, αρρωσταίνουν, τραυματίζονται σοβαρά, δεν έχουν καν πρόσβαση σε WC και τρεχούμενο νερό, αλλά πρέπει να τρέξουν, κολυμπήσουν, ισορροπήσουν με έπαθλο ένα σουβλάκι. Τι συζητάμε τώρα; Γιατί κάποιος να υποφέρει τόσο πολύ έστω και για 200.000 ευρώ. Ας το πούμε ωμά: μιλάμε για το τέλος της αξιοπρέπειας.
Διαπίστωση Νο 1: Ποιον κοροϊδεύουμε, όταν υποτιμούμε αυτά τα προγράμματα; Κάθε φορά που ανοίγει η πλατφόρμα για δηλώσεις συμμετοχής στα περισσότερα από αυτά, χιλιάδες συμπληρώνουν τη σχετική αίτηση. Ούτε ένας ούτε δύο. Χιλιάδες; Ποιοι είναι αυτοί οι χιλιάδες; Όλοι πλέον ξέρουμε κάποιον που δήλωσε συμμετοχή για μοντέλο, για μάγειρας, για εραστής, για θηριοδαμαστής και μαχίμι της άγριας ζωής. Κάποιοι θα ξεχωρίσουν, κάποιοι θα κερδίσουν, κάποιοι θα εμπλακούν με τον ευρύτερο χώρο του θεάματος, οι περισσότεροι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα αποκλειστούν. Κάποιοι έκαναν ή συνεχίζουν να κάνουν καριέρα, επειδή κάποτε δήλωσαν συμμετοχή σε ένα reality. Ας αφήσουμε τους αφορισμούς, λοιπόν. Μέχρι να ξεφουσκώσει (και πάλι) το trend, μέχρι να γίνει επιτέλους NETFLIX και η ελληνική τηλεόραση (wishfull thinking), ας φύγουν από τη μέση τα χειρότερα από αυτά τουλάχιστον μαζί με τον αναχρονισμό και την παθογένεια που κουβαλάνε. Να κάτι που μπορούν να εγγυηθούν οι υπεύθυνοι casting όλων αυτών των projects.