Το ντοκιμαντέρ «Hating Peter Tatchell» του Κρίστοφερ Άμος, συμπαραγωγή με το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μελβούρνης, ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλέον πολιτικές ταινίες με ΛΟΑΤΚΙ θεματολογία για το 2021, από όσες τουλάχιστον ανέβηκαν φέτος στην εν λόγω πλατφόρμα του Netflix. Εκτός από τον ίδιο τον διαβόητο Βρετανοαυστραλό ακτιβιστή, τους πρώτους ρόλους κρατούν ο Ίαν Μακ Κέλεν, στον οποίο αφηγείται τον βίο και την πολιτεία του υπό μορφή συνέντευξης, ο Στίβεν Φράι και ο Τζορτζ Κάρει, αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι μεταξύ 1991-2002, με τον οποίο είχε αντιπαρατεθεί έντονα ο Τάτσελ και που πια τα έχουν «βρει», άσχετα αν έχουν ακόμα διαφωνίες! Ανάμεσα στα εμφανιζόμενα πρόσωπα είναι ο Κρις Σμιθ, ο πρώτος ανοιχτά γκέι υπουργός και οι βετεράνοι ρόκερ Τομ Ρόμπινσον και Έλτον Τζον, ο οποίος μαζί με τον σύζυγό του Ντέιβιντ Φέρνις συμμετέχουν επίσης στην παραγωγή. Μέσα από τη ζωή και τη θυελλώδη δράση του 69χρονου σήμερα Τάτσελ, το φιλμ διατρέχει παράλληλα μισόν αιώνα ΛΟΑΤΚΙ ιστορίας και κοινωνικών κινημάτων.
Το όνομα του «πιο μισητού ανθρώπου στη Βρετανία» έχει ταυτιστεί με τον ΛΟΑΤΚΙ ακτιβισμό και όχι άδικα, καθώς, παρότι αμφιλεγόμενη περσόνα, η προσφορά του είναι ανεκτίμητη: όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα τον βρεις, από το Gay Liberation Front και το πρώτο Pride του Λονδίνου (1/7/1972), τις διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομική καταστολή και το gay bashing μέχρι τις μεγάλες κινητοποιήσεις κατά της ομοφοβικής πολιτικής της Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, τους αγώνες για το AIDS έως εκείνους για τη συμπεριληπτική εκπαίδευση και τον γάμο. Εκείνος ουσιαστικά εμπνεύστηκε την πολυσυζητημένη πρακτική του outing που ξεκίνησε η οργάνωση Outrage! (δημόσια διαπόμπευση επώνυμων «κρυφών» ομοφυλόφιλων), την καμπάνια «Stop Murder Music» όπου κατήγγειλε Αφροτζαμαϊκανούς μουσικούς σαν τον Buju Banton για στίχους που προέτρεπαν σε ομοφοβική βία και άλλες, με πιο πρόσφατη αυτή για την απόδοση ασύλου σε ΛΟΑΤΚΙ πρόσφυγες, τους οποίους συνδράμει και το ίδρυμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων Peter Tatchell Foundation που δημιούργησε το 2011. Και μαζί με αυτά πλήθος άρθρα, από τους «Gay Times» και το «Attitude» μέχρι τον «Guardian» και την «Independent», πολιτικά μανιφέστα, βιβλία, ομιλίες, συνεντεύξεις, τηλεοπτικές εμφανίσεις, βραβεύσεις…
«Μην αποδέχεσαι τον κόσμο ως έχει. Ονειρέψου πώς θα μπορούσε να είναι κι έπειτα κάνε τον να συμβεί».
Τίποτε δεν προδίκαζε αυτή την εξέλιξη για το μοναχοπαίδι δύο μεροκαματιάρηδων από τη Μελβούρνη –ο πατέρας τεχνίτης, η μάνα εργάτρια–, μεγαλωμένο σε ένα θρησκόληπτο, υπερσυντηρητικό περιβάλλον. Ο γάμος δεν πήγε καλά, η μητέρα του γρήγορα χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε. Ούτε ο πατριός του ήταν πλούσιος, ήταν επιπλέον αυταρχικός, τον κακοποιούσε και τον εξανάγκασε στα 16 του να εγκαταλείψει το σχολείο για να συμβάλει στα οικονομικά του σπιτιού. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αγγλία, όπου πήρε πτυχίο Κοινωνιολογίας εργαζόμενος παράλληλα σε διάφορες δουλειές, ώσπου συνδύασε τον ακτιβισμό με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης τον έτρωγε από έφηβο, σε μια εποχή καταιγιστικών εξελίξεων όπως η δεκαετία του ’60 και όταν συνειδητοποίησε τη σεξουαλική του ταυτότητα, γρήγορα είδε την πολιτική της διάσταση –υπόψη ότι τον καιρό εκείνο η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα στην Αυστραλία, όπως και σε όλη τη Βρετανική Κοινοπολιτεία–, και την έκανε σχεδόν «επάγγελμα», όπως τον κακολογούν οι πολυάριθμοι εχθροί που έκανε έκτοτε.
Γεγονός είναι ότι η φήμη και η αναγνώριση που απέκτησε προτού φτάσει να γίνει η ζωή του ταινία καθόλου δεν του χαρίστηκαν. Αντιμετώπισε επανειλημμένα εξυβρίσεις, απειλές, μηνύσεις, συλλήψεις, κρατητήρια, ακόμα και προπηλακισμούς που γίνανε άσχημο ξύλο σε κάποιες περιπτώσεις, αφήνοντάς του μόνιμες βλάβες. Έχει πλέον, όπως εξομολογείται, προβλήματα συγκέντρωσης και δυσκολίες στην όραση και τη γραφή, δηλώνει εντούτοις τυχερός συγκριτικά με άλλους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν είτε δολοφονήθηκαν. Γεγονός είναι, επίσης, ότι επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια τέτοιο θράσος, τόλμη και αποκοτιά ώστε ακόμα και οι αντίπαλοί του αναγνωρίζουν αυτό που και ο Τομ Ρόμπινσον λέει με στόμφο στο ντοκιμαντέρ: ότι ο άνθρωπος αυτός «δεν κωλώνει πουθενά», είναι ένας πραγματικά «γενναίος καργιόλης»! Ο Ίαν Μακ Κέλεν κι ο Στίβεν Φράι, πάλι, τον βρίσκουν «χαρισματικό περφόρμερ με πηγαίο καλλιτεχνικό ταλέντο», εξού η θεατρικότητα που συχνά –και σκόπιμα– πλαισιώνει τις δράσεις του.
Στις πιο διάσημες από αυτές συγκαταλέγονται η παρέμβαση με πλακάτ και φυλλάδια υπέρ των γκέι δικαιωμάτων στη διάρκεια του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας 1973 στο Ανατολικό Βερολίνο, κάτι πρωτοφανές για κομμουνιστική χώρα, το σκηνικό στον καθεδρικό του Καντέρμπουρι όπου διέκοψε την πασχαλινή λειτουργία στηλιτεύοντας την υποκριτική στάση του αρχιεπισκόπου Τζορτζ Κάρεϊ και της Αγγλικανικής Εκκλησίας απέναντι στους ΛΟΑΤΚΙ και αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του ίδιου και άλλων δέκα επισκόπων (1992), οι δύο επεισοδιακές του απόπειρες να συλλάβει(!) ως βασανιστή τον ακραία ομοφοβικό πρόεδρο της Ζιμπάμπουε Ρόμπερτ Μουγκάμπε στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες αντίστοιχα, φυσικά και οι τρεις «καταδρομικές επιχειρήσεις» του στη Μόσχα που στην ταινία αναφέρει ως τις πλέον παρακινδυνευμένες: ήταν παρών στην πρώτη απόπειρα Pride το 2006, στη διαμαρτυρία για την απαγόρευση της εκδήλωσης την επόμενη χρονιά οπότε του επιτέθηκαν νεοναζί, στο Μουντιάλ του 2018 επίσης, όταν υποδυόμενος τον φίλαθλο σήκωσε πλακάτ στην Κόκκινη Πλατεία καταγγέλλοντας τις διώξεις των Ρώσων και των Τσετσένων ΛΟΑΤΚΙ. Οι πρώτες, μάλιστα, σκηνές της ταινίας είναι από την τελευταία εκείνη παρέμβαση. Όπως το ’07, έτσι και τότε συνελήφθη για να αφεθεί αργότερα ελεύθερος. Επόμενος «σταθμός» είναι, θα πει, το προσεχές Μουντιάλ του Κατάρ! «Η στάση μιας κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης για το πόσο σέβεται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα… Είμαστε τα καναρίνια στο ορυχείο», καθώς λέει ένα γνωστό του ρητό. Άλλη μια «τρέλα» του που δικαίως μνημονεύει ο Άμος, ήταν όταν ο Τάτσελ πήγε Αμερική το 2002 για να την «πέσει» στον θρύλο της πυγμαχίας Μάικ Τάισον, ζητώντας του να μην εκφράζεται ομοφοβικά και να στηρίξει δημόσια τους ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπους. Παραδόξως, τα κατάφερε: ο φοβερός και τρομερός «Iron Mike» έγινε ο πρώτος αθλητής τέτοιου βεληνεκούς που έκανε τέτοια δήλωση.
Όμως η δράση του Τάτσελ δεν περιορίστηκε στο queer κομμάτι, «αγκάλιασε» κάθε καταπιεζόμενη κοινωνική ομάδα. Ενταγμένος στα μαθητικά του χρόνια στη ριζοσπαστική αριστερά, συμμετείχε ενεργά στο αντιπολεμικό κίνημα όταν η Αυστραλία ενεπλάκη στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στη Βρετανία, που έμελλε να γίνει η δεύτερη πατρίδα του, κατέφυγε για να αποφύγει τη στράτευση, μια κίνηση που του άλλαξε τη ζωή, όχι όμως τις ιδέες. Όπως βλέπουμε και στην ταινία, έχει μεταξύ άλλων στηρίξει τους Αβορίγινες στην Αυστραλία, τον αγώνα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, έχει διαδηλώσει για τις δολοφονίες αμάχων τόσο από τον ισραηλινό στρατό όσο και από τη Χαμάς, για τον πυρηνικό αφοπλισμό, για την ελευθερία του Θιβέτ, εναντιώθηκε στον πόλεμο στο Ιράκ, έχει υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Συρία, την υπόθεση των Κούρδων, έφτασε δε να μηνύσει το 2002 τον πρώην Αμερικανό ΥΠΕΞ Χένρι Κίσινγκερ για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ και την Καμπότζη.
«Θύματα» των φασαριόζικων παρεμβάσεών του έχουν πέσει μέχρι ο Τόνι Μπλερ και ο Τζέρεμι Κόρμπιν, παρά την αμοιβαία συμπάθεια με τον δεύτερο και τη μακροχρόνια θητεία του Τάτσελ στους Εργατικούς, με τους οποίους έγραψε ιστορία ως ο πρώτος ανοιχτά γκέι υποψήφιος βουλευτής στη χώρα (1983). Πολεμήθηκε άγρια –τον χλεύασαν, του επιτέθηκαν, του πέταξαν πέτρες στα παράθυρα, του άφησαν μέχρι επιστολές με σφαίρες– και δεν κατάφερε να εκλεγεί αν και σε περιοχή-προπύργιο των Εργατικών, άνοιξε όμως τον δρόμο. Το 2004 εντάχθηκε στους «Πράσινους» του Green Party και ήταν να ξανακατέβει για βουλευτής αλλά εντέλει αποσύρθηκε λόγω θεμάτων υγείας, ίσως κι επειδή σκέφτηκε ότι θα ήταν χρησιμότερος «εκτός των τειχών». Πάντα εξάλλου πίστευε στον συνδυασμό θεσμικής και εξωθεσμικής δράσης: «Κάποιες φορές για να βρεις το δίκιο σου πρέπει να επιδιώξεις την οργή, τη σύγκρουση… Αν δεν μπορείς να παίξεις με τους κανόνες, απλώς τους καταπατάς».
Άθεος όσο και… αθεόφοβος, δεν χαρίζεται πουθενά: εκτός από την Αγγλικανική αλλά και την Καθολική Εκκλησία –είχε αποκαλέσει τον Πάπα Βενέδικτο «ιδεολογικό κληρονόμο των ναζί» που δημιουργεί «ψυχολογικά στρατόπεδα συγκέντρωσης» για τους ΛΟΑΤΚΙ–, στο στόχαστρό του βρέθηκαν επίσης ο Βρετανός αρχιραβίνος Ιμάνουελ Τζακομπόβιτς όταν είπε ότι οι ομοφυλόφιλοι χρειάζονται γενετική θεραπεία - «τα ίδια έλεγε κι ο Χίμλερ!», αντέτεινε, προκαλώντας σάλο–, οι «ισλαμοφασίστες» φονταμενταλιστές, μέχρι και το μετριοπαθές πλην συντηρητικό Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Βρετανίας, καλώντας ταυτόχρονα τους απανταχού μουσουλμάνους σε ανοιχτό διάλογο για τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Μαζί με άλλα μέλη του Outrage! διένειμε φυλλάδια τόσο έξω από τη Συναγωγή WMA στο Γουέστ Εντ όσο και έξω από το Τέμενος του Ανατολικού Λονδίνου όπου έκαναν παράσταση διαμαρτυρίας.
Οι μη βίαιες πλην όμως επιθετικές αυτές τακτικές, τις οποίες εμπνεύστηκε από τον Γκάντι, τα κινήματα των μαύρων και τις σουφραζέτες, δημιούργησαν παρεξηγήσεις και προκάλεσαν αντιδράσεις ακόμα και μέσα στην κοινότητα. Δέχτηκε έντονη κριτική από Αφρικανούς ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές αλλά και τη μουσουλμανική ΛΟΑΤΚΙ οργάνωση IMAAN, υπάρχουν ωστόσο και μαύροι όπως και μουσουλμάνοι ΛΟΑΤΚΙ που τον στηρίζουν και συνεργάζονται μαζί του. Μια δυναμική, πληθωρική, παρορμητική προσωπικότητα δεν είναι πάντα αγαπητή, κανείς εξάλλου δεν κατέχει το αλάθητο, όσο άξιος κι αν είναι. Έχουν κατά καιρούς χαρακτηρίσει τον Τάτσελ πατερναλιστή, ρατσιστή, αντισημίτη, ισλαμοφοβικό αλλά και εγωπαθή, αμετροεπή, αλαζόνα, επικρίσεις που επίσης αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ, με τον ίδιο να δράττει την ευκαιρία για να τις καταρρίψει εκ νέου, επιμένοντας ότι ουδέποτε κυνήγησε αρχηγιλίκια και ότι πάντα δρούσε συλλογικά, αλλιώς δεν θα πετύχαινε τίποτα. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν αμφισβητεί τη μαχητικότητα, την αφοσίωση, την επιδραστικότητα και την οργανωτική δεινότητά του, ούτε του καταλόγισαν ποτέ ότι εκμεταλλεύτηκε πράγματα για ίδιον όφελος.
Ας σημειωθεί ότι ο Τάτσελ έχει επίσης κατηγορηθεί –χωρίς, ωστόσο, στοιχεία– ως παιδόφιλος γιατί, παρότι καταδικάζει την αποπλάνηση ανηλίκων, υπερασπίζεται το δικαίωμά τους στον συναινετικό έρωτα, είχε δε ξεκινήσει καμπάνια να κατέβει το όριο ηλικίας συναίνεσης στα 14, αλλά και ως τρανσφοβικός από κάποια άτομα επειδή, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου, συνυπέγραψε το ’15 επιστολή κατά της «γραμμής» της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών να μη δίνεται χώρος σε διδάσκοντες που αμφισβητούν διεκδικήσεις τρανς ανθρώπων ή το δικαίωμα στη σεξεργασία. Αργότερα είπε ότι παρερμηνεύτηκε, διαβάζω πάντως ότι δέχτηκε και γι’ αυτό εξυβρίσεις και απειλές. Tα επεισόδια αυτά δεν θίγονται στην ταινία, ισχύει εντούτοις ότι όχι μόνο έχει συνηθίσει τις κάθε λογής επιθέσεις αλλά μάλλον τις διασκεδάζει κιόλας, όπως αποδεικνύει και ο τίτλος της «Hating Peter Tatchell» – η ελληνική μετάφραση «Πίτερ Τάτσελ - από το μίσος στην αγάπη» δεν είναι και η πλέον επιτυχημένη, παρότι μέσα στο θέμα.
Από τις συγκινητικότερες σκηνές του ντοκιμαντέρ –το οποίο δεν αποφεύγει μια ορισμένη μυθοποίηση, που αδικαιολόγητη, πάντως, δεν τη λες– είναι αυτές του Πίτερ με την ηλικιωμένη πια μητέρα του Μάρντι, με την οποία έχουν ιδιαίτερο δέσιμο. Μολονότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ομοφυλοφιλία είναι «λιγουλάκι» αμαρτία, είναι φανερό ότι λατρεύει τον γιο της, καμαρώνει κιόλας που έγινε διασημότητα. «Μην αποδέχεσαι τον κόσμο ως έχει. Ονειρέψου πώς θα μπορούσε να είναι κι έπειτα κάνε τον να συμβεί», είναι μια άλλη γνωστή του ρήση που ακούγεται στην ταινία και, όποια γνώμη κι αν σχηματίσεις για τον βίο και την πολιτεία του στα 91' που διαρκεί, την προτροπή αυτή, της οποίας έγινε o ίδιος ζωντανό παράδειγμα, πιστεύω θα τη συμμεριστείς.