Η νέα κινηματογραφική προσθήκη στον κατάλογο του Netflix βασίζεται στο μυθιστόρημα «Μόναχο» του Ρόμπερτ Χάρις, ο οποίος έστησε μια θριλερική ίντριγκα με φόντο την υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου το 1938.
Θυμίζουμε ότι η Γερμανία του Χίτλερ ήταν έτοιμη να κηρύξει τον πόλεμο στην Τσεχοσλοβακία για να προσαρτήσει τη Σουδητία, περιοχή όπου διέμεναν τρία εκατομμύρια Γερμανοί Σουδήτες.
Σε μια συνάντηση στο Μόναχο ανάμεσα στον Βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν, τον Γάλλο Εντουάρ Νταλαντιέ και τους Χίτλερ και Μουσολίνι αποφασίστηκε η παράδοση της Σουδητίας στο Γ’ Ράιχ, δίχως να παραστεί εκπρόσωπος της Τσεχοσλοβακίας. Ο Τσάμπερλεν, μάλιστα, έπεισε τον Χίτλερ να υπογράψουν κοινή δήλωση, στην οποία ο δεύτερος δήλωνε δημόσια ότι παραιτείται από κάθε εχθροπραξία με τις δύο χώρες στο μέλλον – μια δήλωση δίχως οιαδήποτε νομική δέσμευση.
Η κίνηση του Τσάμπερλεν έγινε στο πλαίσιο της επονομαζόμενης «πολιτικής κατευνασμού», που στόχο είχε την αποτροπή μιας πολεμικής σύρραξης. Ο Τσάμπερλεν, ένας, όπως λέγεται, τρομερά εγωιστής και συντηρητικός άνθρωπος και όχι ιδιαίτερα οξυδερκής πολιτικός, σταδιακά έχασε την αξιοπιστία του, καθώς ο Χίτλερ συνέχισε τις εχθρικές ενέργειες, με τα αποτελέσματα που όλοι ξέρουμε.
Εδώ ο Τσάμπερλεν παρουσιάζεται ως ένας φιλεύσπλαχνος, ιδεαλιστής ηγέτης, κάποιος που πιστεύει στις διακρατικές συμφωνίες κυρίων, μα ενεργεί και ως οσιομάρτυρας, δεχόμενος να καταστεί εξιλαστήριο θύμα εάν ο Χίτλερ δεν τηρούσε τη συμφωνία, μπροστά στο όφελος η διεθνής κοινή γνώμη να στραφεί εναντίον του δεύτερου.
Η πλειονότητα των ιστορικών δίνει αρνητικό πρόσημο στη συμφωνία, άλλοι γιατί εκτιμούν πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες εμπιστεύτηκαν αφελώς τον Χίτλερ, άλλοι επειδή του έδωσαν το περιθώριο να ενισχυθεί περισσότερο, κάποιοι γιατί είδαν σε αυτή μια προσπάθεια των Δυτικών να στραφεί το ναζιστικό καθεστώς προς τη Σοβιετική Ένωση – μια ερμηνεία που υιοθέτησε, φυσικά, και η σοβιετική πλευρά.
Πάντως, αν η συνδρομή της Βρετανίας και του Τσόρτσιλ υπήρξε καθοριστική για τη συντριβή των δυνάμεων του Άξονα στη συνέχεια, το εν λόγω Σύμφωνο και η φιγούρα του Τσάμπερλεν αποτελούν μια μελανή σελίδα για τους Βρετανούς.
Δεν ξέρουμε αν το Βrexit, με τις έντονες αντιδράσεις και το στίγμα που γέννησε, έφεραν και μια ανάγκη ανόρθωσης του βρετανικού φρονήματος ή αν απλώς το εθνικοπατριωτικό πνεύμα που το προκάλεσε κατέλαβε και το σινεμά τους, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά το King’s Man (2021) ακόμα μία παραγωγή ξαναδιαβάζει τα γεγονότα που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με πυρήνα και καταλύτη τους Βρετανούς και στόχο να εξάρει την βρετανική υπερηφάνεια. Βέβαια, το παρόν φιλμ σε σχέση με εκείνον τον ανυπόφορο αχταρμά είναι σαν τη νύχτα με τη μέρα.
Εδώ ο Τσάμπερλεν παρουσιάζεται ως ένας φιλεύσπλαχνος, ιδεαλιστής ηγέτης, κάποιος που πιστεύει στις διακρατικές συμφωνίες κυρίων, μα ενεργεί και ως οσιομάρτυρας, δεχόμενος να καταστεί εξιλαστήριο θύμα εάν ο Χίτλερ δεν τηρούσε τη συμφωνία, μπροστά στο όφελος η διεθνής κοινή γνώμη να στραφεί εναντίον του δεύτερου.
Όπως μας ενημερώνουν οι τίτλοι τέλους, χάρη στη Συμφωνία του Μονάχου αναβλήθηκαν τα σχέδια του Χίτλερ για πολεμική σύρραξη, δίνοντας τον χρόνο στις χώρες που θα απάρτιζαν τις Συμμαχικές Δυνάμεις να προετοιμαστούν, ώστε να τον ανατρέψουν και τελικά να κερδίσουν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένας θεατής που θα εξοργιστεί με αυτή την εκδοχή της Ιστορίας δύσκολα θα γοητευτεί από το συντρέχον δράμα της ταινίας, το οποίο εστιάζει σε δύο νεαρούς, έναν Βρετανό και έναν Γερμανό, συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1932, τη χρονιά της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία δηλαδή, που βρίσκονται χρόνια μετά ο ένας στο επιτελείο του Τσάμπερλεν, ο άλλος στου Χίτλερ.
Οι δυο τους θα επιχειρήσουν να επηρεάσουν παρασκηνιακά την εξέλιξη αυτής της συνάντησης στο Μόναχο με στόχο τη ματαίωση των σχεδίων του Χίτλερ.
Υπάρχει, λοιπόν, λίγη κατασκοπεία, υπάρχει και λίγη αγωνία, την οποία εντείνουν οι επιτακτικές μελωδίες της Ίζομπελ Γουόλερ-Μπριτζ, που έχει συνθέσει και ένα υπέροχο τραγούδι για τις ανάγκες της ταινίας. Ο Γερμανός Κρίστιαν Σουόχοου σκηνοθετεί και αφηγείται με επαγγελματισμό, «ακαδημαϊκά», όπως το λέγαμε παλιότερα, χωρίς ιδιαίτερη εφευρετικότητα, δίχως να εντοπίζει και να εστιάζει σε κάποια ιδέα που θα αναβάθμιζε το θέαμα, πέρα από την παράθεση της διαδικασίας και των γεγονότων.
Μια τέτοια π.χ. θα μπορούσε να είναι η υφέρπουσα ερωτική ένταση ανάμεσα στους δύο ήρωες, που παραμένει ανεκδήλωτη και κοινωνείται περιστασιακά, με βλέμματα ή ευρήματα, όπως εκείνο όπου δύο σύννεφα από καπνό τσιγάρου ενώνονται στον αέρα. Αν οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές και ο κόσμος καλύτερος, οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι μαζί – δεδομένης της καταγωγής τους, σαφέστατη η παραβολή.
Θα κερδίσει πόντους, όμως, επειδή δίνει, μέσω του Ρόμπερτ Χάρις, που σκαρφίστηκε αυτήν τη φανταστική ιστορία γύρω από το αληθινό γεγονός, μια ωραία απάντηση στο αιώνιο ερώτημα αν θα σκότωνες τον Χίτλερ σε περίπτωση που μπορούσες να γυρίσεις πίσω τον χρόνο. Μια απάντηση όμοια με εκείνη που έδωσαν και οι Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και Στίβεν Κινγκ μέσω της Νεκρής Ζώνης (1983) τους: όχι, αλλά θα έκανε πλήρως κατανοητή στον υπόλοιπο κόσμο την αληθινή του φύση.