Την προηγούμενη εβδομάδα, όταν η Digea – ο αποκλειστικός πάροχος επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης για τα ιδιωτικά κανάλια - παρουσίασε τα κέντρα εκπομπής και τις συχνότητες δοκιμαστικής εκπομπών των σταθμών εθνικής εμβέλειας σε HD, από τη λίστα απουσίαζαν το Mega και ο Alpha.
Για το μεν Μεγάλο Κανάλι, οι λόγοι που δεν έχει περάσει ακόμη στη φάση της δοκιμαστικής εκπομπής σε υψηλή ευκρίνεια είναι προφανείς και γνωστοί: το κανάλι επισήμως από τη Δευτέρα – και έως αυτή τη στιγμή – μέσα από αλλεπάλληλα Δ.Σ. αναζητά λύσεις στην αδιέξοδη μέχρι στιγμής αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που θα το κρατήσει στη ζωή.
Για τον δε Alpha, μέχρι πρότινος, ακόμη κι όταν η φήμη για το «άνοιγμα» του Ομίλου στην Κύπρο είχε ξεφύγει από τα όρια του κτηρίου της Κάντζας, η μη υποβολή σχετικής πρότασης ή σχεδίου, αποδιδόταν στο γενικότερο βαρύ κλίμα που επιτάσσει η διαγωνιστική διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών.
Την ίδια στιγμή, και ενώ η κίνηση ενός εκ των γνωστότερων επιχειρηματιών της ελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας, εκλαμβάνεται ως «απόδραση» από μία κυβέρνηση εχθρική προς το «επιχειρείν», ένα σχέδιο «Β», φαίνεται να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού των περισσότερων καναλαρχών.
Αυτά ήταν τα δεδομένα μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα. Γιατί, στο τώρα, οι εξελίξεις «φλυαρούν» για την αναδίπλωση των τηλεοπτικών σταθμών – ή έστω συγκεκριμένων καναλιών – που λόγω της νέας πραγματικότητας, στην οποία καλούνται να ανταποκριθούν, μοιάζουν να εξυφαίνουν το “plan B” της βιωσιμότητας τους.
Μόνο τυχαία, σε σχέση με την ελληνική πολιτική συγκυρία, δεν φαίνεται η επέκταση του Alpha στην Κύπρο, αν και υπό άλλες συνθήκες, η δήλωση του Δημήτρη Κοντομηνά ότι πρόκειται για «ανεξάρτητη επιχειρηματική πρωτοβουλία» δεν θα έπρεπε να αφήνει περιθώρια. Όπως έγινε γνωστό χθες, από το νεοσύστατο γραφείο Τύπου του Alpha Κύπρου, το κανάλι θα αρχίσει να εκπέμπει πρόγραμμα στις 4 Απριλίου, μεικτό για την ώρα: κοινώς, η prime time ζώνη θα «στηρίζεται» από τον Alpha στην Κάντζα και θα εκπέμπεται και πρόγραμμα κυπριακής παραγωγής – ενημερωτικό, ως επί το πλείστον – αποκλειστικά για το κυπριακό τηλεοπτικό κοινό.
Έγινε επίσης γνωστή η πλατφόρμα (Velister), οι συχνότητες (CH50 και CH41) από τις οποίες θα εκπέμπεται το πρόγραμμα του νέου καναλιού, ωστόσο κατά τη διάρκεια της διάσκεψης Τύπου – για την παρουσίαση του νέου τηλεοπτικού φορέα – δεν αναφέρθηκε τίποτα περισσότερο. Ούτε η σειρά επαφών που δρομολογεί μέσα στο επόμενο διάστημα ο πρόεδρος του Ομίλου, ούτε κάποια διάψευση για τη φημολογούμενη εμπλοκή του υπουργού Εσωτερικών και πολιτικού προϊσταμένου του ΡΙΚ, Σωκράτη Χάσικου στο όλο εγχείρημα, ούτε κάτι περισσότερο.
Ωστόσο, για αυτές τις επαφές του κύπριου υπουργού και πρώην media-ρχη (σ.σ.: από το 2003 έως το 2013 υπήρξε πρόεδρος του Δ.Σ του Alfa Media Group, όπου ανήκουν ο Super Sport Fm, η εφημερίδα "Αλήθεια" και άλλα Μέσα), οι κυπριακές εφημερίδες έγραφαν ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2015, ενώ δύο μήνες αργότερα το ίδιο έτος, είχε κατατεθεί η αίτηση αδειοδότησης στην κυπριακή Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Η άδεια εξασφαλίστηκε λίγο καιρό μετά, απολύτως νομότυπα και με καταβεβλημένο το ετήσιο τέλος των 51.000 ευρώ για την εκπομπή του καναλιού.
Την ίδια στιγμή, και ενώ η κίνηση ενός εκ των γνωστότερων επιχειρηματιών της ελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας, εκλαμβάνεται ως «απόδραση» από μία κυβέρνηση εχθρική προς το «επιχειρείν», ένα σχέδιο «Β», φαίνεται να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού των περισσότερων καναλαρχών. Ίσως γι’ αυτό και καθόλου αθώα, τις τελευταίες εβδομάδες, οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από την τηλεοπτική εμπειρία του εξωτερικού, περί διάσωσης τηλεοπτικών σταθμών με την μετατροπή ΄- ή ακόμη καλύτερα τη «φόρτωση» του προγράμματος τους σε συνδρομητικές πλατφόρμες.
Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, κάτι τέτοιο θα είναι λύση ανάγκης ή επί το ακριβέστερον η… «ελληνική version» μίας ξένης πατέντας, που στο εξωτερικό έγινε σταδιακά, σε μάκρος χρόνου και με μακρόπνοο προγραμματισμό. Εδώ θα είναι μία ύστατη προσπάθεια διάσωσης της τηλεοπτικής πρακτικής της τελευταίας 25ετίας, με αμφίβολα αποτελέσματα, που κυριολεκτικά θα κριθεί από την έκβαση της υπόθεσης του Mega. Γιατί; Διότι, οι τίτλοι τέλους στο – καλώς ή κακώς – μεγαλύτερο τηλεοπτικό κανάλι της χώρας (παλαιότερα από κάθε άποψη, σήμερα από άποψη χρεών) θα σηματοδοτήσει ένα νέο «ντόμινο» στην αγορά των media και την οικονομία τους.