Το Texas Chainsaw Massacre ξεκίνησε γυρίσματα στη γειτονική Βουλγαρία τον Αύγουστο του 2020. Μια βδομάδα μετά, το αρχικό σκηνοθετικό του δίδυμο απολύθηκε και αντικαταστάθηκε εσπευσμένα από κάποιον Ντέιβιντ Μπλου Γκαρσία.
Εταιρεία παραγωγής του είναι η Legendary Entertainment, η οποία σχεδίαζε να το βγάλει στις αίθουσες το καλοκαίρι του 2021, επιχειρώντας για πολλοστή φορά μια απόπειρα αναβίωσης του franchise. Ακολούθησε σιωπή. Και ξαφνικά, πριν από δύο μήνες είδαμε ένα τρέιλερ που ανακοίνωνε την πρεμιέρα της ταινίας στο Netflix τον φετινό Φεβρουάριο.
Θεωρητικά όσα χρειαζόμασταν να ξέρουμε για την ποιότητα της ταινίας βρίσκονται στις παραπάνω πληροφορίες. Με την εξαίρεση του Trial of the Chicago 7, που πωλήθηκε στην πλατφόρμα σε μια προσπάθεια της Paramount να μειώσει το παθητικό της λόγω της πανδημίας, στο παρελθόν όποτε πωλήθηκε στουντιακός τίτλος στο Netflix, ήταν επειδή οι υπεύθυνοι του στούντιο ήξεραν ότι είχαν στα χέρια τους μια (τουλάχιστον) προβληματική ταινία.
Μολαταύτα πατήσαμε το play, με χαμηλές προσδοκίες μεν, δίχως, όμως, να περιμένουμε ότι θα δούμε μια ταινία που κάνει το ριμέικ του 2003 με την Τζέσικα Μπίελ να μοιάζει με τον Πολίτη Κέιν των ταινιών τρόμου.
Αν ξεχωρίζει κάποια σκηνή, είναι εκείνη στο λεωφορείο, με τον Leatherface να κατακρεουργεί μια σειρά από influencers που κάνουν live αναμετάδοση στα social μέσω των κινητών τους, προειδοποιώντας τον πως θα ακυρωθεί, εάν δοκιμάσει να τους βλάψει.
Το Texas Chainsaw Massacre είναι ένα requel. Με αυτό τον κακόηχο όρο ονομάτισε το τελευταίο Scream εκείνες τις ταινίες που βρίσκονται ανάμεσα στο reboot και στο sequel, συστήνοντας μια σειρά από νέους χαρακτήρες, αλλά επαναφέροντας και τους παλιούς.
Εδώ έχουμε μια ομάδα από hip νεολαίους που μεταφέρονται σε μια κωμόπολη του Τέξας, έχοντας αγοράσει μια σειρά από οικήματα σε πλειστηριασμό από την τράπεζα, με στόχο να τα μετατρέψουν σε ένα μέρος φιλόξενο προς entrepreneurs και influencers. Εκεί θα «αφυπνίσουν» έναν ανενεργό Leatherface, αλλά και τη Σάλι, τη μοναδική επιζήσασα (;) των γεγονότων του πρωτότυπου έργου, που προετοιμάζεται εδώ και δεκαετίες για να αντιμετωπίσει τη νέμεσή της.
Οι σεναριογράφοι του φιλμ σκέφτηκαν ότι το αντίστοιχο εύρημα λειτούργησε στο Halloween του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, οπότε το δανείστηκαν έτσι, χωρίς να βρουν έναν τρόπο να το εντάξουν αρμονικά στην ιστορία και δίχως να έχουν να πουν τίποτα με αυτό.
Γενικότερα η ταινία του Ντέιβιντ Μπλου Γκαρσία δεν έχει απολύτως τίποτα να πει, ξεκινώντας έτσι με μειονέκτημα έναντι του προκατόχου της. Επιθυμεί να είναι απλά ένα slasher. Σεβόμενος την ταπεινή στοχοθεσία της, στη σύγκριση που θα επιχειρήσω θα αφήσω στην άκρη τις πολιτικές προεκτάσεις και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας του ’74 και θα εστιάσω αποκλειστικά στον τρόμο της.
Το πρωτότυπο φιλμ του Τομπ Χούπερ προοικονομεί τον επερχόμενο τρόμο μέσω της εικονογραφίας και της πλανοθεσίας του, είναι αδυσώπητο –θυμηθείτε απλά την αιφνίδια, πρώτη εμφάνιση του Leatherface–, δεν είναι, όμως, μια ιδιαίτερα αιματηρή ταινία.
Αν νιώθεις το στομάχι σου να σφίγγεται και να ανακατεύεται, δεν συμβαίνει επειδή ο σκηνοθέτης του απλώνει συκωταριές κι εντόσθια δεξιά κι αριστερά στο κάδρο, αλλά αυτό προκαλείται από μια διαρκή αίσθηση ανεξήγητης, αναίτιας, ανήθικης, μα και αναπόφευκτης σκληρότητας, από την αδιαπραγμάτευτη παραδοχή του έργου ότι το Κακό έχει εγκατασταθεί στον κόσμο μας και σκίζει άναρχα με ένα ηλεκτρικό πριόνι πότε τον αιθέρα, πότε τους ανθρώπους που θα βρεθούν τυχαία στην κόψη του.
Όταν η Σάλι ανεβαίνει στο διερχόμενο όχημα, δεν πιστεύουμε ότι γλίτωσε, είμαστε σχεδόν πεπεισμένοι ότι αυτό θα την οδηγήσει σε ακόμα μια κόλαση σαν αυτή που μόλις έζησε. Ανάβουν τα φώτα και νιώθουμε μόνοι κι αβοήθητοι μέσα σ’ αυτό τον κόσμο και το χάος του, όπως η ηρωίδα.
Βάζοντας τη Σάλι να επιζεί, αυτομάτως στερείς την αμφισημία εκείνου του φινάλε. Και δίνοντας στη δολοφονική μανία του Leatherface αιτιολογία –εδώ ο θρήνος και η εκδίκηση–, αφαιρείς από το Κακό την πιο τρομακτική του διάσταση: την απουσία αιτίας και σχεδιασμού πίσω από τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Κατά τα λοιπά, από το slasher σου περιμένεις μια σπουδή στο στήσιμο, την εξέλιξη και την κορύφωση του φονικού. Το φιλμ του Ντέιβιντ Μπλου Γκαρσία ούτε ατμόσφαιρα έχει, ούτε build-up στα horror set-pieces του, ούτε καν κάποια εφευρετικότητα στο (γενναίο) gore του.
Δεν υπάρχει, πραγματικά, τίποτα που να μην έχουν δει οι φαν του είδους ξανά και καλύτερα – σκέψου ότι ακόμα και η πολτοποίηση ενός κρανίου είναι δέκα φορές πιο αποκρουστική στο Drive του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, που δεν είναι καν ταινία τρόμου.
Αν ξεχωρίζει κάποια σκηνή, είναι εκείνη στο λεωφορείο, με τον Leatherface να κατακρεουργεί μια σειρά από influencers που κάνουν live αναμετάδοση στα social μέσω των κινητών τους, προειδοποιώντας τον πως θα ακυρωθεί, εάν δοκιμάσει να τους βλάψει.
Η σκηνή θα μπορούσε να αποτελεί μέρος κάποιου σχολίου για την διάσταση μεταξύ της σοσιαλμιντιακής πραγματικότητας και του έξω κόσμου, μα είναι αποκομμένη από το υπόλοιπο έργο, μοιάζει με ιδέα που ξέμεινε από κάποιο παλιότερο, πιο φιλόδοξο draft του σεναρίου.
Ως ξεκάρφωτη, χαβαλεδιάρικη νότα δε, ενισχύει τον ανερμάτιστο χαρακτήρα μιας ταινίας κακόβουλης ψυχοσύνθεσης, ψυχαναγκαστικής σοβαροφάνειας και επιτηδευμένης μιζέριας, δηλαδή μια ταινίας με το στίγμα του παραγωγού της Φέντε Άλβαρεζ, υπεύθυνου και για το εκτρωματικό ριμέικ του Evil Dead – το μοτίβο του χαρακτήρα που πρέπει να καταπολεμήσει το τραύμα του παίρνοντας τα όπλα, επιστρέφει κι εδώ.
Υπάρχει μια σκηνή, όπου ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μπλου Γκαρσία αδειάζει τα περιεχόμενα ενός αγωγού αποχέτευσης πάνω σε έναν άτυχο χαρακτήρα. Αποτελεί μια εύστοχη μεταφορά για αυτό που κάνει η δημιουργική ομάδα πίσω από το Texas Chainsaw Massacre στους θεατές της.