«Scream»: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου;

«Scream»: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου; Facebook Twitter
0

Στα μέσα των ‘90s το κινηματογραφικό είδος του τρόμου δεν περνούσε τις πιο ένδοξες μέρες του – για την ακρίβεια είχε πιάσει πάτο. Τα νεανικά horror franchises, η έκρηξη των οποίων είχε ξεκινήσει με μερικές ευρηματικότατες ιδέες στα τέλη των ‘70s και στις αρχές των ‘80s, είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό κορεσμού, μετά από αλλεπάλληλα sequels και ξεχειλώματα των αρχετυπικών μοτίβων, που πραγματικά, αν εξαιρέσεις μεμονωμένες περιπτώσεις «εκτός σειράς» –βλέπε «Σιωπή των Αμνών», «Misery», «Seven» και ο «Δράκουλας» του Κόπολα– το πρώτο μισό των ‘90s δεν είχε να δώσει τίποτα αξιόλογο. 

Για του λόγου το αληθές, μέχρι το 1996 αριθμούσαμε αισίως εννιά «Παρασκευές και 13», επτά «Εφιάλτες στον δρόμο με τις λεύκες», έξι «Νύχτες με τις μάσκες» και τέσσερις «Σχιζοφρενείς δολοφόνους με το πριόνι», για να παραθέσω μόνο τις πιο χαρακτηριστικές σειρές ταινιών τρόμου, πολλά κεφάλαια των οποίων βέβαια κυκλοφορούσαν απευθείας στην αγορά του βίντεο. Κατασκηνώσεις, μασκοφόροι δολοφόνοι, μοναχικές μπεϊμπισίτερ, έφηβοι διψασμένοι για σεξ, διώροφες μονοκατοικίες με αμέτρητα πορτοπαράθυρα, κλισέ ατάκες, εξωφρενικά σεναριακά ευρήματα, νεκραναστάσεις ηρώων και κακών και βέβαια τόνοι αίματος και ξεκοιλιάσματα με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο είχαν σημαδέψει την οθόνη για σχεδόν μια εικοσαετία, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι το είδος χρειαζόταν ανανέωση.

Οι σινεφίλ αναφορές δίνουν και παίρνουν, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι η ταινία φτιάχτηκε από φαν για φαν, ο αντίκτυπος στην ποπ κουλτούρα συγκεκριμένων εικόνων όπως το ποπκόρν που καίγεται αποδεικνύεται τεράστιος, το μαύρο χιούμορ και η σάτιρα τσακίζουν κόκαλα, το «whodunit» κουβάρι ξετυλίγματος της ταυτότητας του δολοφόνου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον κι ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να μαντέψει ποιος έχει σειρά και ποιος θα μείνει ζωντανός στο τέλος.

Όταν τον Δεκέμβριο του 1996 κυκλοφορούσε στην Αμερική μια ταινία με τον λακωνικό τίτλο «Scream», κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε. Η πλοκή απλούστατη: Μασκοφόρος φονιάς τρομοκρατεί λυκειόπαιδα fictional επαρχιακής κωμόπολης στην Καλιφόρνια (το θρυλικό πλέον Γούντσμπορο), στοχεύοντας για ανεξήγητο λόγο στην ταλαίπωρη Σίντνεϊ Πρέσκοτ.

[Το κείμενο περιλαμβάνει spoilers για τα τέσσερα πρώτα «Scream», αλλά δεν αποκαλύπτει κανένα στοιχείο πλοκής της νέας ταινίας, την οποία δεν έχουμε δει ακόμη].

Στα σκηνοθετικά ηνία βρισκόταν ο Γουές Κρέιβεν, δημιουργός της αυτού «εφιαλτικής» μεγαλειότητας Φρέντι Κρούγκερ, αλλά και ακόμα πιο διαβόητα σκληρών ταινιών τρόμου των ‘70s, όπως τα «Last House on the Left» και «The Hills Have Eyes» – είχε κι ο ίδιος όμως ενδώσει στον κορεσμό του είδους, παραδίδοντας τον μετριότατο «Νέο Εφιάλτη» του μόλις δυο χρόνια πριν. 

«Scream»: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου; Facebook Twitter
Ο δολοφόνος με τη χαρακτηριστική μάσκα φαντάσματος, που θα γινόταν γνωστός ως Ghostface.

Τι ήταν λοιπόν αυτό που έκανε τη διαφορά εδώ; Μα, φυσικά, το σημείο από όπου (πρέπει να) ξεκινούν όλα στον κινηματογράφο: το σενάριο. Ο μόλις 30χρονος Κέβιν Γουίλιαμσον είχε σκαρφιστεί το διαολεμένα έξυπνο σενάριο μιας ταινίας που αρχικά λεγόταν «Scary Movie» (ειρωνικά αυτός θα ήταν ο τίτλος του κύματος παρωδιών που θα ακολουθούσε) εκπορευόμενος από την αγάπη του για το είδος του τρόμου και για τις νεανικές ταινίες, θέτοντας τους ήρωές του να είναι επίσης λάτρεις του είδους, να σχολιάζουν τα κακώς κείμενα και τα κλισέ του, να μιλάνε για λίστες με προσωπικά αγαπημένα (Τα «Do you like scary movies?» / «What’s your favorite scary movie?», τηλεφωνικές ερωτήσεις που απευθύνει ο δολοφόνος στα υποψήφια θύματά του είναι από τις πιο δημοφιλείς κινηματογραφικές ατάκες όλων των εποχών), εν ολίγοις τράβηξε την κάρτα της αυτοαναφορικότητας και του αυτοσαρκασμού και χτύπησε διάνα. 

Ο Γουές Κρέιβεν δεν θα μπορούσε να μην εκμεταλλευτεί τον θησαυρό που είχε στα χέρια του όταν το σενάριο μπήκε σε παραγωγή από την εξειδικευμένη στο είδος Dimension, παρακλάδι της Miramax των αδερφών Γουάινστιν. Αλλά εκεί που και οι δύο ξεπέρασαν τον εαυτό τους αναφορικά με τις προσδοκίες του κοινού ήταν στον χειρισμό του χαρακτήρα της Ντρου Μπάριμορ. Η πιο διάσημη ηθοποιός από ένα νεανικό, ως επί το πλείστον τηλεοπτικών καταβολών, καστ, ξεπαστρευόταν μέσα στο πρώτο τέταρτο της ταινίας.

Κλείσιμο του ματιού σε αυτό που είχε τολμήσει ο Χίτσκοκ 35 χρόνια πριν, να σκοτώσει δηλαδή την Τζάνετ Λι στα μισά του «Ψυχώ»; Ανάγκη δημιουργίας της ίσως πιο μεγαλειώδους εναρκτήριας σκηνής στην ιστορία των ταινιών τρόμου; Μάλλον και τα δύο. Η Κέισι Μπέκερ και ο φίλος της γίνονται τα πρώτα θύματα του δολοφόνου με το κοστούμι Halloween και τη χαρακτηριστική μάσκα φαντάσματος, που θα γινόταν γνωστός ως Ghostface, και το παιχνίδι ξεκινά. 

«Scream»: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου; Facebook Twitter
Η Ντρου Μπάριμορ, η πιο διάσημη ηθοποιός από ένα νεανικό, ως επί το πλείστον τηλεοπτικών καταβολών, καστ, ξεπαστρεύεται μέσα στο πρώτο τέταρτο της πρώτης ταινίας.

Οι σινεφίλ αναφορές δίνουν και παίρνουν, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι η ταινία φτιάχτηκε από φαν για φαν, ο αντίκτυπος στην ποπ κουλτούρα συγκεκριμένων εικόνων όπως το ποπκόρν που καίγεται αποδεικνύεται τεράστιος, το μαύρο χιούμορ και η σάτιρα τσακίζουν κόκαλα, το «whodunit» κουβάρι ξετυλίγματος της ταυτότητας του δολοφόνου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον κι ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να μαντέψει ποιος έχει σειρά και ποιος θα μείνει ζωντανός στο τέλος.

Δυο ώρες και μερικές εμβληματικές σκηνές ανθολογίας μετά, όπως ο εντελώς άδικος –και, πλέον, cult– θάνατος της Τέιτουμ Ράιλι (Ρόουζ ΜακΓκόουαν) στο πορτάκι της συρόμενης θύρας του γκαράζ, το κινηματογραφικό είδος του τρόμου δεν έχει δεχθεί απλά μια τονωτική ένεση στα οπίσθια, αλλά έχει υποστεί ολικό makeover, προκαλώντας φρενίτιδα αρχικά στο αμερικανικό κι έπειτα στο διεθνές κοινό, ανάγοντας σε σταρ όλες τις ακαταμάχητες φάτσες του καστ και επιλέγοντας δύο δολοφόνους χωρίς προφανές κίνητρο, σχολιάζοντας ταυτόχρονα τη μαζική κατανάλωση της βίας με τρόπο που ως τότε σπάνια είχε θίξει το μέινστριμ σινεμά – τα «Παράξενα Παιχνίδια» του Μίκαελ Χάνεκε θα ακολουθούσαν, μερικούς μήνες μετά, τοποθετώντας το θέμα στην κινηματογραφική θέση που του άρμοζε. 

Με παγκόσμιες εισπράξεις δεκαπλάσιες σε σχέση με το μπάτζετ του και με την ενθουσιώδη υποδοχή από κοινό και κριτικούς να έχουν οδηγήσει τον Κρέιβεν να υπογράψει συμβόλαιο για δυο ακόμα συνέχειες ήδη από τις δοκιμαστικές προβολές (όπως και τον Μάρκο Μπελτράμι, για το συναρπαστικό soundtrack), το πρώτο σίκουελ όχι απλά δεν θα αργούσε, αλλά θα έπρεπε να είναι έτοιμο ακριβώς έναν χρόνο μετά. 

Και τώρα τι, όμως; Ξαναπέφτουμε στη λούπα να ξεχειλώσουμε μια θαυμάσια σεναριακή ιδέα, στην ουσία αναπαράγοντας όλα εκείνα τα κλισέ που κράζαμε στην πρώτη ταινία;

Ο Κέβιν Γουίλιαμσον φάνηκε πολύ πιο έξυπνος από αυτό. Μεταφέροντας τη δράση στο κοντινό κολέγιο, έναν χρόνο μετά, και χτίζοντας όλο το «Scream 2» πάνω στο εύρημα της ταινίας (βασισμένης στα γεγονότα του πρώτου «Scream») μέσα στην ταινία, βάζοντας ηθοποιούς όπως η Τόρι Σπέλινγκ –κι έναν σκασμό ακόμα νεαρούς σταρ της εποχής σε μικρούς ρόλους και cameos– να υποδύονται το cast αυτής της ταινίας, εκμεταλλεύτηκε ύπουλα την αγάπη του κοινού για το ορίτζιναλ, διατηρώντας παράλληλα τον αυτοσαρκαστικό τόνο και κοιτάζοντας τον εαυτό του απευθείας στον καθρέφτη.

«Τα σίκουελ είναι χάλια!» ακούγεται να λέει κάποιος στην ταινία. Όχι όμως αυτό εδώ το σίκουελ, που θεωρείται από τα μετρημένα στα δάχτυλα ισάξια, για πολλούς ίσως και καλύτερα, από το πρωτότυπο, στην ιστορία του κινηματογράφου – έχοντας καταφέρει ακόμα και να ισοφαρίσει σε epicness τον εναρκτήριο φόνο της Ντρου Μπαριμόρ, με την απίστευτη σεκάνς της Τζέιντα Πίνκετ στην αίθουσα που προβάλλει το «Stab»

Η έναρξη του «Scream 2» με την αξέχαστη σεκάνς της Τζέιντα Πίνκετ

Η αποκάλυψη της ταυτότητας του βασικού δολοφόνου στο τέλος αποτελεί ακόμα ένα εξαίσιο, ανάστροφο ομάζ στο «Παρασκευή και 13» και τη δολοφονική σχέση μάνας-γιου που έχτισαν η κυρία Βόρχις με τον Τζέισον – ακόμα κι αν η παραγωγή υπέφερε από διαρροές της ταυτότητας του δολοφόνου στο πρώιμο Ίντερνετ και το σενάριο φέρεται να άλλαξε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Γουίλιαμσον κατάφερε να παραδώσει ένα ικανοποιητικό και αντάξιο της προσμονής αποτέλεσμα.

Η συνέχεια, μετά και το χιτάρισμα του «Scream 2» στο box office, ήταν αναπόφευκτη και η διασωθείσα πρωταγωνιστική τριάδα είχε πλέον σχηματιστεί: Αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια του franchise και πάντα, για κάποιο λόγο, το ζητούμενο τρόπαιο του/των εκάστοτε Ghostface, η Σίντνεϊ Πρέσκοτ (η Νιβ Κάμπελ της φήμης του τηλεοπτικού «Party of Five») μπορούσε πλέον να σταθεί επάξια στο πάνθεον των scream queens, δίπλα σε μορφές όπως η Λόρι Στρόουντ της Τζέιμι Λι Κέρτις («Halloween») και η Έλεν Ρίπλεϊ της Σιγκούρνι Γουίβερ («Alien»). Ήταν η γυναίκα που (θα) επιζούσε.

Ένα κλικ ξοπίσω της το ζεύγος (και στη ζωή, για ένα διάστημα) των Ντέιβιντ Αρκέτ (της γνωστής οικογένειας) και Κόρτνεϊ Κοξ, δηλαδή του Ντιούι Ράιλι, εκπροσώπου του επαρχιακού Νόμου και μεγάλου αδερφού της αδικοχαμένης –στο γκαράζ, που λέγαμε πριν– Τέιτουμ, ορκισμένου πάντα να προσέχει τη Σιντ, και της κιτρινιάρας δημοσιογράφου Γκέιλ Γουέδερς – η Κοξ, τότε, στα τέλη των ‘90s, ήταν η πρώτη από την παρέα των τηλεοπτικών «Friends» που φάνηκε να εξαργυρώνει κινηματογραφικά τη δημοφιλία της (πολύ πριν την Άνιστον), ακόμα κι αν δεν κατάφερε να κάνει κάτι περισσότερο, όπως και όλο το team του «Scream». 

«Scream»: Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου; Facebook Twitter
Νιβ Κάμπελ και Κόρτνεϊ Κοξ στο «Scream 2».

Κι αν η τρίτη ταινία άργησε πάνω από δυο χρόνια να έρθει, έφταιγε φυσικά η αποχώρηση του Γουίλιαμσον από τα σεναριακά ηνία. Θέλοντας να ασχοληθεί με άλλα, δικά του σχέδια, όπως το τηλεοπτικό «Dawson’s Creek», ο mastermind αποσύρθηκε αφήνοντας τη θέση του στον Έρεν Κρούγκερ, ο οποίος προσπάθησε να παραδώσει κάτι που θα πατούσε στα μοτίβα των δυο υπερεπιτυχημένων προκατόχων του: σχόλιο πάνω στις τριλογίες (ήδη, όμως, η επανάληψη έχει αρχίσει και κουράζει), meta διάθεση (η δράση τοποθετείται στα γυρίσματα του «Stab 3» στο Χόλιγουντ, καθώς η ταινία μέσα στην ταινία έχει γίνει επίσης τριλογία) και δολοφόνος που να συνδέεται με το παρελθόν ή το παρόν της Σίντνεϊ. 

Βασικά μειονεκτήματα η έλλειψη του χιούμορ (μακράν η λιγότερο αστεία ταινία της σειράς), οι αντιπαθείς νέοι χαρακτήρες (σε σχέση πάντα με τους λατρεμένους προκατόχους τους) και εμφανέστατη η αποστασιοποίηση και η by the book προσέγγιση του Κρούγκερ στην παρακαταθήκη του Γουίλιαμσον, όσο κι αν ο Κρέιβεν προσπαθεί να πλάσει κι εδώ άφθονες σκηνές gore ανθολογίας. Το «Scream 3» δεν ήταν καλή ταινία – ήταν η χειρότερη όλων και το franchise φάνηκε να κλείνει τότε άδοξα.

Μια δεκαετία μετά, κι ενώ τίποτα αξιοσημείωτο δεν είχε μεσολαβήσει στις καριέρες των Κρέιβεν και Γουίλιαμσον, οι δυο τους αποφάσισαν να ξαναπιάσουν το νήμα για μια τέταρτη ταινία.

To «Scream 4» που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2011 ήταν αξιοπρεπέστατο. Διέθετε μια επική εναρκτήρια «inception» σκηνή που σχολίαζε συνολικά την εκ νέου παρακμή του horror genre (στην οποία το ίδιο το «Scream» είχε συντελέσει), το πρωταγωνιστικό τρίο ζωντανό, ώριμο και ετοιμοπόλεμο, την πάντα συμπαθή μέσα στο αντιπαθητικό bitchiness της Έμα Ρόμπερτς ως νέα έφηβη πρωταγωνίστρια – ξαδέρφη της Σίντνεϊ και κυρίως κατάφερε να ενσωματώσει οργανικά στο σενάριο και ταυτόχρονα να σχολιάσει τη μεγαλύτερη αλλαγή που είχε επιβάλει η δεκαετία των ‘00s: την κυριαρχία των social media και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του διαδικτύου στην καθημερινότητα των εφήβων. 

Έμα Ρόμπερτς Facebook Twitter
Η Έμα Ρόμπερτς ως η νέα έφηβη πρωταγωνίστρια – ξαδέρφη της Σίντνεϊ στο «Scream 4». 

Με τον θάνατο του Γουές Κρέιβεν τέσσερα χρόνια αργότερα (το «Scream 4» έμελλε να είναι η τελευταία του ταινία) και με τη μεταφορά του concept σε τηλεοπτικό φορμά από το MTV (τρεις σεζόν διήρκεσε η σειρά, που πέρα από τη μορφή του Ghostface και το teen πλαισίωμα δεν είχε καμία άλλη σχέση με το σύμπαν των ταινιών), αλλά κυρίως με το μεγάλωμα της γενιάς που γαλουχήθηκε από τις πρώτες ταινίες, κάθε συνέχεια της ιστορίας φάνταζε απαγορευτική – ακόμα κι αν το πρωταγωνιστικό τρίο είχε επιβιώσει (σχεδόν) αλώβητο στο τέλος της 4ης ταινίας.

Και, ειλικρινά, δεν ξέρω τι (άλλο) μπορούμε να περιμένουμε από το πέμπτο «Scream» που κυκλοφορεί σε παγκόσμια πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα, έντεκα χρόνια μετά τον προκάτοχό του και είκοσι πέντε μετά το ορίτζιναλ.

Συνεχίζοντας την τάση των σίκουελ/reboots που δεν φέρουν καν τον αύξοντα αριθμό στο τέλος του τίτλου (όπως το πρόσφατο «Halloween»), το νέο «Scream» σίγουρα θα σχολιάζει αυτή την τάση και σίγουρα θα είναι πιο meta από ποτέ – αν αναλογιστούμε το πόσο meta υπήρξε το «Matrix Resurrections», μάλλον ισχυροποιείται αυτή η προσέγγιση στις νεκραναστάσεις πεθαμένων franchises. Η αυτοαναφορικότητα, εξάλλου, κερδίζει τους φαν και είναι συχνά δείγμα σεναριακής εξυπνάδας.

Το στόρι εδώ μάλλον θα είναι κάτι ανάμεσα σε σίκουελ και reboot, στοχεύοντας προφανώς και σε ένα φρέσκο νεανικό κοινό που ήταν αγέννητο όταν βγήκαν οι πρώτες ταινίες – αγέννητη ήταν και μία εκ των νέων πρωταγωνιστριών, η Τζίνα Ορτέγκα, που γεννήθηκε το 2002! 

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα πρώτα σχόλια του διεθνούς Τύπου και του Twitter που το χαρακτηρίζουν «ιδιοφυές», «super fun» και «το καλύτερο από την εποχή του πρωτότυπου», κάτι σαν ένα love letter «για το οποίο ο Κρέιβεν θα ήταν περήφανος». Ενθαρρυντικό και το απίθανο tag line που δηλώνει ξεδιάντροπα πως «ο δολοφόνος βρίσκεται στην αφίσα», επιβεβαιώνοντας πως τα βασικά μοτίβα του θρύλου θα έχουν τηρηθεί.

Πιθανότατα τα νεαρά δίδυμα των σκηνοθετών και σεναριογράφων που συνεχίζουν τη βαριά παρακαταθήκη των Κρέιβεν και Γουίλιαμσον, οι Ματ Μπετινέλι-Όλπεν/Τάιλερ Τζίλετ και Τζέιμς Βάντερμπιλτ/Γκάι Μπιούσικ αντίστοιχα, επιλέχθηκαν με γνώμονα τη βαθιά αγάπη που φέρουν όλοι προς την πρωτότυπη μυθολογία και τον σεβασμό προς τη σημασία της στο είδος του τρόμου αλλά και στο σινεμά εν γένει. Η αγάπη μόνο, και ο σεβασμός, βέβαια, δεν αρκούν – το έχουμε δει και στο παρελθόν. Σε λίγα εικοσιτετράωρα θα ξέρουμε αν άξιζε ο κόπος.

Το νέο «Scream» κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους την Πέμπτη 13/1.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

TV Preview: Η σαρωτική επιστροφή της μυθοπλασίας

Fall Preview 2021 / TV Preview: Η σαρωτική επιστροφή της μυθοπλασίας

Για πρώτη φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, θα κάνουν πρεμιέρα φέτος τόσες πολλές νέες ελληνικές σειρές, που θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν ένα πιο απαιτητικό κοινό και να του αποσπάσουν την καθημερινή προσοχή από τo streaming και τα ξένα μεγαθήρια.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Οθόνες / 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Η Fischer, επίσημος χορηγός των Βραβείων Κοινού εδώ και μια δεκαετία, στήριξε για μία ακόμη χρονιά τον θεσμό, απονέμοντας πέντε βραβεία στις ταινίες που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους των θεατών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου «Game of Thrones» συνεχίζεται

Οθόνες / «Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου Game of Thrones συνεχίζεται

Η σειρά του HBO, που παίρνει τη σκυτάλη από το πραγματικά αξιόλογο «Penguin», προσπαθεί να επικαλεστεί τη συνταγή του μεγάλου hit του καναλιού και ξεστρατίζει από το ατμοσφαιρικό σύμπαν του Ντενί Βιλνέβ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι θρυλικοί boomers του 65ου φεστιβάλ θεσσαλονίκης

Pulp Fiction / Οι θρυλικοί boomers του 65ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ρέιφ Φάινς, Ζιλιέτ Μπινός, Ματ Ντίλον: Oι διάσημοι, σχεδόν συνομήλικοι ηθοποιοί που τιμήθηκαν με Χρυσό Αλέξανδρο και έδειξαν με τις διαφορετικές επιλογές τους ισάριθμα σίκουελ στην καριέρας τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Οθόνες / «Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Ένα έπος δράσης και χαρακτήρων που κυλά θεαματικά, ουσιαστικά, υπερβολικά, συγκινητικά, χορταστικά και εμφατικά, όπως όλοι οι υποψήφιοι θεατές αναμένουν εδώ και πολύ καιρό.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η πιο διάσημη υπόθεση «απαγωγής από εξωγήινους» αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Οθόνες / Η απαγωγή του αιώνα αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Παρότι συμμετείχε στο σενάριο του ντοκιμαντέρ «The Manhattan Alien Abduction», η Λίντα Ναπολιτάνο που ισχυρίζεται ότι απήχθη από εξωγήινους στο κέντρο του Μανχάταν προ 35ετίας μηνύει την πλατφόρμα για αθέτηση της συμφωνίας τους.
THE LIFO TEAM
Ο Άγγελος Φραντζής θέλησε να κάνει μια αστεία ταινία 

Οθόνες / Άγγελος Φραντζής: «Mόνο αν πας στην πηγή των τραυμάτων, μπορείς να απελευθερωθείς»

Μια κουβέντα με τον ακατάτακτο σκηνοθέτη λίγο πριν από την επίσημη πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Ο Νόμος του Μέρφυ», μιας σουρεαλιστικής υπαρξιακής κωμωδίας που δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες δουλειές του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Γιατί διχάζει τόσο το «The Substance»;

The Review / Γιατί διχάζει τόσο το «The Substance»;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και η δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Ιωσηφίνα Γριβέα συζητούν για την πιο αμφιλεγόμενη ταινία της χρονιάς, που έχει προκαλέσει έντονες διαμάχες στα social media, για τη φεμινιστική της διάσταση και για τις γυναικείες φωνές στο σινεμά, που επιτέλους ακούγονται πιο ηχηρά από ποτέ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ματ Ντίλον: Outsider για πάντα

Οθόνες / Ματ Ντίλον: Outsider για πάντα

Ξεκίνησε ως εφηβικό είδωλο στα ’80s, πρωταγωνίστησε σε δύο εμβληματικές ταινίες του Κόπολα και έχτισε την καριέρα του επιλέγοντας ταινίες με γνώμονα τα ενδιαφέροντά του. Στα 60 του έχει συνδεθεί με μερικές από τις πιο αγαπημένες καλτ ταινίες διεθνώς, δηλώνει ζωγράφος και διατηρεί σημαντική συλλογή τέχνης. Έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβει έναν τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Τζέιμς Φράνκο και Σεθ Ρόγκεν: Το πικρό τέλος ενός μεγάλου bromance

Οθόνες / Τζέιμς Φράνκο και Σεθ Ρόγκεν: Το πικρό τέλος ενός μεγάλου bromance

Οι κατηγορίες εναντίον του Φράνκο για σεξουαλική κακοποίηση έβαλαν στον γύψο όχι μόνο την καριέρα του στο Χόλιγουντ αλλά και τη στενή φιλία του με τον επί εικοσαετίας κολλητό και συνεργάτη του.
THE LIFO TEAM