Είναι μεσημέρι Πέμπτης. Η Βασιλίσσης Σοφίας είναι «πηγμένη» στην κίνηση. Ακριβώς μπροστά στο Πολεμικό Μουσείο δύο οδηγοί βρίζονται επειδή ο ένας προσπάθησε να αλλάξει ρεύμα χωρίς να βγάλει φλας, αν καταλαβαίνω σωστά από τα «γαλλικά» και τα λοιπά συμφραζόμενα.
Το ελαφρύ βοριαδάκι που φυσάει από το πρωί έχει καθαρίσει την ατμόσφαιρα και ο ηλιόλουστος καιρός μοιάζει να αφαιρεί από το επεισόδιο την όποια δυναμική του. Ποιος νοιάζεται για δύο τύπους που μαλώνουν στο δρόμο όταν το καλοκαίρι είναι τόσο κοντά; Ποιος νοιάζεται γενικώς για οτιδήποτε δεν τον αφορά;
Προορισμός μου είναι ο «Ευαγγελισμός» και πιο συγκεκριμένα η Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών στην Αιματολογική Κλινική.
Σήμερα είναι μέρα εφημερίας για το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας και ήδη στα επείγοντα γίνεται χαμός.
Τραυματιοφορείς και νοσοκόμες πηγαινοέρχονται δεξιά–αριστερά, ασθενοφόρα καταφτάνουν με τις σειρήνες τους να «ουρλιάζουν», άνθρωποι με ζωγραφισμένη την αγωνία στα πρόσωπά τους μπαίνουν γρήγορα μέσα στο κτίριο αναζητώντας κάποιον ή κάτι.
Σε όλη την αιματολογική κλινική νοσηλεύονται περίπου 60-70 ασθενείς. Εμείς οι τρεις, μαζί με όσους έρχονται και παρέρχονται, πρέπει να δούμε όλους τους ασθενείς του 10ου ορόφου, όλους τους μεταμοσχευμένους που νοσηλεύονται, όσους έρχονται στο εξωτερικό ιατρείο οποιαδήποτε μέρα και ώρα της ημέρας, καθώς επίσης να ψάξουμε και να βρούμε και μη συγγενείς δότες για τους ασθενείς
Στο κτίριο με τον αριθμό 4 τα πράγματα είναι μάλλον πιο ήσυχα. Στην είσοδο έχει στηθεί ένα πασχαλινό μπαζάρ.
Ένα αυτοσχέδιο χαρτόνι ενημερώνει τους επίδοξους αγοραστές πως τα έσοδα θα διατεθούν για την αποκατάσταση ενός 24χρονου νεαρού που έπεσε θύμα τροχαίου και σε τρεις άπορες οικογένειες με προβλήματα υγείας.
Ψηλά, στον 10ο όροφο, εκεί όπου βρίσκεται δηλαδή η Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού, η φασαρία από τον δρόμο δεν φτάνει ποτέ. Οι διάδρομοι λούζονται στο φως από μία μεγάλη τζαμαρία που βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής.
Αρκετοί κυκλοφορούν φορώντας μάσκες προσώπου γιατί οι ασθενείς έχουν συνήθως ταλαιπωρημένο ανοσοποιητικό σύστημα και δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με μικρόβια.
Εδώ έχω έρθει να συναντήσω τον Δημήτρη Καρακάση, αιματολόγο, διευθυντή στον βαθμό και επιστημονικά υπεύθυνο της Μονάδας Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών και τον Γιάννη Μπαλταδάκη, επίσης αιματολόγο και διευθυντή στην Αιματολογική Κλινική και τη Μονάδα Μεταμόσχευσης.
Το ραντεβού κανονίστηκε έπειτα από την προτροπή ενός φίλου που χρειάστηκε να νοσηλευτεί στη συγκεκριμένη πτέρυγα και επικοινώνησε μαζί μας εξαίροντας το έργο που επιτελεί το ιατρικό προσωπικό κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες.
«Στην Αιματολογική Κλινική, μέρος της οποίας αποτελεί η Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, αντιμετωπίζουμε κατά κύριο λόγο ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, και κατά δεύτερον λόγο, ασθενείς με καλοήθη αιματολογικά νοσήματα» λέει ο κ. Καρακάσης και εξηγεί περαιτέρω: «Όταν λέμε αιματολογικές κακοήθειες εννοούμε οξείες λευχαιμίες, λεμφώματα, Hodgkin και μη – Hodgkin καθώς και το πολλαπλό μυέλωμα. Και από τα καλοήθη νοσήματα, κυρίως τις απλαστικές αναιμίες.
Όσο αφορά το κομμάτι της μεταμόσχευσης, είμαστε η μεγαλύτερη μονάδα στην Ελλάδα όσο αφορά τις αλλογενείς μεταμοσχεύσεις αιμοποιητικών κύτταρων (σ.σ. μυελού των οστών δηλαδή), και κάνουμε περίπου 50 αλλογενείς μεταμοσχεύσεις (σ.σ. από υγιή δότη) το χρόνο και γύρω στις 20 αυτόλογες (σ.σ. αυτές που γίνονται από τον ίδιο τον ασθενή».
Μία μέρα πριν το ραντεβού στον Ευαγγελισμό και ενώ έψαχνα περισσότερα στοιχεία για τη Μονάδα Μυελού με άκουσε ο Άκης που κάθεται στο διπλανό γραφείο και πετάχτηκε λέγοντάς μου: «Α, έχω γίνει και εγώ δότης μυελού».
Και παρότι του έγνεψα σαν να καταλαβαίνω, ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή ντράπηκα λίγο γιατί δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να γίνω εθελοντής δότης μυελού. Άραγε πόσοι δότες σαν τον Άκη υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;
«Τα τελευταία χρόνια χάρη στις διάφορες πρωτοβουλίες που οργανώνονται από κέντρα δοτών ή π.χ. η Ελληνική Αιματολογική Εταιρία, ο αριθμός των δοτών έχει αυξηθεί. Πλέον φτάνουν τους 60 χιλιάδες. Εντάξει, σαν αριθμός, αναλογικά και με τον πληθυσμό, υπολείπεται έναντι του αριθμού των δοτών που υπάρχουν σε άλλες προηγμένες χώρες. Θα έπρεπε, δηλαδή, να είναι τουλάχιστον 100.000.
Σίγουρα, όμως, η τάση είναι αυξητική και ο κόσμος ενδιαφέρεται να γίνει δότης. Ειδικά τα 2-3 τελευταία χρόνια χρησιμοποιούμε συχνά Έλληνες δότες στις μεταμοσχεύσεις. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μοσχευμάτων έρχεται ακόμη από το εξωτερικό, κυρίως από τη Γερμανία» λέει ο κ. Μπαλταδάκης.
«Από τους δότες που χρησιμοποιούμε στις αλλογενείς μεταμοσχεύσεις περίπου το 30% είναι πλήρως συμβατά αδέρφια, το 50% είναι μη συγγενείς δότες και το 20% είναι από ταυτόσημους συγγενείς, δηλαδή συγγενείς που έχουν τη μισή συμβατότητα ίδια με τον ασθενή.
Οι πιο δύσκολες μεταμοσχεύσεις είναι αυτές που γίνονται από μη συγγενείς δότες και από ταυτόσημους συγγενείς. Πρακτικά εδώ στη μονάδα μας κάνουμε όλο το φάσμα των μεταμοσχεύσεων που γίνονται διεθνώς. Από το 91' που δημιουργήθηκε η μονάδα έχουμε πραγματοποιήσει περίπου 1600 μεταμοσχεύσεις» προσθέτει ο κ. Καρακάσης.
Αν κάποιος επιθυμεί να γίνει δότης μπορεί να πάει σε κάποια από τις εξορμήσεις που διοργανώνουν συχνά τα Κέντρα Δοτών. Πώς λειτουργεί η διαδικασία; Παίρνουν είτε δείγμα αίματος, είτε επίχρισμα που λαμβάνεται από τον βλεννογόνο του στόματος.
Στη συνέχεια αυτό ελέγχεται, γίνεται τυποποίηση των αντιγόνων ιστοσυμβατότητας και τα αποτελέσματα καταχωρούνται στην παγκόσμια δεξαμενή του μυελού των οστών για την περίπτωση που ο δότης βρεθεί να είναι συμβατός με κάποιον ασθενή.
«Επομένως, δημόσιες ή ιδιωτικές τράπεζες φύλαξης ομφάλιου αίματος;»
«Σαφέστατα δημόσιες» συμφωνούν και οι δυο με τον κύριο Μπαλταδάκη να συνεχίζει: «Το θέμα αυτό έχει επιλυθεί. Η ιδιωτική φύλαξη δεν έχει αποδειχτεί ότι έχει κάποια χρησιμότητα.
Να κρατάς, δηλαδή, το ομφάλιο αίμα για το ίδιο σου το παιδί. Ούτε, επίσης, να το κρατάς για την οικογένεια σου, γιατί αν κάποιος στην οικογένεια χρειαστεί μόσχευμα και υπάρχει συμβατός δότης μπορούν να το πάρουν από τον μυελό εκείνη τη στιγμή που θα χρειαστεί».
Σ' ένα ρεπορτάζ που είχα κάνει πριν χρόνια στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας, θυμάμαι τον κ. Ευάγγελο Φιλόπουλο, διευθυντή της Κλινικής Μαστού του νοσοκομείου και προέδρου της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας, να μου μιλάει για τη μακροχρόνια προσπάθεια που καταβάλλει προκειμένου να αποσυνδέσει τον καρκίνο από το σύμφυτο με αυτόν συναίσθημα του φόβου.
Ρωτάω τους δύο γιατρούς που έχω μπροστά μου αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. «Ο άνθρωπος πάντα νιώθει φόβο όταν μαθαίνει ότι πάσχει από κάποια αρρώστια, όχι μόνο από καρκίνο, αλλά ακόμη και την πιο απλή. Όταν μαθαίνει ότι έχει κάποιο κακόηθες νόσημα περνάει μία αρχική φάση όπου νιώθει άρνηση. Μετά, όμως, το αποδέχεται. Και του εξηγούμε και εμείς ότι το νόσημα αυτό θα χρειαστεί αυτές τις θεραπείες.
Ειδικά η μεταμόσχευση με την οποία ασχολούμαστε εμείς, για ορισμένα νοσήματα είναι η μοναδική θεραπευτική επιλογή που δίνει στον ασθενή πιθανότητες ίασης του νοσήματος. Καμία άλλη θεραπεία δεν παρέχει κάτι τέτοιο» επισημαίνει ο κ. Καρακάσης.
Πόσο εύκολο είναι άραγε για έναν γιατρό να μένει ανεπηρέαστος από τα περιστατικά που αντικρίζει καθημερινά; Να μάθει να διαχωρίζει δηλαδή το συναίσθημα από την επαγγελματική του ιδιότητα;
«Είναι δύσκολο να μην επηρεάζεσαι. Ο γιατρός δεν είναι φτιαγμένος από μάρμαρο, είναι άνθρωπος» λέει ο κ. Μπαλταδάκης, με τον κ. Καρακάση να συμπληρώνει: «Δενόμαστε με τους αρρώστους. Νιώθουμε και εμείς πολύ συχνά αυτό το συναίσθημα της ματαίωσης όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά.
Αρρωσταίνουμε και εμείς και μπορεί να χρειαστούμε ψυχολογική ή ψυχιατρική υποστήριξη. Δεν είναι ότι εμείς οι αιματολόγοι είμαστε πιο ευαίσθητοι από άλλες ειδικότητες απλώς οι δικοί μας ασθενείς ζούνε συνήθως περισσότερα χρόνια. Μοιραία δενόμαστε μαζί τους».
Στην αρχή της κουβέντας ανέφεραν ότι οι οξείες λευχαιμίες είναι τα πιο συνηθισμένα περιστατικά που καλούνται να αντιμετωπίσουν εδώ στην Αιματολογική Κλινική. Είναι θέμα πρόληψης ή κακής τύχης;
«Κακής τύχης» λέει με απόλυτη βεβαιότητα ο κ. Καρακάσης. «Τουλάχιστον με τις γνώσεις που υπάρχουν σήμερα, είναι θέμα τυχαίων μεταλλάξεων που συμβαίνουν στα αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα.
Μία μόνο μετάλλαξη, μία βλάβη δηλαδή στο γενετικό υλικό δεν μπορεί να δημιουργήσει λευχαιμία. Κάποιες από αυτές τις μεταλλάξεις αθροίζονται και με την ηλικία. Και όσο μεγαλώνουμε προστίθενται και άλλες. Τα νοσήματα αυτά, όπως επίσης και ο καρκίνος, είναι συχνότερα στη μέση και μεγαλύτερη ηλικία» επισημαίνει ο κ. Μπαλταδάκης.
Όση ώρα συζητάμε σ' ένα μικρό γραφείο με θέα στον Λυκαβηττό, παρατηρώ τα πρόσωπά τους. Και οι δυο μοιάζουν κουρασμένοι. Ή ίσως είναι ένα μείγμα κούρασης και απογοήτευσης μαζί. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος και έτσι τους ρωτάω αν το συμπέρασμά μου είναι λαθεμένο.
«Είμαι και κουρασμένος και απογοητευμένος» ομολογεί ο κ. Καρακάσης και το αποδίδει στις συνθήκες δουλειάς.
«Είμαστε τρία άτομα, τρεις γιατροί μόνιμο προσωπικό. Εγώ, ο κ. Μπαλταδάκης και ο κ. Γιγάντες. Κατά καιρούς έχουμε κάποιους ειδικευόμενους, κάποιους επικουρικούς συνεργάτες αλλά αυτοί δεν είναι μόνιμο προσωπικό.
Σε όλη την αιματολογική κλινική νοσηλεύονται περίπου 60-70 ασθενείς. Εμείς οι τρεις, μαζί με όσους έρχονται και παρέρχονται, πρέπει να δούμε όλους τους ασθενείς του 10ου ορόφου, όλους τους μεταμοσχευμένους που νοσηλεύονται, όσους έρχονται στο εξωτερικό ιατρείο οποιαδήποτε μέρα και ώρα της ημέρας, καθώς επίσης να ψάξουμε και να βρούμε μη συγγενείς δότες για τους ασθενείς».
«Πολλές φορές δουλεύουμε πάνω από 12 ώρες την ημέρα» λέει με τη σειρά του ο κ. Μπαλταδάκης και προσθέτει: «Και έχουμε να καλύπτουμε και τα επείγοντα του Ευαγγελισμού. Εγώ σήμερα έχω τον συντονισμό στη Γενική Εφημερία. Διότι το σύστημα απαιτεί από σένα να καλύπτεις όλα τα κενά».
Το δεύτερο πιο σημαντικό πρόβλημα, όπως μου λένε, είναι η έλλειψη μεταμοσχευτικών κλινών. Η λίστα αναμονής φτάνει ακόμη και τους έξι μήνες από τη στιγμή που θα παραπεμφθεί ένας ασθενής, κάτι που φυσικά επηρεάζει τις πιθανότητες επιβίωσής του.
«Προσπαθούμε να προωθήσουμε τα πιο επείγοντα περιστατικά αλλά δεν είναι πάντα εύκολο. Γιατί σκεφτείτε πως οι μονάδες που πραγματοποιούν μεταμοσχεύσεις αυτή τη στιγμή στην Αθήνα είναι δύο. Εδώ σε εμάς και στο Αττικό Νοσοκομείο.
Υπάρχει, βέβαια, και η μονάδα στο Ογκολογικό Κέντρο "Μαριάννα Βαρδινογιάννη" που είναι για παιδιά. Η δυναμικότητα αυτών των δύο μονάδων που είναι για ενήλικες είναι μικρή. Εμείς έχουμε 9 κλίνες και στο Αττικό είναι ακόμη λιγότερες, 4 νομίζω. Την ίδια ώρα αντίστοιχες μονάδες στο εξωτερικό έχουν τουλάχιστον 20-30» λέει ο κ. Μπαλταδάκης.
Ακούγοντας όσα μου περιγράφουν για τις συνθήκες της δουλειάς τους και γνωρίζοντας τη συνολικότερη απαξίωση που υπάρχει και από μισθολογική άποψη στους γιατρούς του ΕΣΥ, τους ρωτάω αν θα συμβούλευαν έναν νέο γιατρό να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει στο εξωτερικό.
«Είναι ένα θέμα που κάποιος αποφασίζει με προσωπικά κριτήρια. Αυτό που λέμε εμείς είναι ότι κάποιοι άνθρωποι πρέπει να μείνουν στην Ελλάδα και να το παλέψουν παρά τις αντιξοότητες που υπάρχουν. Αυτό που έχει "χτιστεί" στα δημόσια νοσοκομεία με τα χρόνια, όσα κάνουμε και εμείς εδώ στο κομμάτι της μεταμόσχευσης, πρέπει να έχουν μία συνέχεια.
Αν το πράγμα πάει ως έχει, σε λίγα χρόνια θα υπάρχει πρόβλημα στο ΕΣΥ. Θα καταρρεύσει λόγω ανεπάρκεια στελεχικού δυναμικού. Το σύστημα έχει κλείσει την πόρτα του στους νέους ανθρώπους» επιμένει ο κ. Μπαλταδάκης.
«Συγγνώμη, αν δηλαδή, σταματήσετε εσείς οι τρεις οι μόνιμοι που μου λέτε, ποιος θα αναλάβει εδώ τη Μονάδα;» ρωτάω. «Κανείς» απαντούν και οι δυο με μια φωνή.