«Η Βραζιλία δεν είναι για τους αρχάριους», συνήθιζε να λέει ο Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ. O κύριος Ζομπίμ, που μεταξύ τόσων πολλών άλλων, έγραψε και το «The Girl From Ipanema» και είναι ίσως αυτός που πρέπει να ευγνωμονούμε περισσότερο από κάθε άλλον για το γεγονός ότι οι φίλοι της μουσικής παγκοσμίως δεν κατατάσσουν την Βραζιλιάνικη Ποπ στα στενά και εξωτικά πλαίσια αυτού που αποκαλείται «world» (ή «έθνικ») μουσική. Όταν μετέφερα κάποτε την ατάκα αυτή του μαέστρου σ' έναν Αμερικανό φίλο, εκείνος μου αποκρίθηκε: «Καμιά χώρα δεν είναι». Έχει ένα δίκιο ο φίλος μου. Ενδεχομένως, η Βραζιλία ίσως και να μην είναι τόσο ξεχωριστή τελικά.
Αυτήν την ώρα, η χώρα μου αποδεικνύει ότι είναι κι εκείνη ένα έθνος ανάμεσα σε άλλα. Όπως και άλλες χώρες ανά τον πλανήτη, η Βραζιλία αντιμετωπίζει μια άμεση απειλή από την άκρα δεξιά με τη μορφή ενός καταιγιστικού λαϊκίστικου συντηρητισμού. Το νέο μας πολιτικό φαινόμενο με την ονομασία Ζαΐρ Μπολσονάρο είναι ένας πρώην λοχαγός του στρατού που θαυμάζει τον Ντόναλντ Τραμπ αλλά θυμίζει πιο έντονα τον ισχυρό άντρα των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Ο Μπολσονάρο υποστηρίζει την οπλοκατοχή χωρίς περιορισμούς, προϋποθέτει ανεξαιρέτως ότι όταν ένας αστυνομικός σκοτώνει έναν «ύποπτο» βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα και δηλώνει ότι ένας νεκρός γιος είναι προτιμότερος από έναν γκέι.
Μπορούμε δυστυχώς να προβλέψουμε με αρκετή ασφάλεια ότι την επικράτηση του Μπολσονάρο θα ακολουθήσει κύμα φόβου και μίσους. Ήδη έχουμε δει αίμα να τρέχει. Στις 7 Οκτωβρίου, ένας οπαδός του Μπολσονάρο μαχαίρωσε θανάσιμα στην Μπαΐα, τον φίλο μου Μόα ντε Κατεντέ, μουσικό και μάστερ της καποέιρα. Ο θάνατός του άφησε την πόλη του Σαλβαντόρ σε κατάσταση σοκ, πένθους και αγανάκτησης...
...Πολλοί καλλιτέχνες, μουσικοί, κινηματογραφιστές και στοχαστές έχουν εσχάτως βρεθεί σ΄ ένα περιβάλλον όπου οι πάσης φύσεως αντιδραστικοί δημαγωγοί – μέσω άρθρων, βιβλίων, ιστοσελίδων και αναρτήσεων – δυσφημούν κάθε απόπειρα περιορισμού των ανισοτήτων, συνδέοντας ύπουλα προοδευτικές κοινωνικά πολιτικές με έναν εφιάλτη τύπου Βενεζουέλας, υποστηρίζοντας ότι τα δικαιώματα των μειονοτήτων υπονομεύουν τα θρησκευτικά και ηθικά μας ιδεώδη ή απλά τραμπουκίζοντας ανθρώπους μέσω της συστηματικής χρήσης μειωτικού και υβριστικού λόγου. Η ανέλιξη του Μπολσονάρο ως μυθικής σχεδόν φιγούρας εκπληρώνει τις προσδοκίες τέτοιου τύπου επιθέσεων. Δεν πρόκειται για ανταλλαγή επιχειρημάτων: Αυτοί που δεν πιστεύουν στην δημοκρατία, ενεργούν με ύπουλους τρόπους.
Τα μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα έδειξαν μια τάση υποτίμησης των κινδύνων (και ουσιαστικά ενίσχυσης του Μπολσονάρο) με το να περιγράφουν την κατάσταση ως μια σύγκρουση μεταξύ άκρων: το Κόμμα των Εργατών που μας θα μας οδηγήσει σε καθεστώς κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού εναντίον του Μπολσονάρο που θα αγωνιστεί ενάντια στη διαφθορά και θα ηρεμήσει τις αγορές. Πολλοί εκπρόσωποι του τύπου εσκεμμένα αποκρύπτουν το γεγονός ότι ο «Λούλα» ντα Σίλβα αν μη τι άλλο σεβάστηκε απολύτως τους δημοκρατικούς κανόνες ενώ ο Μπολσονάρο έχει κατ΄ επανάληψη υπερασπιστεί τη στρατιωτική δικτατορία. Τον Αύγουστο του 2016 μάλιστα, καθώς ψήφιζε υπέρ της παραπομπής της Ντίλμα Ρούσεφ, αφιέρωσε την ενέργειά του αυτή στον Κάρλος Αλμπέρτο Μπριλάντε Ούστρα, τον περιβόητο διοικητή κέντρου βασανιστηρίων στη δεκαετία του '70.
Ως δημόσιο πρόσωπο στη χώρα μου, έχω καθήκον να μιλήσω. Είμαι ηλικιωμένος πια, αλλά ήμουν νέος στη δεκαετία του '60 και του '70 και δεν ξεχνώ ότι η χούντα έστειλε στη φυλακή πλήθος καλλιτεχνών και διανοούμενων, ανάμεσα σ' αυτούς και μένα, παρέα με τον φίλο και συνεργάτη μου Ζιλμπέρτο Ζιλ.
Μας είχαν βάλει, τον Ζιλμπέρτο κι εμένα, σ' ένα βρωμερό κελί για μια εβδομάδα. Κατόπιν, χωρίς καμιά εξήγηση, μας μετέφεραν σε στρατιωτική φυλακή όπου κρατηθήκαμε για δύο μήνες. Μετά απ' αυτό, τέσσερις μήνες κατ' οίκον περιορισμό και τελικά, εξορία, που κράτησε δύο χρόνια. Μαζί με μας είχαν φυλακιστεί και άλλοι φοιτητές, συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Όπως κι εμείς, δεν βασανίστηκαν. Όπως κι εμείς όμως, άκουγαν τις νύχτες τις κραυγές αυτών που υπέφεραν άγρια βασανιστήρια και ήταν είτε πολιτικοί κρατούμενοι συνδεδεμένοι από το καθεστώς με ένοπλες αντιστασιακές ομάδες είτε νεαροί φτωχοδιάβολοι που είχαν συλληφθεί για μικροκλοπές και διακίνηση ναρκωτικών. Αυτές οι κραυγές δεν εγκατέλειψαν ποτέ το μυαλό μου.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι πιο εξωφρενικές δηλώσεις του Μπολσονάρο δεν είναι παρά επιδεικτική πόζα. Πράγματι, ακούγεται σαν πολλούς «καθημερινούς» τύπους Βραζιλιάνου άντδα, εκφράζοντας ανοιχτά την επιφανειακή ωμότητα και την κτηνώδη αντίληψη που εκείνοι ντρέπονται να εκφράσουν δημόσια. Όλες οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ο αριθμός γυναικών ψηφοφόρων του είναι σαφώς μικρότερος από τον αντίστοιχο των ανδρών. Και για να κυβερνήσει την Βραζιλία, θα τεθεί αντιμέτωπος με το Κογκρέσο και με το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, αλλά και με το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις έδειξαν επίσης ότι η μεγάλη πλειοψηφία της χώρας δηλώνει πιστή στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.
Παρέθεσα στην αρχή τη ρήση του Ζομπίμ για να προσδώσω μια κάποια ελαφρότητα στην σκοτεινή άποψή μου για τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Ο μεγάλος συνθέτης μιλούσε ειρωνικά, εξέφρασε όμως μια αλήθεια που υπογραμμίζει τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, μιας γιγαντιαίας χώρας του Νότιου ημισφαιρίου, μικτής φυλετικής σύνθεσης και της μοναδικής χώρας στην ήπειρο με επίσημη γλώσσα τα Πορτογαλικά. Αγαπώ την Βραζιλία και πιστεύω ότι μπορεί πάντα να προσφέρει νέα χρώματα στην παλέτα του παγκόσμιου πολιτισμού. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι την αγαπούν επίσης.
Πολλοί άνθρωποι εδώ λένε ότι θα μετακομίσουν στο εξωτερικό μετά την επικράτηση του λοχαγού. Ποτέ μου δεν ήθελα να ζήσω σε άλλη χώρα εκτός της Βραζιλίας. Και ούτε τώρα το θέλω. Εξαναγκάστηκα να φύγω στην εξορία κάποτε. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Θέλω η μουσική μου, η παρουσία μου εν γένει, να λειτουργήσουν ως μόνιμη αντίσταση σε όποια αντιδημοκρατικά εκτρώματα θα προκύψουν από μια κυβέρνηση Μπολσονάρο.
σχόλια