Είναι η παραμονή της τριακοστής επετείου από την πτώση του Τείχους, και χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξεχυθεί στους δρόμους του συννεφιασμένου Βερολίνου. Οι περισσότεροι κατευθύνονται σε κάποια από τις επτά εμβληματικές τοποθεσίες της πόλης που επιλέχθηκαν ως ορόσημα των εορτασμών. Λόγω των αστυνομικών μέτρων, ορισμένοι δρόμοι είναι κλειστοί ακόμη και για πεζούς, και είναι πρακτικά αδύνατο να ακολουθήσω τη διαδρομή που μου υποδεικνύουν οι Χάρτες της Google για να φτάσω στη γέφυρα Ομπερμπάουμ.
Με τα σπαστά γερμανικά μου ζητάω οδηγίες από μια ψηλόλιγνη γυναίκα γύρω στα πενήντα που μοιάζει λιγότερο βιαστική από τους άλλους. Μου χαμογελάει ευγενικά και απαντάει στ' αγγλικά ότι μπορώ να την ακολουθήσω αφού και η ίδια πηγαίνει προς το ίδιο σημείο. Συστηνόμαστε –τη λένε Σαμπίνε– κι όταν της λέω από πού έχω έρθει, ενθουσιάζεται. Αφού μου αραδιάζει (αρκετά) ονόματα ελληνικών νησιών που έχει επισκεφθεί, μου λέει ότι ονειρεύεται να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ίο όταν βγει στη σύνταξη.
Η ευγένειά της μου δίνει το θάρρος να τη ρωτήσω αν ζούσε εδώ όσο το τείχος χώριζε την πόλη. Νεύει καταφατικά, αλλά χωρίς να πει κάτι άλλο ανοίγει το βήμα. Όταν πια φτάνουμε στο σημείο που φαίνεται η καλλιτεχνική εγκατάσταση –μια οριζόντια σειρά από νέον φώτα που διασχίζουν τον ποταμό Σπρέε σε ανάμνηση της διαχωριστικής γραμμής του Τείχους–, η Σαμπίνε σταματάει και μου δείχνει προς την αντίπερα όχθη του ποταμού.
Οι φιλελεύθερες κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με τα ίδια τους τα λάθη, και πέφτουν η μία μετά την άλλη στις παγίδες που τους στήνουν οι εθνικιστές και οι λαϊκιστές. Αυτοί που σηκώνουν και τα νέα τείχη.
«Στο Ανατολικό μεγάλωσα» μου λέει. «Αλλά για χρόνια δεν ήμουν βέβαιη τι ακριβώς σήμαινε ο διαχωρισμός της πόλης. Ούτε στο σπίτι μας, ούτε στο σχολείο μιλούσαν πολύ γι' αυτό». Τη ρωτάω αν θυμάται τι έκανε τη μέρα που έπεσε το τείχος. «Αν θυμάμαι;» ρωτάει γελώντας. «Δεν θα μπορούσα να την ξεχάσω. Δεν βρισκόμουν όμως κοντά στο τείχος, όπως οι περισσότεροι. Ήμουν σε ένα νοσοκομείο στην άλλη άκρη γιατί είχα στραμπουλήξει τον αστράγαλό μου». Κοιτάει αφηρημένα προς το ποτάμι, και συμπληρώνει: «Πονούσα, αλλά ήθελα τόσο να τρέξω προς το Δυτικό».
Όπως μου λέει, με μια δόση συστολής στο βλέμμα, πέρασε τη νοητή γραμμή του τείχους αρκετές μέρες αργότερα. «Από τους τελευταίους». Δεν είμαι καλός στο να μαντεύω τα συναισθήματα των άλλων και τη ρωτάω αν μπορεί να μου περιγράψει τι ένιωσε όταν πληροφορήθηκε την είδηση. Η ερώτηση μοιάζει να την παραξενεύει. Αποδίδω την αδιακρισία στη δημοσιογραφική μου ιδιότητα. «Δεν είχα ιδέα ότι οι δημοσιογράφοι ενδιαφέρονται για τα συναισθήματα των ανθρώπων» μου λέει. «Αλλά θα σου πω τι ένιωσα». Μεσολαβεί μια μεγάλη παύση, λες και ψάχνει την κατάλληλη λέξη, και τελικά μου λέει: «Ανακούφιση». Και ανασαίνει βαθιά, ίσως για να μου δείξει πόσο ανακουφισμένη ένιωσε.
Αποχαιρέτησα τη Σαμπίνε και συνέχισα τον περίπατο στο φθινοπωρινό Βερολίνο. Σκεφτόμουν για ώρα την ιστορία της. Δεν ήταν τραγική, ούτε συγκλονιστική, ούτε καν συγκινητική όπως οι χιλιάδες ιστορίες που γράφτηκαν και ειπώθηκαν έκτοτε. Ήταν όμως ξεχωριστή γιατί μου φάνηκε πως κάτι έκρυβε. Προσπάθησα να τη φανταστώ στις 9 Νοεμβρίου του 1989. Θα 'ταν είκοσι χρόνων τότε, ίσως και νεότερη, γεμάτη διάθεση για ζωή και όνειρα για ελευθερία και. Ποιος ξέρει; Ίσως επιχείρησε κι εκείνη να σκαρφαλώσει το τείχος κι εκεί να στραμπούληξε το πόδι της. Ίσως και όχι.
Την έφερα στον νου μου να ανασαίνει βαθιά. Κι αυτό ήταν αρκετό. Η ανάσα της Σαμπίνε ήταν η ανάσα ενός ολόκληρου λαού. Ενός λαού που εκείνη τη μέρα έκανε το μετέωρο βήμα από έναν ακούσιο παρατατικό προς τον πολυπόθητο ενεστώτα χρόνο, ενός λαού που επιχείρησε το άλμα από τη βαλτωμένη ουτοπία στην προοικονομημένη ελπίδα για πιο ελεύθερη ζωή και πιο ανοιχτό κόσμο. Στις τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν, πολλοί συνειδητοποίησαν ότι η εξέλιξη που ανέμεναν δεν ήταν γραμμική.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την ειρηνική επανάσταση, η εισπνοή της Σαμπίνε και των εκατομμυρίων Σαμπίνε αυτού του κόσμου δεν είναι εξίσου βαθιά. Δεν μπορεί να είναι. Η Γερμανία, η Ευρώπη και ο κόσμος ολόκληρος μοιάζουν να λαχανιάζουν. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με τα ίδια τους τα λάθη και πέφτουν η μία μετά την άλλη στις παγίδες που τους στήνουν οι εθνικιστές και οι λαϊκιστές. Αυτοί που σηκώνουν και τα νέα τείχη. Θα τους το επιτρέψουμε;
Οι σκοτεινές συμπτώσεις
Δύο αλλόκοτες χρονολογικές συμπτώσεις ρίχνουν βαριά σκιά πάνω από την εορταστική επέτειο της 9ης Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα το 1923, ο Αδόλφος Χίτλερ έκανε την πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα πραξικοπήματος. Ο φαύλος κύκλος που άνοιξε τότε έκλεισε την ίδια μέρα του 1938, όταν ξεκίνησε και η Νύχτα των Κρυστάλλων. Η πορεία προς τον πόλεμο, τη διαίρεση και τον διχασμό έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, αλλά ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι θα χρειάζονταν εξήντα χρόνια για να επανενωθεί η χώρα. Και τα τραύματα που άνοιξαν τότε ήταν τόσο βαθιά, που πολλά σημάδια φαίνονται ακόμη.
Τα επόμενα τείχη που πρέπει να πέσουν
Με την αφήγηση των δικών του αναμνήσεων του Τίμοθi Γκάρτον Ας από το 1989 ξεκίνησε η εναρκτήρια ομιλία του φετινού Falling Walls. «Ακριβώς 30 χρόνια πριν στεκόμουν στη δυτική πλευρά του τείχους και παρακολουθούσα έναν γερανό να το κατεδαφίζει. Αμέσως μετά περπάτησα στη "λωρίδα του θανάτου" μέχρι την Potzdamer Platz, κάτι αδιανόητο λίγες ώρες πριν» είπε ο Βρετανός καθηγητής στους 700 παρευρισκόμενους του φεστιβάλ που διοργανώνεται στο Radialsystem V, ένα ιστορικό διατηρητέο κτίριο του πρώην Ανατολικού Βερολίνου.
Μεταξύ αυτών και 14 δημοσιογράφοι απ' όλο τον κόσμο –οι περισσότεροι εκτός Ευρώπης: από Ινδία, Βιετνάμ, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Χονγκ Κονγκ, Κένυα, Κορέα κ.ά.– που ταξιδέψαμε στο Βερολίνο έπειτα από πρόσκληση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας. Κατά την παραμονή μας στην πόλη επισκεφθήκαμε ερευνητικά ινστιτούτα, επιστημονικά κέντρα και υπουργεία, και είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως οι Γερμανοί δεν διστάζουν να αντικρίσουν το παρελθόν τους, αλλά περισσότερο μοιάζουν να ανησυχούν για το μέλλον τους. Η ανησυχία τους όμως είναι δημιουργική και μετασχηματίζεται σε ζήλο για καινοτομία στην επιστήμη και στις σύγχρονες τεχνολογίες.
«Στόχος μας είναι να ενθαρρύνουμε τον δημόσιο διάλογο για την καινοτομία και την έρευνα και να προωθήσουμε τις νεότερες επιστημονικές ανακαλύψεις σε ευρύτερο κοινό» μας λέει ο Σεμπάστιαν Τέρνερ, ιδρυτής του Falling Walls. Ο Τέρνερ, συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας Tagesspiegel, συνέλαβε την ιδέα του συνεδρίου το 2009 με αφορμή την εικοστή επέτειο. Πλέον, το Falling Walls έχει εξελιχθεί σε ένα φεστιβάλ ιδεών που συγκεντρώνει κάθε χρόνο στο Βερολίνο σημαντικές προσωπικότητες από τους χώρους της επιστήμης, της πολιτικής, των τεχνών και της κοινωνίας. Τον συναντήσαμε σε μια κλειστή δημοσιογραφική συνάντηση λίγες ώρες πριν σηκωθεί η αυλαία του συνεδρίου. Μας μίλησε για τις προσδοκίες του από τη διοργάνωση και μας υποσχέθηκε ένα αποκλειστικά χορτοφαγικό μενού, προκειμένου να εκφραστεί έμπρακτα η ανησυχία για την περιβαλλοντική απειλή που σχετίζεται με την κατανάλωση κρέατος, αλλά και μια μεγάλη έκπληξη.
Οι προγραμματικές προθέσεις του Τέρνερ επιβεβαιώνονται από τον κεντρικό ομιλητή το επόμενο πρωί. Ο Tίμοθι Γκάρτον Ας ξεκινάει την ομιλία του με τη δυσοίωνη διαπίστωση ότι 30 χρόνια μετά την πτώση του τείχους, βλέπουμε τείχη να υψώνονται, αντί για τείχη να πέφτουν: Το τείχος του Τραμπ στα νότια των ΗΠΑ, το τείχος του Όρμπαν στα σύνορα της Ουγγαρίας με τη Σερβία, τα πνευματικά τείχη που χωρίζουν τους διαφορετικούς πολιτισμούς και πολλά ακόμη. «30 χρόνια μετά, δεν ζούμε μια φιλελεύθερη επανάσταση, αλλά μια αντιφιλελεύθερη αντεπανάσταση» είπε χαρακτηριστικά ο γνωστός συγγραφέας και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Στη συνέχεια της ομιλίας του, ο Βρετανός καθηγητής επισημαίνει ότι δεν ήταν λάθος ότι γιορτάσαμε την πτώση του τείχους ως έναν πρωτοφανή θρίαμβο για την ελευθερία, για τη δημοκρατία, για την Ευρώπη, για τη Δύση και για την ανθρώπινη θέληση, γιατί ήταν όλα αυτά μαζί. «Λάθος όμως ήταν ότι πιστέψαμε ότι έτσι θα είναι στο εξής τα πράγματα, ότι αυτή είναι η μοναδική κατεύθυνση που ακολουθεί η ιστορία, ότι αυτή είναι η νέα κανονικότητα. Η ιστορία όμως δεν λειτουργεί έτσι» τόνισε. «Όλοι οι φιλελεύθεροι με την ευρύτερη έννοια του όρου, όσοι δηλαδή πιστεύουν στη λογική, στην αλήθεια, στην ελευθερία, στον πολιτισμένο και ελεύθερο διάλογο, οφείλουν να σταθούν απέναντι στους δημαγωγούς, στους προφήτες του παραλόγου, απέναντι στους εθνικιστές και στους λαϊκιστές, στους Τραμπ και τους Όρμπαν, τους Έρντογαν, τους Φάρατζ, τις Λεπέν. Την ίδια όμως στιγμή ο πραγματικός φιλελεύθερος οφείλει να είναι αυτοκριτικός και να αμφισβητεί διαρκώς τα δικά του πιστεύω».
Ακολούθησαν πολλές ενδιαφέρουσες ομιλίες και τοποθετήσεις. Ακούσαμε και συζητήσαμε για τον καπιταλισμό της επιτήρησης που οικοδομείται από τους κολοσσούς της τεχνολογίας, για τη μάχη της επιστήμης με την ελονοσία, για τις ηθικές (και ανήθικες) πτυχές που συνδέονται με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, για το αν το εργαστηριακά παραγόμενο κρέας μπορεί να σώσει τον πλανήτη, για τις αυτοδίδακτες γιαγιάδες-ψυχοθεραπεύτριες που βοηθούν στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, και για πολλά ακόμη.
Δέκα ώρες αργότερα, οι ομιλίες ολοκληρώθηκαν και ο Σεμπάστιαν Τέρνερ ανέβηκε στη σκηνή για να μας αποχαιρετίσει. Ομολογώ ότι μετά από τόσες ώρες, είχα ξεχάσει ότι μας είχε υποσχεθεί μια έκπληξη. Εκείνος όμως προφανώς το θυμόταν. Και λίγο πριν πέσει η αυλαία του Falling Walls, μας παρουσίασε την επιστολή που είχε ήδη στείλει στον Ντόναλντ Τραμπ. Το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι η επιστολή ήταν γραμμένη (ή μάλλον σφυρηλατημένη) σε ένα αυθεντικό κομμάτι του τείχους. Η ογκώδης στήλη με ύψος δύο και πλέον μέτρα στάλθηκε με φορτωτική στον Λευκό Οίκο το πρωί της 9ης Νοεμβρίου. Οι συνεργάτες του Αμερικανού προέδρου αρνήθηκαν να την παραλάβουν. Ίσως ποτέ να μην φτάσει σε εκείνον το εγχάρακτο μήνυμα: «Το μέγεθος των Αμερικανών προέδρων προσδιορίζεται από την ικανότητά τους να γκρεμίζουν τείχη» έγραφε μεταξύ άλλων. Σίγουρα όμως, όπως είπε ο Τέρνερ, θα φτάσει στο Σαν Ντιέγκο, στο Ελ Πάσο, και σε άλλες περιοχές που το τελευταίο που χρειάζονται είναι υψωμένα τείχη.
Το τελευταίο που χρειάζονται. Όσο ρομαντικό ή αφελές κι αν ακούγεται αυτό. Γιατί καμιά φορά η αφέλεια είναι αρκετή για να πυροδοτήσει την ελπίδα που φουσκώνει τα στήθη μας, όπως η βαθιά ανάσα της Σαμπίνε.