Μια νέα μελέτη έρχεται να αμφισβητήσει τα οφέλη της διαλειμματικής νηστείας για την υγεία.
Η διαλειμματική νηστεία είναι μια γνωστή πρακτική κατά την οποία τρώτε όλο το φαγητό σας σε ένα οκτάωρο «παράθυρο» και νηστεύετε για τις υπόλοιπες 16 ώρες της ημέρας. Ωστόσο, μια μελέτη από την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία διαπίστωσε ότι ο περιορισμός των γευμάτων σε μόλις οκτώ ώρες την ημέρα συνδέεται με 91% αύξηση του κινδύνου θανάτου από καρδιακές παθήσεις.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Victor Zhong της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Shanghai Jiao Tong, ανέλυσαν περίπου 20.000 ενήλικες στις ΗΠΑ με μέση ηλικία 49 ετών, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει τη διατροφή αυτή, γνωστή και ως πρόγραμμα 16:8.
Σύμφωνα με τη μελέτη - η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο επιδημιολογίας και πρόληψης καρδιαγγειακών παθήσεων στο Σικάγο - όσοι περιόριζαν το φαγητό τους σε οκτώ ώρες την ημέρα είχαν 91% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακά νοσήματα σε σχέση με όσους έτρωγαν 12 ή 16 ώρες. Μεταξύ των συμμετεχόντων με υπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο, η διάρκεια του φαγητού μεταξύ οκτώ και 10 ωρών την ημέρα συσχετίστηκε επίσης με 66% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Εν τω μεταξύ, τα άτομα με καρκίνο που έτρωγαν για περισσότερες από 16 ώρες την ημέρα είχαν λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από τη νόσο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι η περιορισμένη χρονικά κατανάλωση φαγητού δεν μείωσε τον συνολικό κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.
«Άγνωστες είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία από τη διατροφή αυτή»
«Ο καθημερινός περιορισμός του χρόνου κατανάλωσης φαγητού σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως οκτώ ώρες την ημέρα, έχει αποκτήσει δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια ως ένας τρόπος για την απώλεια βάρους και τη βελτίωση της υγείας της καρδιάς», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Zhong. «Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία από τον περιορισμό του χρόνου κατανάλωσης φαγητού, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία ή καρδιαγγειακής νόσου, είναι άγνωστες» συνέχισε.
Η διεξαγωγή της έρευνας και οι ελλείψεις
Η μελέτη ανέλυσε δεδομένα από τους συμμετέχοντες στις Εθνικές Έρευνες Υγείας και Διατροφής 2003-2018 και τα συνέκρινε με τη βάση δεδομένων του Εθνικού Δείκτη Θανάτου των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για άτομα που πέθαναν στις ΗΠΑ από το 2003 έως τον Δεκέμβριο του 2019.
Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι η μελέτη ήταν περιορισμένη στα ευρήματά της, επειδή βασίστηκε σε αυτοαναφερόμενες διατροφικές πληροφορίες, καθώς και ότι δεν επικεντρώθηκε σε άλλους παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο στην υγεία των συμμετεχόντων.
«Συνολικά, η μελέτη αυτή υποδηλώνει ότι η περιορισμένη χρονικά κατανάλωση τροφής μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις. Όταν η μελέτη παρουσιαστεί στο σύνολό της, θα είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες της ανάλυσης», δήλωσε ο Δρ Christopher D Gardner, καθηγητής Ιατρικής Rehnborg Farquhar στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
«Μία από αυτές τις λεπτομέρειες αφορά την ποιότητα των θρεπτικών συστατικών της δίαιτας που χαρακτηρίζει τα διάφορα υποσύνολα των συμμετεχόντων. Χωρίς αυτές τις πληροφορίες, δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν η πυκνότητα των θρεπτικών συστατικών θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική εξήγηση για τα ευρήματα που επί του παρόντος επικεντρώνονται στο χρονικό παράθυρο για το φαγητό. Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η κατηγοριοποίηση στα διάφορα παράθυρα περιορισμένου χρόνου κατανάλωσης φαγητού καθορίστηκε με βάση μόλις δύο ημέρες διαιτητικής πρόσληψης», δήλωσε και συνέχισε τονίζοντας πως «Αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της πιθανής ανεξάρτητης συμβολής του σύντομου χρονικά περιορισμένου διατροφικού προτύπου που αναφέρεται σε αυτή την ενδιαφέρουσα και προκλητική περίληψη».