Την τελευταία του στήλη στην περιφερειακή εφημερίδα Notiver o Άνχελ Λόπεζ Βελάσκο την είχε αφιερώσει σε γυναικοκτονίες, τον πολιτικό νεποτισμό και τη μόλυνση του νερού.
«Οι αρχές έχουν υποσχεθεί να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα», έγραφε ο 55χρονός υποδιευθυντής του έντυπου από τη Βέρακρουζ. «Αν δεν το κάνουν, θα τους το υπενθυμίσουμε από εδώ». Αυτό δεν έγινε ποτέ. Μερικές ώρες αργότερα ο Λόπεζ Βελάσκο κείτονταν νεκρός.
Ήταν 20 Ιανουαρίου του 2011. Οι δολοφόνοι του Βελάσκο σκότωσαν τον δημοσιογράφο την ώρα που κοιμόταν. Έσπασαν την πόρτα και σκότωσαν επίσης τη γυναίκα του Αγκουστίνα και το μικρότερο γιο τους, το Μισαέλ, με 400 σφαίρες από αυτόματα όπλα. Η αστυνομία, που το τμήμα της βρίσκονταν μερικά κτίρια πιο πέρα, δεν έστειλε ότι ένα περιπολικό. Μετά από δέκα χρόνια η εισαγγελία δεν διαθέτει κανένα ξεκάθαρο κίνητρο του δράστη ή των δραστών και έχει βάλει τον φάκελο στο αρχείο. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του ζεύγους αναγκάστηκαν φύγουν στο εξωτερικό και να ζητήσουν άσυλο.
Υπόθεση Βελάσκο στη Χάγη
Η οικογένεια καταστράφηκε, μια επικριτική φωνή μαζί με όσα γνώριζε, σιώπησε. «Σε πάνω από το 90% των περιπτώσεων οι δράστες μπορούν να υπολογίζουν ότι δεν θα διωχθούν» λέει στη DW η Μπαλμπίνα Φλόρες από τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στο Μεξικό. Τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο η περίπτωση θα φτάσει ενώπιον της δικαιοσύνης.
Το Μόνιμο Δικαστήριο των Λαών, ένας ανεξάρτητος θεσμός διατύπωσης γνώμης, που βασίζεται στις οικουμενικές αρχές των διακυρήξεων των δικαιωμάτων των λαών και εξετάζει πραγματικά περιστατικά, έχει ορίσει για σήμερα την πρώτη δικάσιμο για τις παγκόσμιες παραβιάσεις της ελευθερίας του τύπου.
Θα συζητηθούν τρεις δολοφονίες δημοσιογράφων, του Μιγκέλ Άνχελ Λόπεζ Βελάσκο από το Μεξικό, της Λαζάνθα Βικρεματούνγκε από τη Σρι Λάνκα και του Ναμπίλ αλ Σάρμπαϊ από τη Συρία.
Το δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει κανέναν, αλλά μπορεί τουλάχιστον να αναδείξει τις δολοφονίες και να αυξήσει την πίεση στις εκάστοτε κυβερνήσεις για την καλύτερη προστασία των δημοσιογράφων στο μέλλον. Τη διαδικασία κίνησαν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η Free Press Unlimited FPU και η Επιτροπή για την προστασία των Δημοσιογράφων CPJ. «Αυτό το δημόσιο φόρουμ αποτελεί ευκαιρία να λογοδοτήσουν τα κράτη για τις παραλείψεις τους» λέει η Ναταλί Σάουθβικ, συντονίστρια του προγράμματος CPJ για την Λατινική Αμερική και Καραϊβική.
Τέτοιες προσπάθειες είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην Λατινική Αμερική, όπου οι περιπτώσεις μιας συντριπτικά μεγάλης πλειοψηφίας δολοφονιών δημοσιογράφων δεν έχουν παραπεμφθεί ποτέ στη δικαιοσύνη, ιδιαίτερα στο Μεξικό, όπου έχουν χάσει τη ζωή τους οι περισσότεροι δημοσιογράφοι. Η ακροαματική διαδικασία αποτελεί μέρος μιας σειράς δράσεων που στοχεύουν στην προειδοποίηση των δημοσιογράφων σε όλον τον κόσμο για τους κινδύνους που απειλούν τους ίδιους και την ελευθερία του τύπου.
Μια άλλη πτυχή είναι για παράδειγμα το πρότζεκτ Forbidden Stories. Η μη κερδοσκοπική οργάνωση υποστηρίζει δημοσιογράφους για να συνεχίσουν έρευνες για δολοφονημένους, φυλακισμένους ή απειλημένους συναδέλφους τους, προκειμένου να δείξουν στους δράστες ότι αντίποινα εναντίον δημοσιογράφων δεν οδηγούν στον στόχο τους συγκάλυψης δυσάρεστων αληθειών.
Η δολοφονία του Λόπεζ Βελάσκο ήταν η προειδοποιητική βολή. ‘Ήταν έμπειρος και έγκριτος δημοσιογράφος, ήξερε τη χώρα του «σαν την τσέπη του». «Ο θάνατός του απετέλεσε την απαρχή μιας ολόκληρης σειράς δολοφονιών δημοσιογράφων στην Βερακρούζ» θυμάται η Βαλμπίνα Φλόρες. Μεταξύ αυτών και η Γιολάντα Ορντάζ από την Notiver, η οποία πριν τον θάνατό της είχε επικρίνει τις καθυστερήσεις των αρχών στην υπόθεση δολοφονίας Βελάσκο.
Νόμος για την προστασία δημοσιογράφων, αλλά...
Κυβερνήτης τότε ήταν ο Χαβιέ Ντουάρτε από το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα PRI. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δολοφονήθηκαν στη Βερακρούζ 17 επαγγελματίες των ΜΜΕ, τρεις εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Είχε κυκλοφορήσει μια λεγόμενη μαύρη λίστα με δημοσιογράφους, που έπεσαν σε δυσμένεια από τον Ντουάρτε και τον πανίσχυρο προκάτοχό του και για αυτό τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Η Βερακρούζ ήταν τότε η πιο επικίνδυνη ομοσπονδιακή πολιτεία για δημοσιογράφους.
Η περιφερειακή εισαγγελία, που ήταν υπό τον έλεγχο του Ντουάρτε, λάνσαρε μετά τη δολοφονία Ορντάζ την εκδοχή καθαρίσματος λογαριασμών με έναν βαρόνο ναρκωτικών με το ψευδώνυμο Ελ Νιάκα. Λίγο αργότερα η υπόθεση θάφτηκε. Ο Ντουάρτε καταδικάστηκε αμέσως μετά σε φυλάκιση 9 χρόνων για διαφθορά. Το 2012 υπό την πίεση υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Κογκρέσο του Μεξικού ψήφισε νόμο για την προστασία απειλούμενων δημοσιογράφων και ακτιβιστών.
Από τότε, σύμφωνα με την Φλόρες, έχουν κάνει χρήση του νόμου πάνω από 1500 Μεξικανοί μεταξύ των οποίων 500 δημοσιογράφοι. «Αλλά ο μηχανισμός προστασίας είναι γραφειοκρατικός και αργός» καταγγέλλει η Βαλμπίνα Φλόρες.
«Σύμφωνα με τον νόμο οι αρχές πρέπει να απαντήσουν ενός 12 ωρών από την έκκληση σε βοήθεια, είτε με ένα κουμπί πανικού, με τακτικές περιπολίες της αστυνομίας, σωματοφύλακες ή, σε ακραίες περιπτώσεις, με εγκατάσταση σε ασφαλές σπίτι. Στην πράξη ωστόσο η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει μέχρι και δύο εβδομάδες».
Τον Δεκέμβριο του 2018 την κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Αντρές Μάνουελ Λόπεζ Ομπραντόρ. Υποσχέθηκε δραστική αλλαγή στην πολιτική ασφάλειας. Ωστόσο, λίγα έχουν αλλάξει. Από την αρχή της θητείας του έχουν αναφερθεί, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, δολοφονίες 43 δημοσιογράφων και 68 ακτιβιστών. Στις περισσότερες περιπτώσεις προηγήθηκαν απειλές για φόνο.
Από τους 7 δημοσιογράφους που σκοτώθηκαν φέτος, οι δύο είχαν ζητήσει μέτρα προστασίας, αλλά δόθηκαν, όταν πολύ αργά» λέει η εργαζόμενη στους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα. «Η μεταρρύθμιση του νόμου περί προστασίας, που έτυχε επεξεργασίας μαζί με τα όργανα των δημοσιογράφων, βρίσκεται στο πάγο στο Κογκρέσο και ο προϋπολογισμός της Αρχής δεν έχει αυξηθεί, για την πολιτική το θέμα δεν έχει προτεραιότητα». Ίσως το Μόνιμο Δικαστήριο να αλλάξει αυτή την κατάσταση.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle