Τους τελευταίους τρεις μήνες, κάθε ημέρα κατά μέσο όρο 6-7 οικογένειες στη Μιανμάρ δημοσιεύουν ανακοινώσεις σε κρατικές εφημερίδες, με τις οποίες κόβουν τους δεσμούς με παιδιά, ανίψια και εγγόνια που έχουν ταχθεί δημόσια κατά της στρατιωτικής χούντας.
Οι ανακοινώσεις άρχισαν να εμφανίζονται σε τέτοια συχνότητα από τον Νοέμβριο, όταν ο στρατός ανακοίνωσε ότι θα παίρνει τις περιουσίες των αντιπάλων και θα συλλαμβάνει ανθρώπους που δίνουν καταφύγιο σε διαδηλωτές. Ακολούθησαν αμέτρητες έφοδοι σε σπίτια.
Ο Lin Lin Bo Bo, πρώην πωλητής αυτοκινήτων που εντάχθηκε σε ένοπλη ομάδα αντίστασης στη χούντα, ήταν ένας από αυτούς που αποκήρυξαν οι γονείς τους, στις περίπου 570 ανακοινώσεις που έχει δει το Reuters.
«Δηλώνουμε ότι έχουμε αποκηρύξει τον Lin Lin Bo Bo επειδή ποτέ δεν άκουγε την επιθυμία των γονιών του», ανέφερε η ανακοίνωση που δημοσίευσαν στην κρατική εφημερίδα The Mirror οι γονείς του, San Win και Tin Tin Soe, τον Νοέμβριο.
Η μητέρας του, λεει ο 26χρονος, του είχε πει ότι τον αποκηρύσσει, μετά την έρευνα που έκαναν στρατιώτες στο πατρικό του. Λίγες ημέρες αργότερα, έκλαψε διαβάζοντας την ανακοίνωση στην εφημερίδα.
«Οι σύντροφοί μου προσπάθησαν να με καθησυχάσουν, λέγοντας ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο για τις οικογένειες που είναι υπό πίεση. Αλλά ήμουν τόσο συντετριμμένος», συμπλήρωσε ο 26χρονος, που ζει πλέον σε πόλη στα σύνορα της Ταϊλάνδης, αφότου διέφυγε από τη Μιανμάρ.
Ο δημοσιογράφος So Pyay Aung δήλωσε στο Reuters ότι κατέγραψε σε livestreaming την αστυνομία να χρησιμοποιεί γκλομπ και ασπίδες για να διαλύσει διαδήλωση. Όταν οι αρχές τον αναζήτησαν, άρχισε να μετακινείται εντός της Μιανμάρ προτού τελικά διαφύγει με τη σύζυγο και τη κόρη τους, που είναι βρέφος, στην Ταϊλάνδη. Ο πατέρας του τον αποκήρυξε τον περασμένο Νοέμβριο.
«Δηλώνω ότι αποκηρύσσω τον γιο μου επειδή έκανε ασυγχώρητες πράξεις ενάντια στη θέληση των γονιών του. Δεν θα έχω όποια ευθύνη σε σχέση με εκείνον», ανέφερε η ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα.
«Όταν είδα την εφημερίδα, που έλεγε ότι κόβει τους δεσμούς μαζί μου, ένιωσα λίγο λυπημένος. Αλλά καταλαβαίνω ότι οι γονείς μου φοβούνταν την πίεση. Μπορεί να ανησυχούσαν ότι θα τους έπαιρναν το σπίτι ή θα συλλαμβάνονταν», δήλωσε στο Reuters.
Άλλοι δύο γονείς, που προχώρησαν σε παρόμοια κίνηση, είπαν πως βασικός στόχος τους ήταν να στείλουν στις αρχές το μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να θεωρούν υπεύθυνοι για τις πράξεις των παιδιών τους.
«Η κόρη μου κάνει αυτό που πιστεύει, αλλά είμαι σίγουρη ότι ανησυχεί μήπως μπούμε σε μπελάδες. Ξέρω ότι μπορεί να καταλάβει τι έκανα», είπε η μία μητέρα.
Ο Lin Lin Bo Bo ελπίζει ότι μία ημέρα θα γυρίσει στο σπίτι του, για να υποστηρίξει την οικογένειά του. «Θέλω αυτή η επανάσταση να τελειώσει το ταχύτερο δυνατό», είπε στο Reuters.
Από την άλλη ο So Pyay Aung φοβάται ότι ο χωρισμός με τους γονείς του μπορεί να είναι μόνιμος. «Δεν έχω καν σπίτι να γυρίσω όταν τελειώσει η επανάσταση. Ανησυχώ συνέχεια, επειδή οι γονείς μου έχουν μείνει υπό το στρατιωτικό καθεστώς», δήλωσε.
Παλιά τακτική
Η στοχοποίηση οικογενειών ακτιβιστών ήταν τακτική που χρησιμοποίησε ο στρατός κατά τη διάρκεια των αναταραχών του 2007 και στα τέλη του ‘80, αλλά σε αυτή έχουν καταφύγει οι ένοπλες δυνάμεις με μεγαλύτερη συχνότητα, μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου του 2021, επισημαίνει η Wai Hnin Pwint Thon, από την οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα Burma Campaign UK.
Η δημόσια αποκήρυξη συγγενών- κάτι που έχει μακρά ιστορία στην κουλτούρα της Μιανμάρ- ήταν ένας τρόπος να απαντήσουν, συμπληρώνει, ενώ δηλώνει ότι βλέπει πλέον πολλές περισσότερες τέτοιες ανακοινώσεις στον Τύπο, σε σύγκριση με το παρελθόν.
«Οι συγγενείς φοβούνται ότι θα εμπλακούν σε εγκλήματα. Δεν θέλουν να συλληφθούν και δεν θέλουν να μπουν σε μπελάδες», συμπληρώνει.
Πάντως, τον περασμένο Νοέμβριο, ο εκπρόσωπος του στρατού Zaw Min Tun είχε δηλώσει ότι ακόμη και εκείνοι που κάνουν τέτοιες ανακοινώσεις σε εφημερίδες, μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με κατηγορίες αν διαπιστωθεί ότι υποστηρίζουν όσους είναι κατά της χούντας.
Τον τελευταίο χρόνο, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν σκοτώσει περίπου 1.500 ανθρώπους, πολλοί από αυτούς διαδηλωτές, και έχουν συλλάβει σχεδόν 12.000 ανθρώπους, σύμφωνα με την οργάνωση Ένωση Αρωγής Πολιτικών Κρατουμένων. Ο στρατός υποστηρίζει ότι αυτοί οι αριθμοί είναι παραφουσκωμένοι.