«Δε γράφω ούτε σχόλια, ούτε γνώμες, ούτε προσωπικές απόψεις. Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι ο ρόλος μας δεν είναι να κρίνουμε. Είμαι δημοσιογράφος, όχι δικαστής. Αρκούμαι στο να διηγούμαι τα γεγονότα. Τα γεγονότα όπως συμβαίνουν, όπως είναι». Αυτά είναι λόγια της δημοσιογράφου Άννα Πολιτκόφσκαγια μίας από τις διασημότερες ρεπόρτερ της Ρωσίας και πολλοί από αυτούς που δεν ξεχνούν τη γενναία και ελεύθερη φωνή της που ενσάρκωνε την αντίσταση στην «τάξη» την οποία θέλει να επιβάλει ο Πούτιν στα ΜΜΕ, αναρωτιούνται τι θα έγραφε σήμερα.
«Οι άνθρωποι μερικές φορές πληρώνουν με τη ζωή τους επειδή λένε δυνατά αυτό που σκέφτονται. Στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να σκοτωθεί επειδή μου δίνει πληροφορίες. Δεν είμαι η μόνη που διατρέχει κίνδυνο. Έχω παραδείγματα που το αποδεικνύουν», έλεγε ένα χρόνο σχεδόν πριν πεθάνει στη διάρκεια ενός συνεδρίου για την ελευθερία του Τύπου στη Βιέννη που διοργανώθηκε από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα.
Η Άννα έγραφε στην μικρής κυκλοφορίας αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Novaya Gazeta» και έκανε σκληρή κριτική στο Κρεμλίνο. Είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστή και ιδιαίτερα ενοχλητική αποκαλύπτοντας τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων από το ρωσικό στρατό στην Τσετσενία. Στις 7 Οκτωβρίου του 2006, -ημέρα των γενεθλίων του Πούτιν- η επιχείρηση εξόντωσης της «προδότριας των συμφερόντων του ρωσικού κράτους», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Πούτιν, πέτυχε. Ήταν η ημέρα των γενεθλίων του και πολλοί θεώρησαν την εκτέλεσή της, «δώρο» προς τον Ρώσο πρόεδρο.
Η Άννα πλήρωσε με τη ζωή της την ασταμάτητη ενόχληση προς την εξουσία και την κυβέρνηση. Για επτά χρόνια, αρνιόταν να εγκαταλείψει τις αναφορές για τον πόλεμο παρά τις πολυάριθμες πράξεις εκφοβισμού και βίας. Συνελήφθη από ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Τσετσενία και υποβλήθηκε σε μια εικονική εκτέλεση.
Η Άννα πλήρωσε με τη ζωή της την ασταμάτητη ενόχληση προς την εξουσία και την κυβέρνηση. Για επτά χρόνια, αρνιόταν να εγκαταλείψει τις αναφορές για τον πόλεμο παρά τις πολυάριθμες πράξεις εκφοβισμού και βίας. Συνελήφθη από ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Τσετσενία και υποβλήθηκε σε μια εικονική εκτέλεση. Δυο χρόνια πριν τη δολοφονία της ενώ επιχείρησε να ταξιδέψει από τη Μόσχα στο βόρειο Καύκασο για να καλύψει τη δραματική κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν, είχε υποστεί σοβαρή δηλητηρίαση όταν ήπιε στο αεροπλάνο ένα φλιτζάνι τσάι που της είχε δώσει μια αεροσυνοδός της Aeroflot και μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο. Η ίδια είχε αποδώσει τότε τη δηλητηρίαση αυτή στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.
Δίπλα στο νεκρό σώμα της μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας που διέμενε ήταν πεταμένο ένα περίστροφο Μακάροφ, το χαρακτηριστικό όπλο των κατά παραγγελίαν δολοφονιών στη Ρωσία και τέσσερις κάλυκες από σφαίρες, δυο από αυτές την τραυμάτισαν στο στήθος, η άλλη βρέθηκε στον ώμο της και μία στο κεφάλι που πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής.
Επί Πούτιν, η Ρωσία έγινε μια από τις πλέον επικίνδυνες χώρες στο κόσμο για τους δημοσιογράφους και η αποκάλυψη του θέματος που ερευνούσε η Άννα, «Ο βασανισμός πολιτών στην Τσετσενία» δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παρερμηνείες, από το είδος της έρευνας φωτογραφίζονται αυτοί που την ήθελαν νεκρή. Ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή της βρέθηκε στα χέρια της αστυνομίας. Φυσικά δεν επεστράφη ποτέ. Ο αρχισυντάκτης της Νόβαγια Γκαζέτα, Ντμίτρι Μουράτοφ, είπε ότι την ημέρα της δολοφονίας της, η Πολιτκόφσκαγια σχεδίαζε να καταθέσει μια εκτεταμένη ιστορία για τις πρακτικές βασανισμού που πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν από τις τσετσενικές αρχές.
Η δολοφονία της σόκαρε, αλλά κάποιοι τη θεώρησαν έως και αναμενόμενη, αφού δε σταμάτησαν να πιστεύουν ότι υπάρχει ανάμειξη της κυβέρνησης. Ακολούθησε μια θύελλα διαμαρτυριών. «Το Κρεμλίνο σκοτώνει την ελευθερία του λόγου» φώναζαν οι εκατοντάδες διαδηλωτές. Η φωνή τους ακούστηκε πέρα από τα σύνορα της χώρας τους και κινητοποίησε δημοσιογραφικές ενώσεις και οργανώσεις για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία της, ούτε ένας Ρώσος αξιωματούχος.
Ο Πούτιν, εκείνες τις μέρες βρισκόταν στη Γερμανία για επίσημη επίσκεψη, στη Δρέσδη όπου είχε εργασθεί ως κατάσκοπος της KGB πριν από την πτώση του Τείχους. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό του είδε ένα πανό «Δολοφόνε» να ξετυλίγεται από έναν άντρα στο πλήθος. Οι διεθνείς αντιδράσεις τον υποχρέωσαν να κάνει δημόσια τοποθέτηση στην κοινή συνέντευξη Τύπου με την Άνγκελα Μέρκελ, χαρακτηρίζοντας τη δολοφονία της Πολιτκόφσκαγια «φρικτό και απαράδεκτο έγκλημα, που δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητο» και πρόσθεσε ότι η δολοφονία της «βλάπτει την κυβέρνηση πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άρθρο της».
Όλοι γνώριζαν τις έντονες κυβερνητικές πιέσεις που δεχόταν η δημοσιογράφος, προκειμένου να μην ασκεί τη δριμύτατη κριτική της στην κυβέρνηση εκθέτοντας τις κυβερνητικές πρακτικές στο θέμα της Τσετσενίας.
Σήμερα, δεκάξι χρόνια αργότερα, κανείς δεν έχει μάθει ποιος ήταν αυτός που διέταξε την εκτέλεση της μαχητικής και επικίνδυνης για το καθεστώς 48χρονης τότε Άννα Πολιτκόφσκαγια και η διεθνής κοινότητα, δεν έχει πειστεί για το ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία της. Ήταν η δωδέκατη δολοφονία δημοσιογράφου, στην εποχή Πούτιν, μια αληθινή προσβολή για τα ελεύθερα και ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης και για τις δημοκρατικές αξίες.
Η έρευνα της υπόθεσης της δολοφονίας της ανατέθηκε σε έναν εισαγγελέα ονόματι Μπαστρίκιν, μια έρευνα που εξελίχθηκε σε παρωδία της δικαιοσύνης. Ο ρωσικός Τύπος έδειξε να αγνοεί ότι ο συγκεκριμένος δικαστικός ήταν μέλος της ομάδας της Πετρούπολης που έφερε μαζί του στη Μόσχα ο Πούτιν όταν ανήλθε στην εξουσία.
Το 2014, στο εδώλιο των κατηγορουμένων στο δικαστήριο της Μόσχας, κάθισαν τέσσερα άτομα. Ο δολοφόνος της, Ρουστάμ Μαχμούντοφ που την πυροβόλησε στην είσοδο της πολυκατοικίας της καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ο θείος του, Λομ-Αλί Γκαϊτουκάγεφ, που υποτίθεται οργάνωσε το φόνο και άλλα δυο άτομα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 12 έως 20 χρόνια. Η δίκη έγινε κεκλεισμένων των θυρών και πυροδότησε μια μεγάλη και έντονη συζήτηση σχετικά με το δημόσιο χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχει.
Ο κύκλος του αίματος που άνοιξε με την Πολιτκόφσκαγια, συνεχίστηκε με το θάνατο του δικηγόρου ανθρωπίνων δικαιωμάτων Στάνισλαβ Μαρκέλοφ και τη δολοφονία της δημοσιογράφου και ακτιβίστριας Ναταλία Εστεμίροβα, η οποία είχε βραβευθεί με το βραβείο «Πολιτκόφσκαγια» το 2007.
Για το θάνατο της Nαταλίας Εστεμίροβα -που είχε συνεργαστεί στενά με την Άννα Πολιτκόφσκαγια και με τον Στανισλάβ Μαρκέλοφ -που και αυτός βρέθηκε δολοφονημένος στη ρωσική πρωτεύουσα-, ο τότε Πρόεδρος της ΜΚΟ Memorial, έγραψε: «Είμαι σίγουρος ποιος είναι ένοχος για το φόνο της Ναταλίας. Το όνομά του είναι Ραμζάν Καντίροφ», «δείχνοντας» τον Τσετσένο Πρόεδρο και εκλεκτό του Πούτιν, ο οποίος ήταν πολύ ενοχλημένος από τη δραστηριότητα των δημοσιογράφων που ερευνούσαν υποθέσεις παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – κυρίως υποθέσεις απαγωγών και δολοφονιών – από τις τσετσενικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Το 2004, η Άννα είχε μια συνομιλία με τον Ραμζάν Καντίροφ, τότε πρωθυπουργό της Τσετσενίας. Ένας από τους βοηθούς του της είπε: «Κάποιος έπρεπε να σε είχε πυροβολήσει πίσω στη Μόσχα, ακριβώς στο δρόμο, όπως κάνουν στη Μόσχα σου». Ο Καντίροφ της είπε: «Είσαι εχθρός. Να σε πυροβολήσουν...»
Η Πολιτκόφσκαγια χρησιμοποιούσε συχνά τη λέξη koverny, που σημαίνει «κλόουν». Με αυτή περιέγραφε τη γενιά των Ρώσων δημοσιογράφων που ασχολούνται μόνο με «ευχάριστα θέματα», αλλά και τα πιόνια της ρώσικης πολιτικής. Η γλώσσα της δεν άρεσε ποτέ στους καθεστωτικούς. «Η Πολιτκόφσκαγια πήγε τόσο κόντρα στο κατεστημένο, που εν μέρει προκάλεσε τη μοίρα της. Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο κόντρα στη ρωσική εξουσία. Στο τέλος θα αφανιστεί». Έτσι έλεγαν οι συνάδελφοί της, άλλωστε ο θάνατός της ήταν ντροπή όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για όλους αυτούς που της είχαν γυρίσει την πλάτη αντιμετωπίζοντάς τη σαν μια ακραία περίπτωση.
«Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι η Άννα Πολιτκόφσκαγια βρέθηκε στο στόχαστρο λόγω της δημοσιογραφική της εργασίας, με την οποία περιέγραψε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας όπως αυτή διαταζόταν από το Κρεμλίνο στη διάρκεια και των δύο πολέμων στην Τσετσενία κατά την περασμένη δεκαετία.», τόνιζε σε ανακοίνωσή της η διεθνής οργάνωση.
Στο βιβλίο της Πολιτκόφσκαγια «Αξίζει να πεθαίνεις για τη δημοσιογραφία;», που κυκλοφόρησε το 2011, μια ανθολογία από κείμενα, μαρτυρίες και ρεπορτάζ, διαφαίνεται η σχέση της δημοκρατίας και της διαφθοράς μέσα στην μετακομμουνιστική Ρωσία. Η ίδια πάλεψε με αντιξοότητες ανιχνεύοντας μυστικά και ξεσκεπάζοντας ψέματα. Στη Ρωσία σήμερα τη θυμούνται σαν μια ηρωίδα-μάρτυρα.
Από τον πόλεμο στην Τσετσενία, τον οποίο κάλυψε χαρακτηρίζοντάς τον ως γενοκτονία, μέχρι την παρακμιακή Μόσχα του Πούτιν και της μαφίας, η Πολιτκόφσκαγια δεν οπισθοχώρησε ποτέ από την αποκάλυψη της αλήθειας, παρά τις απειλές που δέχτηκε από τους μπράβους της εξουσίας, οι οποίοι στο τέλος την εξολόθρευσαν. Οι ανταποκρίσεις της από την Τσετσενία ξεκινούν με μια λακωνική προειδοποίηση: «Αυτές είναι φρικτές ιστορίες».
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη στις 30 Αυγούστου 1958 ως Άννα Μαζέπα από γονείς διπλωμάτες στον ΟΗΕ με καταγωγή από την Σοβιετική Ουκρανία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας στη Μόσχα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, απ' όπου αποφοίτησε το 1980, και η διατριβή της ήταν για την ποίηση της Μαρίνας Τσβετάεβα. Παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Αλεξάντερ Πολιτκόφσκι και απέκτησαν δυο παιδιά. Ξεκίνησε την καριέρα της στην εφημερίδα Ιζβέστια. Από τον Ιούνιο του 1999 έγραφε στήλες για τις διαδικτυακές ενημερωτικές εκδόσεις της εφημερίδας Νόβαγια Γκαζέτα και έγραψε πολλά βιβλία με πιο γνωστό το Putin's Russia, ενώ δημοσίευσε πολλά βραβευμένα βιβλία για την Τσετσενία, όπως A Dirty War (2001) και A Small Corner of Hell (2003).
Το 2002 ήταν η διαπραγματεύτρια προς τους Τσετσένους αντάρτες, όταν αυτοί κατέλαβαν το θέατρο Dubrovka της Μόσχας, με 900 ομήρους σκορπώντας τρόμο στην πόλη, πράξη που στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους. Οι ίδιοι οι αντάρτες ζήτησαν να διαπραγματευτούν με τη δημοσιογράφο. Οι Τσετσένοι σέβονταν την Πολιτόφσκαγια για τον τρόπο με τον οποίο κάλυπτε τον πόλεμο στην Τσετσενία. Η κατάληψη του θεάτρου από τους Τσετσένους αντάρτες ήταν η σκληρότερη δοκιμασία του Πούτιν στα δυόμισι χρόνια που βρισκόταν στο Κρεμλίνο. Η άνοδός του στην προεδρία είχε βασιστεί εν πολλοίς στην αποστολή ρωσικών στρατευμάτων στην Τσετσενία, ύστερα από τριετή απουσία, κίνηση που αποδείχθηκε δημοφιλής στη ρωσική κοινή γνώμη και του προσέδωσε τη φήμη σκληρού και αποτελεσματικού ηγέτη.
Αν και είχε και αμερικανική υπηκοότητα δε θέλησε να απομακρυνθεί από τη Ρωσία ακόμα και όταν απειλήθηκε η ζωή της.
Στο βιβλίο Putin's Russia, κατηγόρησε τη Ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) ότι καταπνίγει όλες τις πολιτικές ελευθερίες προκειμένου να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία σοβιετικού τύπου, αλλά παραδέχτηκε ότι για την πολιτική κατάσταση στη Ρωσία και τις πολιτικές του Πούτιν η κοινωνία έχει δείξει απεριόριστη απάθεια.
«Επιστρέφουμε σε μια σοβιετική άβυσσο, σε ένα κενό πληροφοριών που σημαίνει θάνατο από τη δική μας άγνοια. Το μόνο που μας μένει είναι το διαδίκτυο, όπου οι πληροφορίες είναι ακόμα ελεύθερες διαθέσιμες. Κατά τα άλλα, αν θέλεις να συνεχίσεις να εργάζεσαι ως δημοσιογράφος, πρέπει να δείχνεις απόλυτη δουλοπρέπεια στον Πούτιν. Διαφορετικά, σε περιμένει ο θάνατος, η σφαίρα, το δηλητήριο ή η δίκη — ό,τι κρίνουν κατάλληλο οι ειδικές υπηρεσίες μας, οι σκύλοι φύλακες του Πούτιν», έγραφε.
Κάθε εβδομάδα της καλούσαν στη γενική εισαγγελία της Μόσχας για υπογραφή δηλώσεων για σχεδόν κάθε άρθρο της και πάντα η πρώτη ερώτηση ήταν «Πώς και από πού αποκτήσατε αυτές τις πληροφορίες;». «Φυσικά δεν μου αρέσουν τα συνεχή χλευαστικά άρθρα για μένα που εμφανίζονται σε άλλες εφημερίδες και σε ιστότοπους του Διαδικτύου που με παρουσιάζουν ως την τρελή της Μόσχας. Το βρίσκω αηδιαστικό να ζω με αυτόν τον τρόπο. Θα ήθελα λίγη περισσότερη κατανόηση» έγραφε.
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Βλαντιμίρ Μαρκίν, εκπρόσωπος της Ανακριτικής Επιτροπής της Ρωσίας συμπεριέλαβε τη δολοφονία της Πολιτκόφσκαγια μεταξύ των πιο δραματικών εγκλημάτων στη Ρωσία του 21ου αιώνα και ισχυρίστηκε ότι είχε εξιχνιαστεί. Οι συνάδελφοί της στη Novaya gazeta διαμαρτυρήθηκαν ότι μέχρι να εντοπιστεί αυτός που διέταξε το έγκλημα, να συλληφθεί και να ασκηθεί δίωξη, η υπόθεση δεν έκλεισε.
Τρία κείμενα της Άννα Πολιτκόφσκαγια
Το 2014, ανέβηκε στο ΚΕΤ τo έργο του Στέφανο Μασίνι «Ανεπίδεκτη διόρθωσης, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου. Στο πρόγραμμα της παράστασης υπήρχαν τρία κείμενά της Πολιτκόφσκαγια. Το πρώτο από τον Γκάρντιαν για την υπόθεση του θεάτρου Dubrovka, στο οποίο ήταν διαπραγματεύτρια. Το δεύτερο, μια συζήτηση με μια επιζώσα του Μπεσλάν και το τρίτο μια ανατριχιαστική συνέντευξη με τον Ραμζάν Καντίροφ, αντιπρόεδρο τότε και σημερινό ηγέτη σήμερα της Τσετσενίας
Προσπάθησα και απέτυχα
The Guardian, Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2002
Την περασμένη εβδομάδα, η βετεράνος Ρωσίδα πολεμική ανταποκρίτρια Άννα Πολιτκόφσκαγια μπήκε σε ένα θέατρο στη Μόσχα για να μιλήσει με τον αρχηγό των τρομοκρατών που το είχαν υπό κατάληψη. Η αποστολή της ήταν να προσπαθήσει να σώσει ομήρους, αλλά τίποτα στην μακρόχρονη καριέρα της δεν την είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο.
«Είμαι η Πολιτκόφσκαγια, είμαι η Πολιτκόφσκαγια», φώναξα περίπου στις 2μμ στις 25 Οκτωβρίου, καθώς έμπαινα στο θέατρο Dubrovka, το οποίο βρισκόταν υπό κατάληψη από τρομοκράτες. Δεν είχα καμία εξειδίκευση και απολύτως καμία εμπειρία από διαπραγματεύσεις με τρομοκράτες. Αν είχα κάτι, αυτό ήταν η επιθυμία μου να βοηθήσω ανθρώπους που βρίσκονταν σε κίνδυνο χωρίς να φταίνε οι ίδιοι. Επιπλέον, εφόσον οι τρομοκράτες είχαν ζητήσει οι ίδιοι να μου μιλήσουν, δεν μπορούσα να αρνηθώ.
Οι σόλες των παπουτσιών μου έτριζαν στο πάτωμα και ο οξύς ήχος που έκαναν τα πόδια μου πάνω στα σπασμένα γυαλιά πάντα θα ηχεί επίπονα στην καρδιά μου. Καθώς περπατούσα κλοτσούσα χρησιμοποιημένα φυσίγγια. Τα πόδια μου ήταν σαν λάστιχα από τον φόβο. «Γιατί εγώ, μια γυναίκα, να έχω βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση-κόλαση;», σκέφτηκα. «Υπάρχουν ένα σωρό άνδρες που είναι εκπαιδευμένοι ειδικά για τέτοιες περιστάσεις. Γιατί έπρεπε να έρθω εγώ εδώ»;
«Είμαι η Πολιτκόφσκαγια…. Είναι κανείς εδώ»; Φώναξα. «Γειά σας, είμαι η Πολιτκόφσκαγια έχω έρθει για να συναντήσω τον αρχηγό. Απαντήστε!»
Ήταν απολύτως ήσυχα και ήρεμα γύρω μου. Στα αριστερά μου το βεστιάριο του θεάτρου γεμάτο αδιάβροχα και τζάκετς. Παλτό, αλλά όχι άνθρωποι, ούτε ανθρώπινοι ήχοι. Έμοιαζε σαν να έμπαινες σε ένα σχολείο, ενώ όλα τα παιδιά κάθονταν ήσυχα στις τάξεις τους.
Ανέβηκα από τις σκάλες στον δεύτερο όροφο, φωνάζοντας ακόμη. Περπάτησα την μισή απόσταση χωρίς να συναντήσω ψυχή. Τελικά εμφανίστηκε μπροστά μου ένας άνδρας με μια μαύρη μάσκα και ένα πολυβόλο. « Είμαι η Πολιτκόφσκαγια, ήρθα για να συναντήσω τον αρχηγό σας», είπα
«Θα τον φωνάξω αμέσως» απάντησε. Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια και ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες.
«Από πού είσαι;» Τον ρώτησα.
«Από το Τοβζένι.» (Ενα μεγάλο χωριό στα τσετσενικά βουνά)
«Έχω πάει εκεί.»
«Αλήθεια; Πώς σου φάνηκε; Σου άρεσε ;»
Σήκωσα τους ώμους μου, δεν ήξερα τι να του απαντήσω.
Περιμέναμε ήδη 15 ή 20 λεπτά. Τι να σχεδίαζαν; Μου φάνηκε πως άκουσα έναν ήχο πίσω από μια πράσινη πόρτα που βρισκόταν σε απόσταση δύο μέτρων από μένα, εκεί όπου φανταζόμουν ότι εκατοντάδες άνθρωποι κάθονταν παγιδευμένοι και φοβισμένοι. Για αυτούς τους ανθρώπους είχα έρθει εδώ. ΄Επειτα η πράσινη πόρτα άνοιξε. Ένας άλλος μασκοφόρος οδήγησε έξω μία εύθραυστη έφηβη που φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι Το πρόσωπό της ήταν χλωμό. Την έβαλαν να σταθεί δίπλα μου. Μάζεψα όλο μου το θάρρος και ρώτησα,
«Πώς είσαι;»
«Ορίστε;» απάντησε το κορίτσι.
Κι αυτό ήταν όλο, την έσπρωξαν με το πολυβόλο πίσω πάλι από την καταραμένη σκοτεινή πράσινη πόρτα. Παρόλη την εμπειρία μου και την μόρφωση μου, ήμουν ολωσδιόλου ανίκανη να βοηθήσω το παιδί. Η αίσθηση της ανικανότητας ήταν απαίσια.
Μασκοφόροι πηγαινοέρχονταν, μιλώντας μεταξύ τους και ρωτώντας με « Είσαι η Πολιτκόφσκαγια;» Από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου διάφορα κεφάλια κοιτούσαν κάτω με περιέργεια. Μπορούσα να διακρίνω από το άνοιγμα των μασκών τους στο ύψος των στομάτων τους ότι χαμογελούσαν πίσω από τις μάσκες. Προκειμένου να διασκεδάσω το βάρος της σιωπής, προσπάθησα να τους μιλήσω.
«Οι μητέρες σας; Ξέρουν οι μητέρες σας ότι είστε εδώ;» «Όχι, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει επιστροφή. Ή θα σταματήσει ο πόλεμος, ή θα ανατινάξουμε τους ομήρους.»
«Πότε θα έρθει ο αρχηγός σας;» Ρώτησα.
«Περίμενε. Είσαι βιαστική; Μην βιάζεσαι. Θα μάθεις τα πάντα αμέσως,» απάντησε ένας από αυτούς. Τα λόγια αυτά με έκαναν να τρέμω πάλι.
«Ποιο είναι το επόμενο στάδιο; Θα με σκοτώσουν; Θα με κρατήσουν όμηρο;»
Σύντομα κάποιος μπήκε από την πράσινη πόρτα, πίσω από την οποία βρίσκονταν οι όμηροι, και μου είπε να τον ακολουθήσω. Ένα λεπτό μετά μιλούσαμε σε ένα βρώμικο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, που ήταν κοντά στην αίθουσα με τους ομήρους. Εκεί μέσα υπήρχε φως και για πρώτη φορά μπορούσα να δω τα πάντα πιο καθαρά. Ο υπεύθυνος των διαπραγματεύσεων από τη δική τους μεριά αποδείχτηκε ότι ήταν ένας άνδρας 29 ετών ονόματι Αμπού Μπακάρ, ο οποίος αυτοσυστήθηκε ως αναπληρωτής αρχηγός του τάγματος των αυτονομιστών. Στο ξεκίνημά της, η συνομιλία ήταν τεταμένη. Ο Αμπού Μπακαρ φαινόταν νευρικός αρχικά, αλλά αργότερα ηρέμησε. Όταν μίλησε για την γενιά του, για τους Τσετσένους ηλικίας 20 έως 30 ετών που έζησαν και τους δύο πολέμους και δεν γνώρισαν τίποτα άλλο εκτός από το να πολεμούν, ήταν φανερά θυμωμένος.
«Δεν θα με πιστέψεις αλλά για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αισθανόμαστε ήρεμοι εδώ.»
«Εδώ στο θέατρο;»
«Ναι θα πεθάνουμε εδώ για την ελευθερία της γης μας.»
«Θέλετε να πεθάνετε;»
«Δεν θα το πιστέψετε αλλά ναι, το θέλουμε πάρα πολύ. Τα ονόματά μας θα γραφτούν στην ιστορία της Τσετσενίας.»
Είμαι βέβαια πολύ άπειρη στον τομέα των διαπραγματεύσεων. Δεν είχα ιδέα σχετικά με το τι να πω. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον, που είχε περάσει τη μισή του ζωή φορώντας στρατιωτική στολή και κρατώντας το όπλο του. Γι’ αυτόν τον λόγο προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο με συζητήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής τους, για παράδειγμα. Κάποιοι άλλοι από τους αντάρτες ήρθαν για να ακούσουν τη συζήτηση.
Ο Αμπού Μπακάρ ηρέμησε ξανά, άφησε στην άκρη το όπλο του και είπε ότι ήθελε να καθαρίσει την ψυχή του πριν πεθάνει. Τον άκουγα με προσοχή αλλά ταυτοχρόνως προσπαθούσα να παρέμβω σχετικά με την κατάσταση των ομήρων.
«Απελευθερώστε τους εφήβους,» πρότεινα.
«Όχι. Έχουμε υποφέρει στα χέρια των ανθρώπων σας. Τώρα αφήστε τους δικούς σας ανθρώπους να υποφέρουν στα δικά μας χέρια. Και αφήστε και τους γονείς που βρίσκονται έξω από το θέατρο να νιώσουν όπως ένιωθαν οι δικοί μας γονείς.»
«Τουλάχιστον αφήστε μας να ταΐσουμε τα παιδιά»
«Όχι. Τα παιδιά μας πεθαίνουν από την πείνα, ας πεινάσουν και τα δικά σας.»
Ο Αμπού Μπακαρ είπε ότι δεν περίμενε να δείξουν οι εχθροί έλεος. Είπε ακόμη ότι ονειρευόταν να πεθάνει στο πεδίο της μάχης. Πιστεύω ότι ήταν ειλικρινής και έντιμος μαζί μου γιατί βρισκόταν μπροστά σε μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας του. Και αυτό ακριβώς του είπα, ότι δηλαδή ήταν στην ηλικία του γιου μου και ότι ούτε στους χειρότερους μου εφιάλτες δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον γιο μου σε μία τέτοια κατάσταση. «Αν είχε γεννηθεί στην Τσετσενία, θα μπορούσε να είναι στη θέση μου. Και θα επιθυμούσε όπως εγώ να πεθάνει για όλα όσα μας κάνετε στην Τσετσενία», απάντησε.
«Και αν έπρεπε να πεθάνεις αύριο;»
«Δόξα τον Αλλάχ.»
Στο τέλος αποφασίσαμε ότι ήταν η ώρα να αποχωρήσουμε. Δεν συμφωνήσαμε πολλά πράγματα και δεν πείστηκα για το ότι οι συζητήσεις μας είχαν φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά δεν είμαι διαπραγματεύτρια. Το μόνο που συμφωνήσαμε ήταν ότι τις επόμενες ώρες θα έφερνα νερό και χυμό μέσα στο θέατρο και θα προσπαθούσα να φέρω αρκετή ποσότητα για περίπου 700 άτομα.
Αποχώρησα από το θέατρο σε πλήρη σιωπή. Πάλι ένιωθα ότι δεν βρισκόταν κανένας γύρω μου. Μοναχικά πανωφόρια και αδιάβροχα παρακολουθούσαν τα βήματα μου. Είχε κρύο, πάρα πολύ κρύο μέσα σε αυτό το τρομαχτικό θέατρο- δεν υπήρξε ποτέ, κανένα θέατρο σε ολόκληρο τον κόσμο, τόσο γεμάτο με εκρηκτικά. Είπα στον εαυτό μου, «Πήγαινε φέρε τον χυμό, ψάξε γι αυτόν, κάνε μόνο αυτό τώρα και μην σκέφτεσαι.»
Είχα πετύχει πολλά ή λίγα; Λίγα φυσικά. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω. Όταν έγινε εισβολή στο θέατρο, όλοι οι τρομοκράτες με τους οποίους είχα μιλήσει σκοτώθηκαν. Και μαζί τους πέθαναν και 67 από τους ομήρους που είχαν πιει νωρίτερα τον χυμό μου.
Ας σταματήσει επιτέλους αυτός ο καταραμένος πόλεμος.
Συνάντηση με τη δασκάλα Ραΐσα Καμπουλάτοβνα, επιζώσα των γεγονότων στο Μπεσλάν
“Περίμενα να με προϋπαντήσουν με λουλούδια, όχι με σφαίρες”.
Η Ραΐσα Καμπουλάτοβνα είναι 62 ετών και την 1η Σεπτεμβρίου έκλεινε σαράντα χρόνια παιδαγωγικής εργασίας. Η Ραϊσα Καμπουλάτοβνα, όπως και πολλοί άλλοι δάσκαλοι με μεγάλη προϋπηρεσία είναι ευθυτενής και υπερήφανη, κάτι που δεν μπορεί να τσακίσει η απόλυτη σχιζοφρένεια που επικρατεί σήμερα στο Μπεσλάν, όπου λόγω της έλλειψης πληροφόρησης κανείς δε γνωρίζει πώς διεξάγεται η ανάκριση και ποιος φταίει για όλα αυτά.
“Την 1η του μηνός μπήκαμε στην αίθουσα γυμναστικής με το πρώτο κύμα, γιατί η θέση της δικής μου, δεύτερης τάξης, στη γραμμή, ήταν μπροστά από τις πόρτες. Κάθισα στο πάτωμα μπροστά από την τάξη μου. Πίσω από την πλάτη μου κάθονταν οι μαθητές με τους γονείς τους. Εκρηκτικά κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου. Ο Αρτούρ Κισίγιεφ ήταν με τον γιο του, όπως όλοι. Οι τρομοκράτες είπαν: “Όλοι οι νεαροί πατεράδες θα κάνουν ένα βήμα μπροστά από τους άλλους”. Πέντε λεπτά αργότερα τούς εκτέλεσαν στο διάδρομο. Έτσι δύο μαθητές μου έμειναν ορφανοί από πατέρα, ο Μούσικοβ και ο Κισίγιεφ. Είπα στα παιδιά μου “Παιδιά δεν πρόκειται να πυροβολήσουν.”
“...Τη δεύτερη νύχτα, όταν τελείωσε πια το νερό και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να πάει στην τουαλέτα, είπα στα παιδιά μου να τα κάνουν πάνω τους. Τότε χαλάρωσαν κι άρχισαν να κατουράνε. Στα αγοράκια έδιναν άδεια μπουκάλια για να κατουράνε εκεί μέσα και τους έλεγα να πίνουν από αυτά τα μπουκάλια. Τα παιδιά σιχαίνονταν. Τότε εγώ πρώτη πήρα κι ήπια τα ούρα ενός παλιού μου μαθητή από την έκτη τάξη. Δεν έκλεισα καν τη μύτη μου για να αντιληφθούν τα παιδιά ότι δεν είναι και τόσο τρομερό.”
“...λίγο πριν την έφοδο τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Οι άνθρωποι ήταν αναίσθητοι. Πολλοί έπεφταν πάνω στους άλλους. Η Ταϊσα Καουρμπέκοβνα Χεταγούροβα, δασκάλα της οσετινικής γλώσσας, ένιωσε άσχημα και σύρθηκα προς το μέρος της για να τη στηρίξω στον τοίχο, διαφορετικά θα την τσαλαπατούσαν... Έτσι άφησα τον Ασίκ Κισίγιεφ, που μετά το θάνατο του πατέρα του είχε συρθεί δίπλα μου. Αυτό ήταν. Δεν άκουσα ούτε την έκρηξη, ούτε τους πυροβολισμούς. Απλά έχασα τον κόσμο. Ξύπνησα, όταν έπεσαν πάνω μου οι άντρες των ειδικών δυνάμεων. Πατούσαν πάνω στα κορμιά μας. Πάτησαν πάνω μου κι άρχισα να ανακτώ τις αισθήσεις μου, άρχισα να σέρνομαι. Γύρω μου υπήρχαν πτώματα το ένα πάνω στο άλλο. Γιατί επέζησα εγώ και όχι αυτοί; Γιατί σκοτώθηκαν επτά μαθητές μου από τη δευτέρα τάξη και όχι εγώ που είμαι πια 62 χρονών; Πού είναι ο Ασίκ; Κάθε νύχτα έρχεται στον ύπνο μου, σέρνεται προς το μέρος μου σαν γατάκι. Η μητέρα του, Μαρίνα, ζεί με το ζόρι, το ξέρω, συναντήθηκα μαζί της.”
Οι άνθρωποι στη χώρα θα πρέπει να θυμούνται τι συνέβη: Το κράτος αυτοακυρώθηκε πλήρως από τα γεγονότα στο Μπεσλάν. Και το Μπεσλάν τρελαίνεται. Τρελαίνεται στην απόλυτη μοναξιά του.
Οι άνθρωποι, όμως, στη χώρα μας δεν θέλουν να θυμούνται.
Απόσπασμα από συνέντευξη με τον Ραμζάν Καντίροφ
Απόσπασμα από συνέντευξη με τον Ραμζάν Καντίροφ, αντιπρόεδρο της Τσετσενίας, αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2004 και την εκλογή του διορισμένου από το Κρεμλίνο Αλού Αχλάνοφ.
Α.Π. Πώς εκτιμάτε τον εαυτό σας; Ποια είναι η πιο δυνατή πλευρά του χαρακτήρα σας;
Ρ.Κ. Τι θα πει αυτό; Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση.
Α.Π. Σε ποιο πράγμα είστε δυνατός; Σε ποιο αδύναμος;
Ρ.Κ. Δεν θεωρώ ότι είμαι αδύναμος πουθενά. Είμαι δυνατός. Τον Άλου Αχλάνοφ τον έκανα πρόεδρο γιατί τον θεωρώ δυνατό. Τον εμπιστεύομαι εκατό τοις εκατό. Εσύ, πιστεύεις, ότι το Κρεμλίνο εκλέγει; Ο λαός εκλέγει. Πρώτη φορά ακούω ότι το Κρεμλίνο αποφασίζει για οτιδήποτε.
Παράξενο, αλλά το άκουσα κι αυτό.
(Θα περάσει λίγη ώρα, ούτε μια ώρα για την ακρίβεια, και ο Ραμζάν θα πει τα εντελώς αντίθετα: Ότι για όλα αποφασίζει το Κρεμλίνο, ότι ο λαός είναι όχλος και ότι αμέσως του πρότειναν στο Κρεμλίνο “να γίνει εκείνος πρόεδρος”, αλλά ο Ραμζάν αρνήθηκε γιατί “θέλει να πολεμήσει”).
Ρ.Κ. Αν εσείς μας είχατε αφήσει στην ησυχία μας, εμείς, οι Τσετσένοι, από καιρό θα ήμασταν ενωμένοι.
Α.Π. Ποιοι “εσείς”;
Ρ.Κ. Εσείς, οι δημοσιογράφοι. Οι πολιτικοί της Ρωσίας. Εσείς δεν μας αφήνετε να αποκαταστήσουμε την τάξη. Σπέρνετε τον διχασμό ανάμεσά μας. Εσύ έλαβες θέση στη διαμάχη των Τσετσένων. Είσαι εχθρός, χειρότερος και από τον Μπασάγιεφ.
Α.Π. Ποιοι άλλοι είναι εχθροί σας;
Ρ.Κ. Εγώ δεν έχω εχθρούς. Είναι ληστές.
Α.Π. Εσείς δεν εκλέξατε μόνοι σας τον πρόεδρο της Τσετσενίας;
Ρ.Κ. Όχι.
Α.Π. Ποιά δραστηριότητα σας αρέσει περισσότερο από όλες;
Ρ.Κ. Να πολεμώ. Είμαι πολεμιστής.
Α.Π. Έχετε σκοτώσει κάποιον προσωπικά;
Ρ.Κ. Όχι. Πάντα διοικούσα.
Α.Π. Δεν είστε πολύ νεαρός για να ισχυρίζεστε ότι πάντα διοικούσατε; Κάποιος θα σας διοικούσε κι εσάς κάποια στιγμή.
Ρ.Κ. Μόνο ο Καντίροφ. Κανείς άλλος δε με διοίκησε ποτέ. Κι ούτε πρόκειται.
Α.Π. Δώσατε εντολές να σκοτώσουν;
Ρ.Κ. Έδωσα.
Α.Π. Δεν είναι τρομερό αυτό;
Ρ.Κ. Δεν είμαι εγώ, αλλά ο Αλλάχ. Ο προφήτης έλεγε ότι τους ουαχαμπίτες* πρέπει να τους εξοντώνουμε. Έτσι δεν έλεγε;
Α.Π. Κι όταν εξαφανιστούν οι ουαχαμπίτες με ποιον θα πολεμάτε;
Ρ.Κ. Θα ασχοληθώ με τη μελισσοκομία. Έχω μελίσσια. Και ταύρους. Και σκυλιά για κυνομαχίες.
Α.Π. Δε λυπάστε που τα σκυλιά σκοτώνουν το ένα το άλλο;
Ρ.Κ. Όχι, δεν λυπάμαι. Μου αρέσει. Το σκύλο μου, τον Ταρζάν, τον σέβομαι σαν άνθρωπο. Είναι ένα καυκασιανό λυκόσκυλο, το πιο δίκαιο σκυλί.
Α.Π. Τι άλλες ασχολίες έχετε; Σκυλιά, μελίσσια, πόλεμος, και...;
Ρ.Κ. Αγαπώ πολύ τις γυναίκες.
Α.Π. Η σύζυγός σας δεν έχει αντίρρηση;
Ρ.Κ. Κρυφά τα κάνω.
Α.Π. Τι σπουδές έχετε κάνει;
Ρ.Κ. Ανώτατες νομικές. Τελειώνω. Δίνω εξετάσεις.
Α.Π. Τι εξετάσεις;
Ρ.Κ. Τι θα πει τι εξετάσεις. Εξετάσεις.
Α.Π. Πώς λέγεται το ινστιτούτο στο οποίο ολοκληρώνετε τις σπουδές σας;
Ρ.Κ. Παράρτημα του Ινστιτούτου Διοίκησης Επιχειρήσεων της Μόσχας. Βρίσκεται στο Γκουντερμές. Δηλαδή Νομική Σχολή.
Α.Π. Ποιά είναι η ειδικότητά σας;
Ρ.Κ. Είμαι νομικός.
Α.Π. Το δίπλωμά σας σε ποιο δίκαιο αναφέρεται; Στο ποινικό, στο αστικό;
Ρ.Κ. Ξέχασα. Έγραψα το θέμα σ' ένα χαρτάκι, αλλά το ξέχασα. Έχουμε τώρα πολλά γεγονότα.
* Ουαχαμπίτες: Φανατικοί μουσουλμάνοι που χρηματοδοτούνται βασικά από τη Σαουδική Αραβία. Αυτοί αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα της αντίστασης κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και δημιούργησαν εκεί το κίνημα των Ταλιμπάν.
Tα τρία κείμενα προέρχονται από το πρόγραμμα της παράστασης «Ανεπίδεκτη διόρθωσης» σε επιμέλεια Τάνιας Παλαιολόγου και Μαρίας Χανδρά.