Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προσέφυγε στη δικαιοσύνη εναντίον της ανιψιάς του Μέρι Τραμπ και των New York Times, κατηγορώντας τους για μια «ύπουλη συνωμοσία» με στόχο να αποκτήσουν τα φορολογικά έγγραφά του και να δημοσιεύσουν το 2018 μια έρευνα, για την οποία η εφημερίδα τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ.
Η προσφυγή των 27 σελίδων, στην οποία υπολογίζει σε 100 εκατομμύρια δολάρια τη ζημιά που υπέστη, κατατέθηκε χθες, Τρίτη στην κομητεία Ντάτσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Στην εν λόγω προσφυγή κατηγορούνται τρεις δημοσιογράφοι των New York Times --οι Σούζαν Κρεγκ, Ντέιβιντ Μπάρστοου και Ράσελ Μπιούτνερ-- ότι διεξήγαγαν «μια εκτεταμένη σταυροφορία για να αποκτήσουν εμπιστευτικά φορολογικά έγγραφα του Ντόναλντ Τζ. Τραμπ».
Στην προσφυγή καταλογίζεται επίσης στους κατηγορουμένους ότι «έχουν κίνητρο μια προσωπική βεντέτα», «μια ύπουλη συνωμοσία για να αποκτήσουν εμπιστευτικά και πολύ ευαίσθητα έγγραφα τα οποία εκμεταλλεύτηκαν για αποκλειστικά δικό τους όφελος και χρησιμοποίησαν ως μέσο για να νομιμοποιήσουν τις εργασίες που εξέδωσαν».
Η έρευνα των New York Times, η οποία τιμήθηκε το 2019 με το βραβείο Πούλιτζερ, αφορούσε το πώς οικοδόμησε στην πραγματικότητα την περιουσία του ο πρώην εργολάβος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι εντελώς αυτοδημιούργητος. Διαβεβαίωνε πως ο Ντόναλντ Τραμπ είχε στην πραγματικότητα δεχθεί από τον πατέρα του, σε διάστημα ετών, το σημερινό ισόποσο των 413 εκατ. δολαρίων που φέρεται ότι μεταβιβάσθηκαν εν μέρει μέσω μιας εταιρείας βιτρίνα, πράγμα που τους επέτρεψε να αποφύγουν τους φόρους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει το άρθρο «επιθετικό» και το περιεχόμενό του «πληκτικό» και «ήδη γνωστό».
Η δημοσίευσή του είχε ωστόσο οδηγήσει στην έναρξη μιας έρευνας από τις φορολογικές αρχές της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης διέταξε επίσης τον Αύγουστο το υπουργείο Οικονομικών να παρουσιάσει τις φορολογικές δηλώσεις τις οποίες ο ρεπουμπλικανός πρώην πρόεδρος είχε υποβάλει τα έξι χρόνια πριν από την άνοδό του στην εξουσία το 2017 και ζητούσε μια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Μέρι Τραμπ αποκάλυψε πως ήταν η κύρια πηγή της έρευνας των New York Times στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε το 2020 με τίτλο «Too Much and Never Enough: How My Family Created the World's Most Dangerous Man» («Υπερβολικά πολλά και ποτέ αρκετά: Πώς η οικογένειά μου δημιούργησε τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στον κόσμο»).
Ο πατέρας της, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ντόναλντ Τραμπ, ο Φρεντ Τραμπ Τζούνιορ, πέθανε το 1981 σε ηλικία 42 ετών από καρδιακή κρίση την οποία η οικογένειά του συνέδεσε με τον αλκοολισμό από τον οποίο έπασχε για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών, καθώς είχε βιώσει άσχημα την οικογενειακή πίεση να δουλέψει στο πλευρό του πατέρα του στις εργολαβίες ακινήτων ενώ αυτός ήθελε να γίνει πιλότος.
Στην προσφυγή του Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζεται πως οι δημοσιογράφοι των New York Times «καταδίωξαν αδιάκοπα την ανιψιά του, την Μέρι Λ. Τραμπ, και την έπεισαν να βγάλει τα έγγραφα από το γραφείο του δικηγόρου της και να τα παραδώσει στους Times».
«Χτύπησα την πόρτα της Μέρι Τραμπ. Την άνοιξε. Πιστεύω πως αυτό λέγεται δημοσιογραφία», έγραψε σήμερα το πρωί στο Twitter η δημοσιογράφος Σούζαν Κρεγκ.
Στην προσφυγή υποστηρίζεται ακόμη πως η Μέρι Τραμπ παραβίασε μια συμφωνία εχεμύθειας που είχε υπογράψει το 2001 μετά τη διευθέτηση της κληρονομιάς του πατέρα του Ντόναλντ Τραμπ, του Φρεντ Τραμπ Σίνιορ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ