Αντιμέτωπος με τις ερωτήσεις δικαστών ομοσπονδιακού δικαστηρίου προσφυγών στις ΗΠΑ, βρέθηκε δικηγόρος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, αναφορικά με το αναθεωρημένο προεδρικό διάταγμα του Ντόναλντ Τραμπ για την προσωρινή απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ, ταξιδιωτών από έξι μουσουλμανικές χώρες.
Η συζήτηση, στο δικαστήριο που έχει την έδρα του στο Ρίτσμοντ της πολιτείας Βιρτζίνια, έγινε ενώπιον συνολικού αριθμού 13 δικαστών.
Αρκετοί φέρεται να εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για το αν η προστασία της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας αποτελεί το βασικό κίνητρο υπογραφής του διατάγματος έναντι της θρησκευτικής προκατάληψης. Έξι δικαστές στην παραπάνω αριθμητική σύνθεση, που έχουν διοριστεί από Δημοκρατικούς προέδρους, εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για το ενδεχόμενο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος που υπέγραψε ο Τραμπ στις 6 Μαρτίου.
Από την άλλη μεριά, τρεις δικαστές, οι οποίοι έχουν διοριστεί στο δικαστήριο στη διάρκεια άσκησης της διακυβέρνησης από τους Ρεπουμπλικάνους, εκδήλωσαν την συμπάθεια τους ως προς την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος.
Το διάταγμα προβλέπει την απαγόρευση έκδοσης βίζας για την είσοδο στις ΗΠΑ, σε πολίτες από το Ιράν, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία, αλλά και την Υεμένη για χρονικό διάστημα τριών μηνών, αναφέρει σχετικά η προσφυγή της αμερικανικής κυβέρνησης κατά του δικαστηρίου, που εμπόδισε την εφαρμογή της.
«Δεν πρόκειται για απαγόρευση κατά των μουσουλμάνων», δήλωσε ο Τζέφρι Γουόλ, δικηγόρος, εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης που κλήθηκε να υπερασπίσει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Τραμπ. Η αναφερόμενη ακρόαση είχε διάρκεια δύο ωρών, ενώ αρχικά είχε προγραμματιστεί η διάθεση χρόνου ακρόασης μιας ώρας.
Ο δικαστής Ρόμπερ Κινγκ, που διορίστηκε επί προεδρίας του Μπιλ Κλίντον, είπε στον Γουόλ ότι ο Τραμπ δεν έχει ανακαλέσει προηγούμενες δηλώσεις του, στις οποίες διατύπωνε τη θέλησή του για την επιβολή περιορισμού στην είσοδο των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Ο Γουόλ από την πλευρά του, τόνισε στους δικαστές ότι σύμφωνα με νομικό προηγούμενο δεν είναι υποχρεωμένοι να ψάξουν για νοήματα πίσω από τις γραμμές με τις οποίες έχει διατυπωθεί το αναφερόμενο προεδρικό διάταγμα, καθώς δεν υπάρχει αναφορά σε κάποια θρησκεία ως το βασικό κίνητρο για την εφαρμογή του.
Ο δικαστής Πολ Νιέμεγιερ, που έχει διοριστεί από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, δήλωσε προς τον Ομάρ Τζαντουάτ, δικηγόρο της Ένωσης Αμερικανικών Πολιτικών Ελευθεριών που εκπροσωπεί όσους προσέφυγαν κατά της εφαρμογής του διατάγματος, ότι ζητούν από το δικαστήριο να ερμηνεύσει την κρίση του αμερικανού προέδρου για ζητήματα της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας. «Έχετε τη δικαιοσύνη να επιβλέπει και να αξιολογεί για τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Δεν ξέρω που μπορεί να σταματήσει αυτό», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Νιέμεγερ.
Κατά της αναθεωρημένης έκδοσης του προεδρικού διατάγματος Τραμπ, προσέφυγαν οργανώσεις προσφύγων, αλλά και φυσικά πρόσωπα από το Μέριλαντ, υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή της τους θίγει. Παράλληλα, υποστήριξαν ότι παραβιάζεται η ομοσπονδιακή νομοθεσία, αλλά και διατάξεις του Συντάγματος των ΗΠΑ οι προστατεύουν τις θρησκευτικές ελευθερίες και την αποφυγή σχετικών κρίσεων από την αμερικανική κυβέρνηση.
Η αμερικανική κυβέρνηση από την πλευρά της, προσέφυγε κατά της απόφασης που έλαβε ο δικαστής Θιοντόρ Τσουάνγκ στο Μέριλαντ (15 Μαρτίου) αναστέλλοντας την εφαρμογή του αναθεωρημένου διατάγματος, μία ημέρα πριν από την έναρξη της εφαρμογής του.
Η εφαρμογή του αναφερόμενου διατάγματος ανακλήθηκε και από τον ομοσπονδιακό δικαστή, Ντέρικ Γουάτσον στη Χαβάη, ακολουθώντας την τύχη του πρώτου προεδρικού διατάγματος για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ που είχε υπογράψει ο Τραμπ.
Σημειώνεται πως δεν έχει προσδιοριστεί χρονικά η έκδοση της απόφασης σχετικά με την έφεση, από το παραπάνω αναφερόμενο δικαστήριο προσφυγών στη Βιρτζίνια.
Νομικοί κύκλοι τονίζουν ότι ανεξάρτητα από την απόφαση που θα λάβουν οι 13 δικαστές, η υπόθεση θα κριθεί αμετάκλητα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.