Τα κυβερνητικά στελέχη συχνά επαίρονται ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η μόνη που έχει θέσει στη βούληση του ελληνικού λαού το μνημόνιό της και άρα διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση για όσα πράττει.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ορθός, γιατί ο Αλέξης Τσίπρας προσέφυγε σε εκλογές, αφού είχε ψηφίσει το τρίτο μνημόνιο, ενώ είχε ακριβώς την αντίθετη εντολή, τόσο από την εκλογική αναμέτρηση που ανέδειξε την κυβέρνησή του όσο και από το δημοψήφισμα.
Αυτό που έγινε στις δεύτερες εκλογές του 2015 ήταν ότι ο ταλαντούχος τακτικιστής Τσίπρας έφερε τον ελληνικό λαό προ τετελεσμένου γεγονότος. Το τρίτο μνημόνιο ήταν ήδη νόμος του κράτους όταν έγιναν οι εκλογές.
Την ίδια τακτική ακολουθεί και σήμερα στα δημοσιονομικά - οικονομικά αλλά και στα εθνικά ζητήματα. Δεσμεύει τη χώρα ως το 2022, δηλαδή και την επόμενη κυβέρνηση, με τα επικαιροποιημένα μνημόνια, το Μεσοπρόθεσμο και όλα όσα συμφωνεί με τους δανειστές, χωρίς να διαθέτει καμία πολιτική νομιμοποίηση γι' αυτό. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν, αποφασίζει μέτρα για την επόμενη τετραετία.
Και όλα δείχνουν ότι επίκεινται άλλα δύο «μνημόνια», δηλαδή δέσμες μέτρων μνημονιακού τύπου. Ένα για την «καθαρή έξοδο», όπως αποκαλεί η κυβέρνηση την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου και τη λήξη του προγράμματος χρηματοδότησης, και άλλο ένα «μνημόνιο» για το χρέος.
Η αποχή δεν είναι απευκταία για το επιτελείο του Τσίπρα σε αυτή την περίπτωση. Αντιθέτως, είναι επιθυμητή, καθώς η άλλη επιλογή θα ήταν να κατευθυνθεί ο κόσμος στους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα όποια μέτρα της ελάφρυνσης του χρέους (που θα είναι πολύ κατώτερα των αναγκαίων) θα δοθούν με τη μορφή της σαλαμοποίησης (μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση δανείων κ.λπ.) και θα απαιτούν κάθε φορά νέα μέτρα. Τουλάχιστον, αυτό θέλει το Βερολίνο και ως τώρα η δική του γραμμή περνάει.
Το επόμενο διάστημα, και ενώ η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την έξοδο από τα μνημόνια, θα φέρουν στη Βουλή και θα ψηφίσουν νέα μνημονιακά μέτρα, από αυτά που θα αφορούν και τις επόμενες κυβερνήσεις, ώστε να δεσμευτεί η χώρα για αρκετά χρόνια ακόμα. Θα φέρει τη χώρα, δηλαδή, για άλλη μια φορά προ τετελεσμένου γεγονότος.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι ο ελληνικός λαός εκείνες τις μέρες θα παρακολουθεί Μουντιάλ και δεν θα έχει την προσοχή του στραμμένη στην κυβερνητική πλειοψηφία που θα αποφασίζει για το μέλλον του, καταδικάζοντας τη χώρα σε συνεχιζόμενη αυστηρή λιτότητα και αναιμική ανάπτυξη, η οποία δεν θα μπορέσει να τη βγάλει ποτέ από την κρίση.
Την ίδια στιγμή ετοιμάζεται να κλείσει και το Σκοπιανό, ένα ζήτημα που δεν είχε βάλει στην προεκλογική ατζέντα και για το οποίο δεν μπορεί να επικαλεστεί τη λαϊκή νομιμοποίηση.
Αντιθέτως, ο κυβερνητικός εταίρος διαβεβαίωνε τους ψηφοφόρους του ότι με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση θα αποτρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ να πάρει αποφάσεις αντίθετες προς το «πατριωτικό συμφέρον», όπως θεωρούν κάθε λύση που περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία».
Όλα αυτά που ετοιμάζεται να κλείσει η κυβέρνηση Τσίπρα αυτό το καλοκαίρι, αλλά και όσα έχει ήδη συμφωνήσει και αναμένεται να εφαρμοστούν (όπως οι περικοπές στις συντάξεις), είναι βέβαιο ότι θα έχουν βαρύ πολιτικό κόστος. Η απογοήτευση του ελληνικού λαού είναι δεδομένη, όπως ήταν και μετά το δημοψήφισμα.
Το «προ τετελεσμένου» δημιουργεί πάντα απογοήτευση στα λαϊκά στρώματα, που δεν βλέπουν να υπάρχει ελπίδα πουθενά. Η απογοήτευση αυτή συνήθως παράγει αποχή, όπως έγινε και στις δεύτερες εκλογές του 2015. Τότε η απογοήτευση για την υποχώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. οδήγησε σε τεράστια αποχή, ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε περίπου 300.000 ψηφοφόρους.
Αν δεν υπάρξει κάποιο καταλυτικό γεγονός που να αλλάξει τα πράγματα στο πολιτικό σκηνικό, η αποχή θα είναι και στις επόμενες εκλογές μεγάλη και αυτό για το Μαξίμου θεωρείται «μια κάποια λύση». Τουλάχιστον ως worst-case scenario.
Η αποχή δεν είναι απευκταία για το επιτελείο του Τσίπρα σε αυτή την περίπτωση. Αντιθέτως, είναι επιθυμητή, καθώς η άλλη επιλογή θα ήταν να κατευθυνθεί ο κόσμος στους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Επίσης, η αποχή ευνοεί τα κόμματα που διαθέτουν σκληρό πυρήνα. Για τον λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει να «τσιμεντώσει» τους δικούς του ψηφοφόρους, δημιουργώντας ένα ισχυρό πελατειακό δίκτυο πανελλαδικά και με στοχευμένες πολιτικές: σε ειδικές κατηγορίες δημοσίων και κρατικών υπαλλήλων, παρέχοντας προνόμια όπου μπορεί, αποδίδοντας ιθαγένειες κατά δεκάδες χιλιάδες (μια κατηγορία πολιτών που θεωρούν βέβαιο ότι θα τους ψηφίσει) και με τις πολιτικές επιδομάτων στα πολύ φτωχά και οικονομικά εξαθλιωμένα στρώματα.
Αυτό είναι το πραγματικό παράλληλο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που τρέχει μαζί με το κανονικό, εκείνο που έχουν επιβάλει οι δανειστές. Ο πολιτικός τους στόχος είναι να εξασφαλίσουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους για τις επόμενες εκλογές, όπου αν η αποχή είναι μεγάλη, μπορεί να τους εξασφαλίσει, ελπίζουν, ακόμα και 20%, ποσοστό που τους κρατάει μέσα στο πολιτικό παιχνίδι που θέλουν.
Ποντάρει λοιπόν (και) στην αποχή αυτήν τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας και το ζητούμενο είναι να μην κινητοποιηθούν οι απογοητευμένοι πολίτες. Να μη συμβεί κάτι που θα τους σηκώσει από τον καναπέ ως τις εκλογές. Γιατί αν γίνει, μπορεί ακόμα και να τους τελειώσει. Το πολιτικό φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, είναι μια φούσκα που κανείς για την ώρα δεν ξέρει πότε θα σκάσει.