Κατηφορίζοντας την Ερμού
Eίναι μια από αυτές τις εφιαλτικές μέρες που αναρωτιέμαι για ώρες τι να φορέσω και στο τέλος φεύγω από το σπίτι με τρία διαφορετικά παλτά σαν χαζή, για να μου πει η Μαρίνα ποιο μου ταιριάζει καλύτερα. Κατηφορίζω την Ερμού σαν εκείνη την ανατριχιαστική γριά που κάθεται έξω από την Παλιά Βουλή - κουβαλάει το βιος της σε καρότσι σούπερ μάρκετ και τραβάει μια γάτα από ένα υφασμάτινο λουράκι: κρατάω μια σακούλα με ρούχα, δυο παλτά, ένα τζάκετ και μια πελώρια τσάντα-μπαούλο. Κατευθύνομαι προς το swap not shop στο Six D.O.G.S: η ιδέα είναι ότι ανταλλάσσεις ρούχα και παπούτσια που δεν φοράς πια με ρούχα άλλων. Όταν φτάνω στο Six D.O.G.S, πάνω από κάθε ξύλινο πάγκο βρίσκονται τουλάχιστον δέκα κοπέλες που ανακατεύουν μια πελώρια μάζα ρούχων, η οποία από το πολύ ανακάτεμα μοιάζει να ’χει γίνει ένα. Φτάνουμε πίσω από τον πάγκο με τα παπούτσια και η Κατερίνα μου δείχνει ένα ζευγάρι κόκκινες φλατ σουέτ μπαλαρίνες από το Sfera. «Τι έχεις μέσα στη σακούλα;», τη ρωτάει με γλυκιά φωνή μια κοκκινομάλα κοπέλα με πουά φόρεμα, ξυρισμένο κεφάλι από τη μία και λουλούδι στο αυτί. « Έχω τρία ζευγάρια παπούτσια», της λέει η Κατερίνα με αμείωτο ενθουσιασμό. Η κοκκινομάλα δοκιμάζει τις κόκκινες μπαλαρίνες και της λέει: «Θα τις πάρω! Αχ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» - σε λίγο θα την αγκαλιάσει. Σύντομα εμφανίζονται κι άλλες δυο κοπέλες. Δεν προλαβαίνει ν’ αφήσει την τσάντα κάτω. Είναι απίστευτο πόσο πολύ κόσμο έχει: μαμάδες με μωρά, οικογένειες και παρέες κοριτσιών. Αφήνω τα δικά μου ρούχα στους πίσω πάγκους του κήπου και μαζί με αυτά κι ένα ζευγάρι παπούτσια – δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να έχεις όρεξη και χρόνο για ψάξιμο για ρούχα – οπότε ψάχνουμε με τις ώρες. Εγώ παίρνω τρία ζευγάρια παπούτσια κι ένα τζιν. Γυρνάω σπίτι, τα βγάζω από τη σακούλα και τα κοιτάω με ευχαρίστηση.
Σάββατο μεσημέρι στο καφέ Αβησσυνία
Έχουμε κάτσει έξω και κοιτάμε κασελάκια, πιάτα, πολυελαίους, πορσελάνινα κανάτια, μια επιγραφή που λέει «Welcome to Μesiko» και χιλιάδες μπιχλιμπίδια, ενώ κάνουμε προπόσεις στη φίλη μας, «να ζήσεις», και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια, ενώ από μέσα τραγουδάνε με φόντο τις λουλουδιαστές ταπετσαρίες. Έφτασα αργά και για κάποιον λόγο η μόνη άδεια θέση ήταν δίπλα σ’ έναν συνάδελφο της Μ. Ο τύπος, που προφανώς νομίζει ότι είναι φοβερά πνευματώδης, κάνει συνέχεια σεξουαλικά αστεία («χοχοχο, λουκάνικα») και παράλληλα μας περιγράφει την ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα: «Θα είναι 1,80, κοκκινομάλα, ψηλή, θα έχει Phd. Α, και θα μαγειρεύει τέλεια». Οι γυναίκες της παρέας κοιταζόμαστε μεταξύ μας με ένα μείγμα αμηχανίας και οίκτου. Λίγη ώρα μετά, κι ενώ μια ξανθιά χορεύει όρθια δίπλα στο πιάνο, τρεις κοπέλες της παρέας φεύγουν. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκαν οι φίλες μου;», τον ρωτάει όλο χαρά η Μ. «Ρε συ, κάπως μπαζάκια ήταν», της λέει αυτός και μετά γελάει πνιχτά μόνος του: «χιχιχι». Μου θυμίζει κάτι Ιταλούς συμφοιτητές μου στο πανεπιστήμιο που λέγανε ότι η Ζιζέλ έχει κυτταρίτιδα. Φαντασιώνομαι για λίγο υποθετικούς διαλόγους με τον κολλητό του («Μα, γιατί δεν θες την Τζανίν; Πέρυσι μόλις βγήκε Μις Νικαράγουα». «Δεν έχει σημασία, έχει κότσι στο πόδι της»). Όταν πια φεύγουμε, ρωτάω τη Μ. πόσα βγάζει αυτό ο τύπος. «Νομίζω γύρω στα 2.500 ευρώ», μου λέει. «Άσε με να μαντέψω: μένει με τη μαμά του και τον μπαμπά του», συνεχίζω. «Πώς το ’ξερες;», μου απαντάει και με κοιτάζει έκπληκτη. Στο βάθος κάποιοι τραγουδάνε το « Έλα να πάμε σ’ ένα μέρος, άνθρωπος να μην υπάρχει, ούτε νέος, ούτε γέρος, μόνο να ’μαστε μονάχοι».
σχόλια