Σάββατο βράδυ στοαυτοκίνητο
Έχω πείσει τους φίλουςμου πως απόψε θα ‘ναι μια φανταστικήβραδιά χάρη στις βαθιές μου γνώσεις γιατη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. («Δουλεύωσε οδηγό πόλης εντάξει; Ξέρω την Αθήνακαλύτερα από σας. Απόψε θα κάνουμε αυτάπου λέω εγώ!» τολμάω να ξεστομίσω ωςμούλικο.) Πρώτα θα πάμε σε ένα μυστικόπάρτι στα Άνω Πετράλωνα και μετά σε έναπάρτι σε μια αποθήκη πίσω από έναφαρμακείο στον Κορυδαλλό.
Σάββατο, 00:30. Χαμένοιστα Άνω Πετράλωνα
Έχουμε χαθεί για τακαλά. Στο τέλος, κι αφού έχουμε ανεβοκατέβειτην Τρώων καμιά 20αριά φορές, στρίβουμεσε μια ψαροταβέρνα και βρίσκουμεεπιτέλους το μυστικό πάρτι ακολουθώνταςτην εκκωφαντική μουσική. Ανεβαίνουμεαπό μια ξύλινη σκάλα στο δώμα μιας παλιάςμονοκατοικίας: Ανάμεσα σε μια πυκνήκουρτίνα καπνού και πελώρια άφρο μαλλιάμπορώ να διακρίνω μια μικρή σκηνή στηνοποία παίζει ένα χέβι μέταλ συγκρότημαμε το πνευματώδη τίτλο «Πύον τουνου». Ο γυμνόστηθος τραγουδιστήςτους, που φοράει μόνο ένα μοβ βελουτέπαντελόνι καμπάνα τραγουδάει κλωτσώνταςτον ντράμερ. Τους κοιτάμε έκθαμβοι μεμια μπίρα στο χέρι. Όταν πια εμφανίζεταιτο επόμενο συγκρότημα και τραγουδάει«Αμαρτία, αμαρτία και σαπίλα» πάωπρος το μπαρ. Σε ένα τραπέζι καφενείουέχουν ξεμείνει μια μεγάλη νταμιτζάναμε τσίπουρο, ένα μικρό ούζο Πλωμαρίουκαι Sprite. Την ώρα που γεμίζωτο ποτήρι της Ο. με κάποιο περίεργοσυνδυασμό τζιν και μελιού (απόψε θαείναι το πειραματόζωό μου), έρχομαιμούρη με μούρη με το τριχωτό στέρνο τουτραγουδιστή των «Πύον του νου».Ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Σάββατο 03:00. Στο πάρτιστην αποθήκη
Έχει τόσο κόσμο που δενακούγεται η μουσική. Στην ουρά για ποτόαντιλαμβάνομαι πως υπάρχει μόνο έναςμπάρμαν -τα ποτά είναι στηριγμένα σεένα κιβώτιο από πεπιεσμένο χαρτί- γιαόλο το πάρτι. Μισή ώρα αργότερα κι ενώείμαστε ακόμα στην ουρά, η Ο. μου λέειμε παγωμένο βλέμμα «ώστε δουλεύειςσε οδηγό πόλης ε;».
Σάββατο 06:00 το πρωί,στον περιφερειακό του Φιλοππάπου
Σκέφτομαι πως τιςπροάλλες με άφησε άφωνη όταν μου είπε:«Απλώς θα 'θελα να 'μαι η προτεραιότητακάποιου σε αυτή την πόλη». Δεν έχεικι άδικο, από μια ηλικία και μετά φτάνειςπάντα μέχρι ένα σημείο με τους ανθρώπουςκαι μετά είναι σχεδόν αδύνατο ή ούτεκαν σε ενδιαφέρει πια να διαπεράσειςτα χιλιάδες προστατευτικά τους στρώματαή δεν βρίσκεις έστω και ελάχιστοουσιαστικό χρόνο να γνωρίσεις όλουςαυτούς τους ανθρώπους που επίσης έχουνελάχιστο ουσιαστικό χρόνο. Από την άλληόμως το μόνο που χρειάζεσαι για ναπεράσεις καλά σε αυτή την πόλη για έναβράδυ είναι ένα αυτοκίνητο και οι δυοκολλητοί σου, να οδηγείτε κι οι τρειςχωρίς ιδιαίτερο προορισμό μετά από μιαβραδιά ξενυχτιού τη στιγμή που χαράζειένα γαλάζιο φως πάνω από το διαλυμένοσας σαράβαλο. Η Ο. καπνίζει στο πίσωκάθισμα, ο Σ. οδηγεί, και εσύ ακούς το«Τhe streetsare ours»του Richard Hawley.Λέει κάτι σαν κι αυτό, ίσως λίγο περισσότερομελό, το τραγουδάς και το εννοείς. «Αλλάαπόψε οι δρόμοι είναι δικοί μας, απόψεοι δρόμοι είναι δικοί μας. Αυτά τα φώταστο δρόμο είναι δικά μας. Απόψε οι δρόμοιείναι δικοί μας και τα φώτα στην καρδιάμας δεν λένε ψέματα».
σχόλια