Σάββατο 19.45. Προσπαθώνταςνα ντυθώ για reunionπαλαιών συμμαθητών.
Το σπίτι μου θυμίζειπίνακα του Jackson Pollock:μια έκρηξη χρωμάτων πάνω στο παρκέ,χιλιάδες ρούχα που έχω να φορέσω χρόνια,απλωμένα παντού. Δοκιμάζω μέχρι και έναφριχτό τιρκουάζ μπλουζάκι με τον ένανώμο έξω που έχω να φορέσω από τα 16 μου,γιατί ο τότε κολλητός μου μου είπε πωςμοιάζω με τη Ζίνα, τη βασίλισσα τηςζούγκλας. Κάθε πέντε λεπτά χτυπάει τοτηλέφωνο «Πως πας;», «Σκατά,σκατά, σκατά. Τίποτα δεν βρίσκω ναφορέσω». Συνειδητοποιώ ότι έχω τρομερήαγωνία. Πολλούς έχω να τους δω από τα 18μου - το τραγικό με το να είσαι 15, 16 και17 είναι ότι παίρνεις τον εαυτό σουτρομακτικά στα σοβαρά, πασαλείφεις τημούρη σου με γκλίτερ και eyeliner και φωνάζεις σαν τρελή«Ι love youJarvis» στους διαδρόμους,αποφασίζεις πως το μπουζουξίδικό σουόνομα θα ήταν η Ντέπυ Λετρίβη(αναγραμματισμός του κανονικού ονόματος),αλλά κατά βάθος είσαι πνιγμένη στιςανασφάλειες. «Πόσο χάλια μπορεί ναείναι;» σκέφτομαι. Φαντάζομαι πως θα‘ναι σαν αποχαιρετιστήριο πάρτι σεκατασκήνωση: Θα τραγουδάμε το «AuldLang Syne»(που στα ελληνικά πάει κάπως σαν «όχι,δεν χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά»)γύρω από μια φωτιά, ψήνoνταςmarshmallows και κoυνώνταςτα κεφάλια μας σαν τα παιδάκια τηςUnicef.
Σάββατο 22.00. Στο reunion.
Στην αρχή είναι κάπωςτρομακτικά. Λίγο πριν κατέβω στην αυλή,σκέφτομαι σοβαρά να το βάλω στα πόδια.Μετά προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναιποιος. Οι κοπέλες είναι σχεδόν όλες πιοόμορφες (και πιο ξανθιές), τα αγόρια πιοκαραφλά. Μιλάω με ένα σωρό κόσμο. Μεέκπληξη ανακαλύπτω πως οι περισσότεροιείναι μια χαρά παιδιά. Όλοι πίνουμε σανΆγγλοι σε φοιτητική εστία - ίσως λόγωαμηχανίας. Στο δρόμο για την τουαλέταπέφτω μούρη με μούρη με παλιό -πληνμεθυσμένο- συμμαθητή. Με τραβάει από τοχέρι και μου λέει διάφορα ακατάληπταπράγματα, δείχνοντάς μου κάτι ζωγραφιές.«Τα βλέπεις αυτά; Αυτά τα έχειζωγραφίσει ένας φίλος μου. Και είναι τοχόμπι μου -είμαι λάτρης αυτοκινήτων καιπαλαιών αντικών;(sic)Κατάλαβες;». «Κατάλαβα» του λέωκαθησυχαστικά. «Να πάω στην τουαλέτατώρα;».
Σάββατο 3.30. Καθισμένοισε ένα πεζούλι.
Έχουμε κάτσει οι πολύστενοί φίλοι σε ένα πεζούλι στη σειρά,κάτω από κάτι πεύκα, είμαστε σχεδόν όλοιπιωμένοι ή σταματήσαμε να είμαστεπιωμένοι κατά τη 1.00 που αρχίσαμε ναπίνουμε νερό και το κεφάλι μας πάει νασπάσει -στο μυαλό μας χοροπηδάνε χιλιάδεςάχρηστες ή χρήσιμες πληροφορίες γιαανθρώπους που έχουν γυρίσει στην Αθήνα, ανθρώπους που φεύγουν ή δεν γύρισανποτέ και ζουν παντού στον κόσμο καιείναι δικηγόροι, μηχανικοί, δουλεύουνστη διαφήμιση και έχουν παιδιά ηπαντρεύονται η έχουν χωρίσει και έχουνανακαλύψει τον Χριστό. «Τι ωραία πουείμαστε όλοι μαζί τώρα» σκέφτομαικαι τους το λέω και συμφωνούν όλοι. Καθώςμπήγω τη μουσούδα μου στο λαιμό τουδιπλανού μου, έτοιμη να πω κάποιασυναισθηματική μπούρδα, βλέπω μπροστάστο άδειο πια μπαρ τον λάτρη παλαιώναυτοκινήτων και σπορ αντικών (sic).Έχει απλώσει τις πελώριες χερούκλεςτου πάνω σε μια άλλη παλιά συμμαθήτρια,ενώ εκείνη προσπαθεί να του ξεφύγει σανναζιάρικο χταπόδι. «Χαχαχαχαχα»σκέφτομαι.
σχόλια