Τετάρτη, 11.00 μ.μ. Στοπάρτι μετά την πρεμιέρα του Westside story στο θέατρο Badminton
Λέμε πως θα κάτσουμεγια ένα ποτό οπωσδήποτε - τον τελευταίοκαιρό οι δωρεάν προσφορές ποτού καιφαγητού είναι όλο και πιο ευπρόσδεκτεςγιατί είμαστε όλοι άφραγκοι. Δυο ώρεςαργότερα αναλύουμε τα προβλήματα τουελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος,ενώ δυο ηθοποιοί χορεύουν το «Thereare worse thingsΙ could do»με πιρουέτες στην πράσινη μοκέτα. Χωρίςκαμία προειδοποίηση, στο τραπέζι μαςεμφανίζονται δύο τύποι. Ο ένας, πουφοράει ένα μαλακό καπέλο (από αυτά πουσυνήθως χρησιμοποιούνται ως καμουφλάζκαράφλας), μας συστήνεται «Εγώ είμαιο Νταν και αυτός είναι ο φίλος μου οBλαντιμίρ». Ο Νταν μαςλέει ότι είναι από την Αμερική και παίζεισαξόφωνο και ο Βλαντιμίρ (ντυμένος σταάσπρα σαν τρόφιμος ψυχιατρείου) είναιαπό τη Λιθουανία και παίζει φλάουτο (ομουρλός φλαουτίστας). Είναι μια μάλλοντυπική συζήτηση - από πού είμαστε, τιδουλειά κάνουμε, αν μας άρεσε η παράσταση.Μέχρι που ο Βλαντιμίρ μου λέει με μιαβαριά ανατολικοευρωπαϊκή προφορά: «Δενείμαι στ' αλήθεια μουσικός, είμαι μιααρσενική πόρνη» (είμαι σίγουρη ότιστο Βίλνιους ξεκαρδίζονται με αυτό τοαστείο). «Θα το έχω υπόψη μου» τουαπαντάω ανέκφραστα. Σε λιγότερο απόδέκα δευτερόλεπτα έχουμε φύγει με κοφτάβηματάκια.
3.00 το βράδυ, στο άδειογήπεδο στρατού στου Γουδή. Αντί να μαςοδηγήσω προς την έξοδο μας οδηγώ σε ένασκοτεινό αδιέξοδο.
«Μα δεν έχει τίποταεδώ» διαμαρτύρεται η Όλγα. «Σκάσεκαι προχώρα. Πού θες να ξαναγυρίσουμεμόνες μας, μεσα στα σκοτάδια;». Γιακάποιο ανεξήγητο λόγο, την πείθω πως ηκαλύτερη λύση είναι να πηδήξουμε ένανπελώριο φράχτη στα αριστερά μας και ναμπούμε στο προαύλιο ενός άγνωστουκτιρίου. Μες στο σκοτάδι εμφανίζεταιένας φρουρός με μαλλί αφάνα που μοιάζειμε μεσήλικο Πατσατσούφα. «Τι κάνετεεσείς εδώ;». «Ψάχνουμε για ταξί»του απαντάει η Όλγα με άκρα φυσικότητα.«Ξέρετε» λέω εγώ με απολογητικόύφος «χαθήκαμε και δεν ξέραμε πώς ναβγούμε». «Καλά ρε κορίτσια, τηντρύπα δεν την είδατε;». «Ποιατρύπα;». Μας δείχνει έξω από τοπροαύλιο, υπάρχει πράγματι μια μεγάλητρύπα. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη ναπηδήξουμε το φράχτη, μπορούσαμε από τηναρχή να είχαμε συρθεί σαν τα σκουλήκιαμέσα από μια τρύπα για να βγούμε έξω (τιπιο φυσικό άλλωστε). «Ωραία» τουλέει η Όλγα χαμογελώντας. «Μήπωςγίνεται να μας ανοίξετε την πόρτα ναβγούμε σαν άνθρωποι;». «Ε, όχι έχωτα κλειδιά στο δεύτερο όροφο καιβαριέμαι». «Ωραία» του λέει μετόνο εκφωνήτριας ειδήσεων «τότε θαγυρίσετε από την άλλη την ώρα που πηδάμετο φράχτη». «Εντάξει κορίτσια»λέει πειθήνια ο Πατσατσούφας και γυρνάειαπό την άλλη.
3.30 π.μ. Έχουμε πηδήξειτο φράχτη, συρθεί στο χώμα και βγει στοδρόμο.
Περιφερόμαστε γιααρκετή ώρα στου Γουδή και μετά στουςΑμπελόκηπους - όλα είναι κλειστά, δενέχουμε ιδέα πού είμαστε και γελάμεακατάπαυστα. Ξέρουμε πως δεν θα χαθούμεπάντως. Χρησιμοποιούμε ως πυξίδα τονΠύργο Αθηνών που λάμπει στον ορίζοντα.
σχόλια