"Όλα ξεκίνησαν στην Σύμη του '40, όπου ο ορφανός από τον πόλεμο παππούς μου δούλευε στα καρνάγια σε ηλικία 16 ετών", αναφέρει η Θεοδώρα Παπανικήτα για τον κύριο Μιχάλη Χατζηνικολάου στον οποίο αφιέρωσε το συγκινητικό πρότζεκτ 'Ο ποιητής της θάλασσας' που παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα από το LIFO.gr.
«Το 42 όταν πέθανε ο πατέρας μου δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Δούλευα στο Μοναστήρι του Πανορμίτη και το Νοέμβρη στο πανηγύρι μου είπε ο παππάς να μάθω ψαλτική και τέχνη. Κάθε βράδυ μάθαινα Βυζαντινή μουσική και κάθε πρωί δούλευα στο καρνάγιο. Στην αρχή δούλευα για τον Μάριο Αντώνη, παρατσούκλι Χίξας, μετά από έξι μήνες πήγα στου Κυριάκου του Χάσκα, παρατσούκλι Μαλαξός. Ήταν στριμμένος άλλα δούλευε πολύ. Έμεινα μαζί του 8-9 μήνες να μάθω την δουλειά, δεν πήρα δεκάρα. Μετά πήγα στου Γιώργου του Ψαρά, παρατσούκλι Ψαρός, που φορούσε πλεκτή πουκαμίσα, ζωνάρι και κάπνιζε την πίπα.»
Αυτό που κάποιοι ονομάζουν βρωμιά, σκουριά και σκουπίδια είναι η αλήθεια των ανθρώπων που δουλεύουν κάθε μέρα με τα χέρια τους ώστε να χτίσουν πλοία, ιστορία, πολιτισμό και όνειρα. Κάθε μικρή ή μεγάλη Ελληνική παράδοση αργοπεθαίνει μαζί με τους μάστορές της που γερνάνε και παίρνουν μαζί την γνώση και την τεχνική τους.
Το όνειρό του είναι να ολοκληρώσει ένα μουσείο παραδοσιακών Ελληνικών σκαφών στη Ρόδο που θα αποτελείται από 12 πλοία με πανιά εμπνευσμένα από τον 17ο αιώνα και μετά. Έχει ήδη σχεδιάσει τα πλοία αλλά δεν υπάρχουν λεφτά και χέρια για να υλοποιηθούν. Υπάρχει όλη η καλή διάθεση από αυτούς τους ανθρώπους να μάθουν στις επόμενες γενιές την τέχνη αυτή αλλά δεν υπάρχει ζήτηση και οι καραβομαραγκοί γερνάνε και λιγοστεύουν.
Πάντα θαύμαζα την δουλειά και τα κατορθώματα του παππού μου διότι έχει συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στον πολιτισμό και την Ελληνική παράδοση. Στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου μου έπρεπε να ολοκληρώσουμε το τελικό μας φωτογραφικό πρότζεκτ και αποφάσισα να επικεντρωθώ στην ζωή και την τέχνη του δημιουργώντας ένα φωτογραφικό βιβλίο εξήντα σελίδων το οποίο θα ήθελα κάποια στιγμή να εκδώσω. Άυτό που με μαγεύει ιδιαίτερα πίσω από τα ξύλινα καΐκια και τους ταρσανάδες είναι η σχέση των καραβομαραγκών με την θάλασσα. Γεννημένη και μεγαλωμένη σε Ελληνικό νησί έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για την θάλασσα και είναι πολύ όμορφο να ακούς ιστορίες από ανθρώπους που έχουν ζήσει πλάι της όλη τους την ζωή.
Αυτό που κάποιοι ονομάζουν βρωμιά, σκουριά και σκουπίδια είναι η αλήθεια των ανθρώπων που δουλεύουν κάθε μέρα με τα χέρια τους ώστε να χτίσουν πλοία, ιστορία, πολιτισμό και όνειρα. Κάθε μικρή ή μεγάλη Ελληνική παράδοση αργοπεθαίνει μαζί με τους μάστορές της που γερνάνε και παίρνουν μαζί την γνώση και την τεχνική τους.
Πιστεύω ότι αυτό το πρότζεκ είναι ένα δώρο που έχουμε ανταλλάξει με τον παππού μου. Δώρο για μένα που χάρη στον παππού μου έμαθα τόσα πολλά για την υπέροχη τέχνη της ναυπηγικής και της Ελληνικής παράδοσης και δώρο για εκείνον που μπόρεσα και δημιούργησα αυτό το πρότζεκ ώστε να ακουστεί η φωνή και η ιστορία του λίγο παραπάνω.