Ο Αύγουστος είναι ιερός. Δεν διακόπτεται (κι ας ανήκω στους μικροαστούς, κατά τον κύριο Χωμενίδη). Παραληρώ από αδράνεια σε μια παραλία, δυο χρόνια πριν, στο ξενοδοχείο του Τσεπέτη στους Αγίους Αποστόλους, έξω από τα Χανιά. Στο Ammos, στην άμμο. Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι μια εταιρεία διανομής στην άλλη γραμμή.
Θέλουν να με προσκαλέσουν για μια συνέντευξη στη Νέα Υόρκη, στις 8 Αυγούστου, για δυο μέρες. Αποκλείεται, απαντάω, για κανένα λόγο, για καμία ταινία και για κανέναν ηθοποιό. Μην είσαι τόσο σίγουρος, επανέρχονται. Επιμένω. Μα πρόκειται για τη Μόνικα Μπελούτσι, με χτυπάνε με σίγουρη φωνή. Ανασηκώνομαι στην ξαπλώστρα και ρωτάω: πότε πρέπει να βρίσκομαι στην Αθήνα για αναχώρηση;
Θα καθόμουν ελάχιστα στην Αμερική. Την πρώτη μέρα θα έφτανα αργά, τη δεύτερη θα έβλεπα την ταινία και την τρίτη θα έκανα τις συνεντεύξεις και θα επέστρεφα. Μια κυρία, να είναι καλά, μου κάνει upgrade στην Ολυμπιακή και ταξιδεύω άνετα κι ωραία. Φτάνω αργά το απόγευμα και βγαίνω έξω για να καπνίσω και να πάρω το ταξί για το ξενοδοχείο. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική - έχω πετύχει πηχτή υγρασία στη θερινή Νέα Υόρκη, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο.
Ήταν όμορφη όπως πάντα, σειρήνα επίσης, καλύτερη και πιο αδύνατη από κοντά, σε σύγκριση με το σινεμά, δεν ξέρω τι ακριβώς προκύπτει με τις αναλογίες της μπροστά στο φακό και στρογγυλεύει...
Καθώς δεν έχω παρακολουθήσει την πρόγνωση του καιρού, ο ταξιτζής με ενημερώνει πως πριν από μόλις πριν μερικές ώρες είχε καταλαγιάσει η αντάρα. Μια σφοδρότατη καταιγίδα είχε πλήξει τα προάστια, με αποτέλεσμα να πέσουν κεραυνοί καταμεσής σε δρόμους του Μπρούκλιν και να σπάσουν σκεπές σπιτιών και αυτοκίνητα. Το νερό είχε λιμνάσει στην άσφαλτο και ο οδηγός δοκίμασε πολλές παρακάμψεις για να μπει στο Μανχάταν.
Νύχτα και να βράζω ιδρώνοντας, ψάχνοντας τον ήλιο στο σκοτάδι. Στο ξενοδοχείο δεν μπορούσα να ανοίξω παράθυρα και ο κλιματισμός πρέπει να ήταν στους 15 βαθμούς. Έμπαινε από τις χαραμάδες παρά, το ότι έκλεισα το δικό μου στο δωμάτιο. Δράμα.
Την επομένη, το δυσοίωνο σύννεφο εξαφανίστηκε και έκανα βόλτες σε μια σχετικά αραιή πόλη. Πήγα στο Moma και κάθισα έξω, στην υγιή λιακάδα. Τηλεφώνησα σε μια φίλη, μου απάντησε από άλλη πολιτεία, ήταν διακοπές κι αυτή, τι να κάνει. Κανείς γνωστός στην πόλη, συνέχισα τις βόλτες.
Είδα την ταινία, δεύτερο δράμα. Το Shoot em Up δεν ήταν λόγος να διασχίσεις τον Ατλαντικό, ούτε καν να πας ως το Ιντεάλ σε δημοσιογραφική προβολή. Αλλά ήταν η Μόνικα εκεί, καθώς και ο Κλάιβ Όουεν, ένας γοητευτικός γρίφος που δεν μιλάει πολύ για να μην ανοίγεται για τα οικογενειακά του.
Τρίτη μέρα ξημερώνει και βρέχει, βρέχει ασταμάτητα, με τρομερό κρύο. Από τους 35 νυχτερινούς βαθμούς έφτασα στους 15 πρωινούς, χωρίς ομπρέλα. Τρυπώνω στο ξενοδοχείο των συνεντεύξεων και νόμιζα πως έκανα λάθος, γιατί δεν είδα κανέναν από τους γνωστούς δημοσιογράφους, τους ξένους συνάδελφους που χαϊδευτικά αυτοονομαζόμαστε «Η Διεθνής των Απατεώνων», γιατί συναντάμε με πληρωμένα έξοδα αυτούς που άλλοι θα σκότωναν (λέμε τώρα) να δουν έστω κι από μακριά.
Επειδή ήταν Αύγουστος, λοιπόν, και όλοι βρίσκονταν στη δική τους ξαπλώστρα, η συμμετοχή ήταν μικρή και μόνο μια χούφτα μαζευτήκαμε για να δουλέψουμε (λέμε τώρα) καλοκαιριάτικα. Το θετικό αποτέλεσμα ήταν πως ο χρόνος όσων μπήκαμε στον κόπο αυξήθηκε κατακόρυφα. Εκτός από το τηλεοπτικό μου δεκάλεπτο, είχα στη διάθεσή μου και τη Μόνικα και τον Κλάιβ για ένα μισάωρο one on one, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο κάτω από κανονικές συνθήκες.
Ξαφνικά, δεν ήξερα τι να πρωτοπώ στους ανθρώπους, για τι πράγμα να μιλήσω, εκτός από τα καθιερωμένα - με το χρόνο να κρέμεται τόσα χρόνια σε περιορισμένες δόσεις, συνήθως περιοριζόμουνα στα τυπικά και σε μερικές κουβεντούλες και έμαθα να χρονομετρούμαι χωρίς να χρειάζεται να μου υπενθυμίζει ο δήμιος απέναντί μου πως πρέπει να ξεκουμπιστώ αμέσως, γιατί έληξε η συνέντευξη.
Συναντώ την Μπελούτσι για την τηλεόραση, λέμε για τις σέξι σκηνές στην ταινία, την πιθανή αμερικανική καριέρα της, κάτι άλλα που δεν θυμάμαι, μετά βλέπω τον Όουεν, και πάλι μιλάμε για την ταινία και τη γυμνή σκηνή που ρολάρουν στο πάτωμα και πέφτουν τα πιστολίδια, και αποσύρεται ο καθένας στο δωμάτιό του για να τσιμπήσει το μεσημεριανό.
Ώσπου να κάνουμε τις συνεντεύξεις για τα έντυπα. Με ξαναβλέπει ο Όουεν με σχετική χαρά, έχουμε ξαπλάρει άνετα στους καναπέδες μιας σουίτας (έχει αδύνατους αστραγάλους και φοράει λεπτές μάλλινες κάλτσες, που το τονίζουν) και βρίσκουμε ως κεντρικό θέμα την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, με αφορμή τον τελικό του Champions League.
Ο Διονύσης Μακρής, γνωστός νεαρός τραγουδιστής, με το πραγματικό επώνυμο Συντριβάνης, που κάποτε το είχε αλλάξει σε χαϊδευτικό Ντένι Φοντάνα, που μου αρέσει περισσότερο όσο το σκέφτομαι και θα έπρεπε να το είχε κρατήσει -θυμίζει και Τόνι Πινέλι και Τόνι Μοντάνα και Τέρι Μαλόι- μου είχε πει λοιπόν, πως αμέσως μετά τον τελικό, του είπαν πως στο μαγαζί που εμφανιζόταν θα του έφερναν ένα γνωστό ηθοποιό του Χόλιγουντ.
Του το επανέλαβαν λίγο πριν το πρώτο του τραγούδι με την επιτακτική παραίνεση: «Ήρθε το Χόλιγουντ, να κάνεις αφιέρωση». Ο Μακρής, όπως μας έλεγε, δεν ήξερε ποιος ήταν ο κύριος Χόλιγουντ. Ο Κλάιβ Όουεν τού λένε. Ποιος είναι ο Κλάιν Μάιν, ρωτάει, δεν τον ξέρω. Νάτος! του τον δείχνει ο μάνατζερ από τις κουίντες και διορθώνει το όνομα. Ωραία, λέει ο Διονύσης, που βγήκε από το Dream Show, να θυμάμαι ότι λέγεται Κλάι Βόουεν (έτσι μου τον είπε, την αλήθεια λέω). Μετά την εισαγωγή, παίρνει τα γαρύφαλλα από τα πανέρια και ραίνει το τραπέζι-στόχο.
Ο μάνατζερ τού κάνει απεγνωσμένα νοήματα από τις κουρτίνες: όχι αυτόν ρε συ, τον διπλανό του. Κανένα πρόβλημα, ο Μακρής συνεχίζει με μετατοπισμένη σκοποβολή και αυτήν τη φορά πετυχαίνει τον Χόλιγουντ. Τα διηγήθηκα όλα αυτά στον Κλάιν Μάιν Όουεν, αυτολεξεί, και κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια.
Τα επιβεβαίωσε, αφού παραδέχτηκε πως στην αρχή δεν κατάλαβε γιατί έριχναν λουλούδια στο φίλο του, αλλά μετά κάποια από αυτά παραλίγο να τον βρουν στο μάτι και το διασκέδασε σαν να ήταν ένα φολκλόρ υπερθέαμα, όπως τόσοι άλλοι γλεντζέδες συνάδελφοί του στο παρελθόν, που τους κουβάλησαν στα μπουζούκια για να πάρουν την κρυάδα της νυχτερινής καυτής Αθήνας και να φωτογραφηθούν.
Ο Όουεν λύθηκε, μίλησε για τα παιδιά του, για τη Λίβερπουλ, τη ροκ που άκουγε νέος, τον Μπόουι που λάτρευε, τις επιλογές και τα λεφτά που βγάζει - συνδύασε business με pleasure.
Βρεγμένοι ως το κόκαλο
Αμέσως μετά, πάω δίπλα για την Μπελούτσι. Μπαίνει με το ψηλοτάκουνο βάδισμά της, πιο προσηνής από ό,τι είναι συνήθως στην Ευρώπη (την έδρα της), αδιόρατα κουρασμένη, κάτω από το παχύ μακιγιάζ της. «Πάλι μαζί, μα τι άλλο μπορεί να έχουμε να πούμε;» αναρωτιέται φωναχτά, μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Είχε εξαντλήσει το charm της στο τηλεοπτικό δεκάλεπτο και προφανώς με έβαλε στην κατηγορία της μπαγιάτικης γνωριμίας. Κι ενώ λυσσομανούσε έξω και αναρωτιόμουν αν θα προλάβω την πτήση μου με τη σίγουρη συμφόρηση προς το αεροδρόμιο, η Μπελούτσι βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος. Είχε αφήσει το παιδάκι της, την Ντέβα, πάνω σε ένα σκάφος στη Μεσόγειο («φυσικά και δεν θα σας πω πού ακριβώς», λες και είμαι παπαράτσι), μαζί με τη μαμά της, και ανυπομονούσε να επιστρέψει. Ο σύζυγος Κασέλ, χαμένος στο διάστημα.
Πιο πρακτικός, γύριζε ταινία στη Γαλλία, το Δημόσιο Κίνδυνο, για την οποία θα βραβευόταν εκτεταμένα. Για την ταινία Shoot em Up, η Μπελούτσι δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, μάλλον ήξερε πως ήταν ένα ανώδυνο βήμα για δημόσια έκθεση με καλή αμοιβή. Κλωθογύριζε με άξονα την καριέρα της, την απασχολεί το θέμα, φυσικό είναι, ηθοποιός και όμορφη γυναίκα.
Βέβαια, ήταν όμορφη όπως πάντα, σειρήνα επίσης, καλύτερη και πιο αδύνατη από κοντά, σε σύγκριση με το σινεμά, δεν ξέρω τι ακριβώς προκύπτει με τις αναλογίες της μπροστά στο φακό και στρογγυλεύει... Περάσαμε καλύτερα από ό,τι περίμενε, χωρίσαμε με κατεύθυνση τις γειτονικές μας θάλασσες και πήρα το ταξί της επιστροφής, βρίζοντας για το μουσκίδι και τις ξεδιάντροπες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας.
Η μητροπολιτική πρωτεύουσα της Γης; Ίσως, αλλά όχι τον Αύγουστο. Όλα καλά με την πτήση, μου είχαν κανονίσει η βαλίτσα να πάει κατευθείαν πίσω στα Χανιά, και σε ένα βράδυ μονοκόμματο, με τη διαφορά της ώρας, είχα καλύψει την απόσταση και στις 11 το πρωί ήμουν και πάλι στο μέσον του όρμου, στην αγαπημένη μου ξαπλώστρα, ελαφρά ζαλισμένος, ευγνώμων για την άμμο στα δάχτυλα, το αεράκι, τη θέα μακριά στα γαλάζια που ενώνονταν, χωρίς υποψία σύννεφου, με τις κασέτες της συνέντευξης ξεχασμένες στην τσάντα μου. Κοιμήθηκα με το σκαστό κύμα, χωρίς να ονειρευτώ τα καινούργια χειμωνιάτικα ρούχα στο Barney's. Ούτε καν την κυρία Μόνικα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.8.2009
σχόλια