Συνάντησα τη Μαρία Καλλιμάνη στην πλατεία Εξαρχείων την επομένη της τελευταίας παράστασης του Ματωμένου Γάμου – της σαρωτικής εκδοχής της Λένας Κιτσοπούλου. Η Μαρία, ηθοποιός που έχει διανύσει μια ιδιαίτερα αξιόλογη πορεία στο θέατρο, όπως και στον κινηματογράφο, συμμετείχε στην παράσταση που αναστάτωσε, δίχασε και εν πολλοίς αναθεματίστηκε από το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών– παρόλο που και οι τρεις επαναληπτικές παραστάσεις του Σεπτεμβρίου ήταν sold out. Κουβεντιάζουμε για την αμηχανία και την οργή κάποιων και μου λέει: «Εμείς, που είμαστε από μέσα, το βλέπουμε εντελώς διαφορετικά και δεν μπορούμε να το κρίνουμε. Η Λένα είναι φίλη. Ήταν η πρώτη φορά που δούλευα μαζί της και το χάρηκα. Ένιωθα ότι συνομιλώ με τη γενιά μου. Εξάλλου, η Λένα έχει μια ικανότητα να συσπειρώνει γύρω της και να δημιουργεί ομάδα». Με αυτό μου επιβεβαιώνει κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι πασιφανές. Ότι ανήκει, απολύτως συνειδητά, στην κατηγορία ηθοποιών για τους οποίους σημασία έχει, πάνω απ' όλα, να υπηρετούν έναν ομαδικό στόχο, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο ρόλο. Άλλωστε, ξεκίνησε την επαγγελματική της καριέρα μέσα σε έναν απολύτως «ομαδικό» χώρο, εκείνον της αρχαιολογίας. Μέχρι τα 22 της ήταν αρχαιολόγος και είχε δουλέψει σε ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη αλλά και στη νότια Γαλλία: «Μου άρεσαν πολύ οι ανασκαφές τα καλοκαίρια, ο τρόπος που δουλεύαμε. Υπήρχε ομαδικότητα, σασπένς, τι θα βρούμε, τι είναι αυτό, πώς θα το συνθέσεις, η επαφή με το χώμα».
Το βλέπω και γύρω μου, ανθρώπους που κρύβουν μια ήρεμη δύναμη και μια αξιοπρέπεια, που διεκδικούν τη ζωή τους χωρίς να προδίδουν τα αισθήματά τους.
Πιθανότατα σε αυτόν το χώρο θα συνέχιζε την επαγγελματική της σταδιοδρομία, αν δεν συνέβαινε ένα δυσάρεστο και αναπάντεχο γεγονός. Πέθανε ο πατέρας της και άρχισε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και Θεάτρου στο Γαλλικό Ινστιτούτο για να ξεφύγει από τη θλίψη της. Δουλεύοντας τον μονόλογο της Ηλέκτρας του Σοφοκλή, ένιωσε μια παράξενη ανακούφιση, ότι η θεατρική διαδικασία κάλυπτε μια ψυχική της ανάγκη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε που το είχε διανοηθεί να ασχοληθεί με το θέατρο, πόσο μάλλον να γίνει ηθοποιός, αν και θυμάται με τρυφερότητα τα σχολικά της χρόνια, όταν έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Καληνύχτα Μαργαρίτα. Το μικρόβιο της ηθοποιού δεν είχε περάσει ακόμα μέσα της...
Μεγαλώνοντας στο Αίγιο, ο στόχος της να περάσει στο πανεπιστήμιο σήμαινε και την απόδραση από την αποπνιχτική επαρχιώτικη ατμόσφαιρα. Όχι ότι έχει άσχημες αναμνήσεις από τον τόπο της, κάθε άλλο. Τον αγαπάει και θυμάται με νοσταλγία τις ομορφιές του: «Δεν ξεχνώ το λιμάνι, τις σταφιδαποθήκες όπου γύρισε και σκηνές ο Αγγελόπουλος για τον Θίασο, τα υπέροχα αρχοντικά που δεν υπάρχουν πια –έπεσαν με τον σεισμό του '96–, τα οποία όμως πρόλαβα να φωτογραφίσω –φωτογράφιζα με μανία μια εποχή–, τη θέα του Κορινθιακού από τα Ψηλαλώνια. Το Αίγιο είχε ακμάζουσα αστική τάξη από τις αρχές του αιώνα γιατί είχε πολλά εργοστάσια. Ο Τσίλερ είχε φτιάξει δύο εκκλησίες αλλά και αρχοντικά. Θυμάμαι, όμως, και τα αρνητικά. Πώς η πόλη ερήμωνε νωρίς, στα μπαρ κυριαρχούσαν οι άντρες, μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία, όπου όλοι ασχολούνται με τους άλλους, κυκλοφορούν με πανάκριβα τζιπ. Οι γονείς μου ήταν αυτοδημιούργητοι, άνθρωποι της πιάτσας, και πολύ ανοιχτόμυαλοι. Είμαστε τέσσερα παιδιά και η μητέρα μας μάς ωθούσε, όταν ήμαστε στο σχολείο, να κάνουμε εξωσχολικές δραστηριότητες, όπως ζωγραφική και θέατρο, σε μια επαρχία όπου δεν υπήρχαν ιδιωτικά σχολεία. Η μία μου αδελφή σήμερα είναι χορεύτρια στο Παρίσι. Δεν ξέρω αν αυτό έχει τη σημασία του, αλλά με τον πατέρα μου πηγαίναμε κάθε Σάββατο στα μπουζούκια».
Όταν έφτασε στην Αθήνα, δεν άντεχε το νέφος. Αλλά σύντομα η μεγάλη πόλη την κέρδισε. «Ήταν κάτι μαγικό. Είχα τόσο πολλά ερεθίσματα, αμέτρητα σινεμά, βιβλιοθήκες, τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή όπου πηγαίναμε. Σύντομα έκανα φιλίες που κρατάνε ακόμα». Για έναν ανεξήγητο λόγο προτιμούσε να παρακολουθεί παραστάσεις της Λυρικής περισσότερο παρά θέατρο. «Μου άρεσε πολύ η μοναχικότητα, να βλέπω μόνη μου παραστάσεις και κινηματογράφο. Πολύ συχνά πήγαινα στην παλιά –παρακμιακή– Λυρική, με τα φθαρμένα κοστούμια. Μέχρι που είδα τον Σωσμένο του Μποντ στο Εμπρός και με σημάδεψε. Μαγεύτηκα! Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα. Διαβάζω κάποια στιγμή ότι το Εμπρός κάνει σεμινάρια υποκριτικής για φιλολόγους και πηγαίνω. Με βλέπει ο Γιώργος Μπινιάρης και μου λέει "έλα να δώσεις στη δραματική σχολή", που μόλις δημιουργούνταν. Κι έτσι ξεκίνησα, και μάλιστα τα δύο πρώτα χρόνια δούλευα σε ένα μουσείο και δεν ήμουν τελείως αποφασισμένη. Στο τρίτο έτος παράτησα οριστικά την αρχαιολογία. Αλλά ήταν οι υπέροχοι δάσκαλοι που με ενέπνευσαν».
Μου αρέσει που η δουλειά μας είναι τσιγγάνικη. Αισθάνομαι ότι είμαι άνθρωπος απείθαρχος, φοβάμαι τις δεσμεύσεις, όμως την ίδια στιγμή επιθυμώ να ανταλλάξω πράγματα. Από την άλλη, για μένα δεν υπάρχει το για πάντα.
Με το που ολοκλήρωσε τις σπουδές της, ο Τάσος Μπαντής ανέβασε την Αγγέλα του Σεβαστίκογλου με μαθητές της σχολής. Η Μαρία έπαιζε εναλλάξ την Αγγέλα και τη Νέρα. Από κει και πέρα η πορεία της μόνο ανοδική μπορεί να χαρακτηριστεί. Θεσσαλικό, Αμόρε, η ομάδα Όπερα με τον Θοδωρή Αμπαζή, Χάνυ στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; με Βαλτινό και Ζούνη, Αρβανίτη, Τρωάδες με τον Θεοδωρακόπουλο, τρεις συνεργασίες με τον δάσκαλό της Δημήτρη Καταλειφό, και η λίστα τελειωμό δεν έχει. Λέει: «Είναι φορές που σε τραβάει ο ρόλος και άλλες οι συνεργασίες, με ποιους συναλλάσσομαι επάνω στη σκηνή. Όπως τώρα, με τη Λένα και τον Καραθάνο. Αισθάνομαι ότι έχει περάσει η εποχή των θρύλων στο θέατρο, των σταρ, το ζήσαμε και το απομυθοποιήσαμε λίγο. Φυσικά, μου αρέσει να παίζω ρόλους απαιτητικούς, αλλά, πάνω απ' όλα, μου αρέσει να ανταλλάσσω πράγματα με συναδέλφους-καλλιτέχνες που ονειρευόμαστε ίδια πράγματα, που επιθυμούμε να εκφράσουμε όλα όσα μας απασχολούν».
Η πρώτη της συμμετοχή σε ταινία ήταν στη Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα. Ακολούθησε ο Μαχαιροβγάλτης του Γιάννη Οικονομίδη, σε έναν ρόλο τολμηρό και αρκούντως σκληρό, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια, όταν τη γνωρίσεις. «Με αφορμή αυτή την ταινία ανακάλυψα το σινεμά. Αισθάνθηκα αμέσως ότι ήταν ο φυσικός μου χώρος. Όλα αυτά που δοκίμαζα όλα αυτά τα χρόνια στο θέατρο τα έφερα εδώ. Είχα κάνει ήδη λίγο τηλεόραση, αλλά η επικοινωνία με τον Οικονομίδη ήταν πολύ ιδιαίτερη». Συνέχισε και με άλλους σκηνοθέτες, όπως ο Γκορίτσας, η Ψύκου, ο Αβρανάς, τελευταία ο Ζώης – είχε και έναν μικρό, χαρακτηριστικό ρόλο στο Μικρό Ψάρι, όπου έριχνε απίστευτα γαμοσταυρίδια πάνω από έναν τάφο.
Τον περασμένο Φλεβάρη ταξίδεψε μέχρι το Βερολίνο για να παραστεί στην Μπερλινάλε, καθώς κρατάει τον κεντρικό ρόλο στην ελληνογερμανική παραγωγή του Θανάση Καρανικόλα, Στο σπίτι. Η ταινία έφυγε από εκεί με το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής και κάνει ήδη καριέρα στις αίθουσες της Γερμανίας. Πώς ένιωσε με το βάρος ενός πρωταγωνιστικού κινηματογραφικού ρόλου; «Στην αρχή φοβήθηκα, αλλά ήταν μια πρόκληση. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε με τον Θανάση, το φορτίο ελάφρυνε. Άρχισα να φαντάζομαι διάφορα, να φτιάχνουμε την ιστορία, επιδίωκε τη συμμετοχή των ηθοποιών, τις σκέψεις μας».
Η ιστορία διαδραματίζεται στο σπίτι μιας ευκατάστατης οικογένειας η οποία κλυδωνίζεται οικονομικά, και όταν η επί δωδεκαετία πιστή Γεωργιανή οικιακή βοηθός του, Νάντια, αρρωσταίνει, αποφασίζουν να τη διώξουν. «Δεν μπορώ να έχω έναν άρρωστο άνθρωπο μέσα στο σπίτι μου» λέει ο άντρας. Η Καλλιμάνη εξηγεί: «Μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης σαφώς μιλάει και για την ηθική κρίση, αλλά η ταινία δεν ηθικολογεί. Πιο πολύ μιλάει για τον τρόπο συμπεριφοράς αυτής της γυναίκας. Δεν διεκδικεί, δεν τους καταγγέλλει, δεν τους τιμωρεί. Έχει αξιοπρέπεια, γερές ρίζες και ένα βαθύ αίσθημα αγάπης. Προσωπικά, δεν τη θεωρώ ηττοπαθή, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Το αισθάνθηκα αυτό στα γυρίσματα, δουλεύοντας τον ρόλο. Αναρωτιόμουν "μα, δεν θα κάνει κάτι, δεν θα διεκδικήσει;". Όμως έχει κάτι αρχετυπικό. Το βλέπω και γύρω μου, ανθρώπους που κρύβουν μια ήρεμη δύναμη και μια αξιοπρέπεια, που διεκδικούν τη ζωή τους χωρίς να προδίδουν τα αισθήματά τους. Αυτή η γυναίκα ήρθε από τη Γεωργία, όπως τόσοι άλλοι, και θα πέρασε τα μύρια όσα μέχρι να έρθει εδώ και να φτιάξει μια νέα ζωή. Εκτιμά αυτό που έχει πάρει από αυτούς τους ανθρώπους, δεν διανοείται ότι θα τους καταγγείλει, λατρεύει την κόρη τους σαν δικό της παιδί. Με τον τρόπο που έχει κινηματογραφηθεί, μου φαίνεται ότι δεν είναι και του κόσμου τούτου. Μιλούσαμε με τον Θανάση για τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, αλλά έχω την πεποίθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν χάνονται – δεν λέω ότι δεν πρέπει να αγωνίζεσαι για τη ζωή σου, βέβαια. Την κινούν τα βαθιά της αισθήματα. Δεν είναι loser. Η συμπεριφορά της ενδιέφερε τον σκηνοθέτη συμβολικά». Της επισημαίνω ότι η γυναίκα αυτή δείχνει απίστευτη ψυχραιμία, σχεδόν αδιαφορία για τη σοβαρότητα της αρρώστιας της. Συνεχίζει τη ζωή της με τους συνήθεις ρυθμούς. Δεν είναι ανεδαφική αυτή η προσέγγιση; Μου εξηγεί: «Κάναμε έρευνα για ανθρώπους με σκλήρυνση κατά πλάκας και μάθαμε ότι στην αρχή υπάρχει μια άρνηση να το δεχτούν και να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η Νάντια το δέχεται και δεν το δέχεται. Ο σκηνοθέτης εσκεμμένα δεν ήθελε να εστιάσει σε αυτό».
Κάνεις θέατρο ρεπερτορίου, συμμετέχεις στις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές ταινίες, υπάρχει κάτι που σου λείπει στον καλλιτεχνικό τομέα; «Πάντα σκέφτομαι και ονειρεύομαι πράγματα. Θα ήθελα όλο και περισσότερο να δημιουργώ με άλλους ανθρώπους, από την επιλογή του έργου μέχρι το τελικό αποτέλεσμα». Μιλάς για μια ομάδα; Χρειάζεσαι τη σταθερότητα; «Όχι, μου αρέσει που η δουλειά μας είναι τσιγγάνικη. Αισθάνομαι ότι είμαι άνθρωπος απείθαρχος, φοβάμαι τις δεσμεύσεις, όμως την ίδια στιγμή επιθυμώ να ανταλλάξω πράγματα. Από την άλλη, για μένα δεν υπάρχει το για πάντα». Νιώθεις να γίνεται διάλογος με το κοινό στις παραστάσεις όπου συμμετέχεις; «Με την κρίση έρχεται πάρα πολύς κόσμος που θέλει να δει νέα πράγματα κι αυτό εμάς μας δίνει δύναμη και λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για ένα κοινό που εξέφρασε την ανάγκη του να συγκινηθεί, να ξεχαστεί, να παραδειγματιστεί. Αλλά πόσο μεγάλο είναι αυτό το κοινό; Ανακυκλώνεται μεταξύ φεστιβάλ, Στέγης, Εθνικού. Αυτό που επιθυμώ πολύ, ιδιαίτερα στο σινεμά, είναι να πάει ο κόσμος στις ελληνικές ταινίες. Υπάρχει ένα κράτημα και το φταίξιμο είναι και του κοινού και των δημιουργών. Θέλουμε η δουλειά μας να πηγαίνει σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται».
σχόλια