Πώς κόλλησες με τη ζωγραφική;
Όταν ήμουν πολύ μικρός, είχαν πάει οι γονείς μου για σπουδές στο Λος Άντζελες και με είχαν πάρει μαζί τους. Μείναμε εκεί δυο χρόνια. Κάποια μέρα με πήγαν στο Τσίρκο του Ήλιου. Σαν μικρό παιδάκι που ήμουν, είχα ενθουσιαστεί. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησα να ζωγραφίζω κλόουν κι έκτοτε δεν σταμάτησα ποτέ.
Έχεις ξαναπάει σε τσίρκο από τότε;
Νομίζω πως όχι, ή ίσως και να έχω πάει άλλη μια φορά.
Κι απέκτησες τέτοιο κόλλημα με τους κλόουν από τη μία φορά που πήγες σε τσίρκο;
Μετά απέκτησα κόλλημα με τον Τζόκερ, που είναι κι αυτός κλόουν. Θυμάμαι, καθόμουν μόνος μου στον καθρέφτη και βαφόμουν Τζόκερ. Επίσης, μια φορά με βρήκε η μάνα μου να έχω βαφτεί απ’ την κορυφή ως τα νύχια χελωνονιντζάκι.
Ποιο απ’ όλα;
Αν θυμάμαι καλά, σαν τον Ραφαέλο.
Αν το καλοσκεφτείς, πάλι, όλο αυτό είχε μια σχέση με την τέχνη, μια και τα χελωνονιντζάκια είχαν ονόματα ζωγράφων. Ήταν το όνειρό σου από τότε να γίνεις ζωγράφος;
Ως παιδάκι έλεγα όλες τις βλακείες. Ότι θέλω να γίνω αστροναύτης ή βοηθός του Αϊ-Βασίλη. Τελικά, και τα δυο αποδείχτηκαν πολύ δύσκολα στην πραγματοποίησή τους.
Ναι. Και τα δύο απαιτούν πτητικές ικανότητες.
Ε, ναι. Πάντως, κάπου στην εφηβεία συνειδητοποίησα την κλίση μου, βρήκα το αντικείμενο των σπουδών μου κι έτσι ξεκίνησα να κάνω προετοιμασία για την Καλών Τεχνών.
Πώς ήταν τα χρόνια στην Καλών Τεχνών; Ήσουν στο εργαστήριο του Ψυχοπαίδη...
Δυστυχώς, όταν μπήκα εγώ, είχε αρχίσει να διαλύεται το σύστημα στη σχολή. Στο δεύτερο έτος άρχισε να δημιουργείται μια αναταραχή, κάθε δυο μήνες έκλειναν τα εργαστήρια, δεν γίνονταν μαθήματα και δεν υπήρχε χώρος για να δουλέψει κανείς, οπότε άρχισα κι εγώ να κλείνομαι περισσότερο στον εαυτό μου. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισα και να βασίζομαι στον εαυτό μου, δουλεύοντας μόνος μου. Μπορώ να πω ότι μέχρι έναν βαθμό απογοητεύτηκα πολύ τότε απ’ τη σχολή και το σύστημα. Πάλι καλά, όμως, που υπήρχαν κάποιοι πολύ καλοί και σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο δάσκαλός μου, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, των οποίων η γνώμη κι οι συμβουλές ήταν αυτά τα οποία με καθοδήγησαν.
Υπάρχει κάτι που σου είπε και το θυμάσαι ακόμη;
Μου είπε «φύγε έξω».
Ναι, αλλά εσύ είσαι ακόμα εδώ.
Είμαι εδώ για την ώρα. Δεν ξέρω στα σίγουρα αν θέλω να φύγω. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι οι οικονομικοί λόγοι είναι που δεν μου επιτρέπουν να κάνω μεγάλα πλάνα.
Σε ποια ή ποιες καλλιτεχνικές σχολές αισθάνεσαι πιο κοντά;
Όπως και στη μουσική, με την οποία ασχολούμαι, δεν μου αρέσει να βάζω ταμπέλα, έτσι και με τη ζωγραφική αισθάνομαι το ίδιο. Είμαι ένας άνθρωπος με πολλές επιρροές, από πολύ παλιά πράγματα μέχρι πολύ μοντέρνα. Από την ιταλική αναγέννηση και τους Φλαμανδούς μέχρι τον Ότο Ντιξ, τα κόμικ και την ποπ αρτ. Κακό πράγμα, όμως, η ποπ αρτ.
Γιατί;
Οτιδήποτε είναι popular είναι και λίγο φτηνό. Είναι ένα εύπεπτο, καταναλωτικό πράγμα.
Γενικά, όμως, η τέχνη δεν είναι για όλους;
Έτσι θα έπρεπε να είναι, αλλά πιστεύω ότι πλέον απευθύνεται σ’ ένα κοινό που μαζεύει τέχνη κι έχει πάρει τη μορφή χάπενινγκ και προώθησης άλλων πραγμάτων. Βλέπεις ανθρώπους ν’ αγοράζουν πίνακες που κοστίζουν πολλές χιλιάδες ευρώ για να τους βάλουν στο κοσμηματοπωλείο ή στην μπουτίκ τους. Αντίθετα, θα έπρεπε ν’ αποτελεί ένα εργαλείο αφύπνισης του κόσμου.
Πηγαίνεις σε γκαλερί κι εκθέσεις στην Αθήνα;
Όχι και τόσο πολύ. Τελευταία φορά που πήγα κάπου ήταν στην Πινακοθήκη, για να δω μια αναδρομική στον Μόραλη, και πέρασα και απ’ τη μόνιμη έκθεση, που είχα πάρα πολύ καιρό να δω. Γιατί δεν πηγαίνω; Δεν ξέρω. Δεν θέλω να πω ότι δεν ενδιαφέρομαι, δεν θέλω να το παίξω σνομπ, απλώς, όταν κάτι έχει μια μορφή χάπενινγκ, νιώθω πολύ παράταιρος. Δεν το καταλαβαίνω.
Εννοείς ότι πάνε όλοι για το πάρτι και όχι για την τέχνη.
Ναι, και όλα είναι πολύ contemporary. Πολλές εγκαταστάσεις, πολύ βίντεο αρτ, πολλά νέα μέσα, που δεν είναι και
τόσο νέα πλέον.
Είσαι παραδοσιακός τύπος;
Δεν είμαι παραδοσιακός, απλώς αισθάνομαι ότι ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία μας κατακλύζουν η εικόνα κι η τεχνολογία. Όλοι έχουμε υπολογιστή, τηλεόραση, υπάρχουν άπειρες πινακίδες με διαφημίσεις στον δρόμο, υπάρχουν άπειρα περιοδικά. Πόσο νόημα και πόση δύναμη έχουν σήμερα ένα βίντεο αρτ, μια καλλιτεχνική φωτογράφιση ή ένα έργο φτιαγμένο σε υπολογιστή;
Δεν περιμένει κανείς να το λες αυτό εσύ, που είσαι μόλις είκοσι τριών και μεγάλωσες μέσα στο ίντερνετ και την τηλεόραση, χωρίς να έχεις ζήσει καθόλου την προηγούμενη εποχή.
Τι να πω! Γούστα είναι αυτά. Κολλήματα. Όπως στη ζωγραφική ασχολούμαι με πιο παραδοσιακά μέσα, έτσι και στη μουσική το πάθος μου ήταν πάντα τ’ αναλογικά όργανα. Δηλαδή εμένα αυτό που με γεμίζει είναι να μπορείς να πλάσεις κάτι. Είτε αυτό είναι μπογιά, πηλός ή ηλεκτρισμός. Τίθεται και το θέμα της ποιότητας. Και για να ρίξω τελείως το επίπεδο, σας δίνω το εξής παράδειγμα: έχεις ένα παπούτσι εργοστασιακό κι ένα χειροποίητο. Υπάρχει λόγος που το χειροποίητο είναι προϊόν πολυτελείας και είναι πιο ποιοτικό και πιο ακριβό.
Με τη μουσική πώς ξεκίνησες;
Από τον πατέρα μου, ο οποίος είναι εναλλακτικός τύπος και μου έβαζε ν’ ακούω Φράνκ Ζάππα. Τον ακούμε μαζί ακόμη και σήμερα. Από μικρός είχα μάθει να ψάχνω από μόνος μου και ν’ ανακαλύπτω νέα και διαφορετικά πράγματα. Στο σχολείο είχα τραγουδήσει σ’ ένα-δυο πανηγύρια.
Σε πανηγύρια;
Εννοώ αυτά τα πάρτι που δι- οργανώνουν τα σχολεία, τύπου talent show.
Τι είχες τραγουδήσει;
Cure και Stooges.
Ποια κομμάτια;
Το «Love Song» και το «Passenger». Είχα προσπαθήσει έκτοτε να μπω σε μια δυο μπάντες, χωρίς να είμαι σίγουρος με τι θέλω ν’ ασχοληθώ, με το τραγούδι ή κάτι άλλο. Με τον καιρό το δούλεψα λίγο μόνος μου, παίζοντας με κάτι προγράμματα στον υπολογιστή.
Τι είδους μουσική άκουγες τότε;
Πολλά ηλεκτρονικά, underground από τα τέλη του ‘70 και τις αρχές του ‘80. Θυμάμαι, άκουγα πολύ Absolute
Body Control. Επίσης, οι Kraftwerk ήταν απ’ τα πρώτα μου ερεθίσματα στην ηλεκτρονική μουσική, όπως και οι Human League. Eιδικά τα demo τους είναι εκπληκτικά. Τέλος πάντων, όπως σας έλεγα, αφού πειραματίστηκα λίγο, έδωσα σ’ έναν φίλο μου ν’ ακούσει τα πρώτα μου κομμάτια. Αυτός μου είπε: «Το ’χεις. Πήγαινε πάρε ένα όργανο, πάρε αυτούς τους στίχους και δοκίμασε να γράψεις κάτι». Έτσι ξεκίνησα να γράφω κάποια κομμάτια, πήρα το πρώτο μου αναλογικό συνθεσάιζερ, ένα Roland TX8P, και μετά την πρώτη μoυ drum machine. Μετά, για ένα-δυο χρόνια έφτιαχνα πράγματα μόνος μου, τα οποία έδινα σε φίλους, κι εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου ήρθαν στη ζωή μου οι Phoenix Catscratch.
Τι σου τη σπάει περισσότερο στην Αθήνα;
Η έλλειψη σεβασμού. Οι τρόποι των ανθρώπων. Το ότι δεν υπάρχουν αξίες κι αξιοπρέπεια.
Τι περιλαμβάνει η συλλογή βινυλίου που έχεις;
Ηλεκτρονική μουσική, underground συγκροτήματα, garage, πειραματικά.
Μερικά τα «κληρονόμησες» απ’ τον πατέρα σου;
Όχι. Τα ‘χε πουλήσει όλα. Τώρα, πριν από λίγα χρόνια, άρχισε μαζί μου να μαζεύει κι αυτός.
Ο πατέρας σου είναι ένας πολύ γνωστός διευθυντής φωτογραφίας.
Ναι. Ονομάζεται Δημήτρης Θεοδωρόπουλος. Είναι και καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Τώρα ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για τον Λουκά Σιδερά, τον ντράμερ των Aphrodite’s Child. H μητέρα μου είναι η σκηνοθέτις Μάρσα Μακρή, που είχε κάνει τη μικρού μήκους Το Ταμένο, η οποία ήταν στο Διαγωνιστικό στις Κάννες πριν από μερικά χρόνια.
Υπάρχει κάποια ταινία που να σ’ έχει σημαδέψει;
Από πολύ μικρός είχα μανία με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Αν, όμως, μπορώ να πω ότι υπάρχει μια ταινία που με σημάδεψε όταν ήμουν μικρός και που όταν τη βλέπω ακόμα και σήμερα συγκινούμαι, αυτή είναι ο Μάγος του Οζ. Μιλάμε για πολλή ψυχεδέλεια.
Και ποιο έργο τέχνης;
Είναι πολλά. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι τον τελευταίο χρόνο έχω ανακαλύψει τον Ότο Ντιξ. Δηλαδή τον ήξερα από παλιά, αλλά τώρα τον ξανακοιτάω σε βάθος κι έχω πάθει την πλάκα μου. Είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχει πει πράγματα τα οποία αφορούν κι εμένα και προσπαθώ να τα πω κι εγώ. Έκανε κλασική, αναγεννησιακού τύπου ζωγραφική κι αντί να εξυψώσει τα θεία και την ομορφιά, κάθισε και μετέφερε όλη την εξαθλίωση της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι και πολύ επίκαιρο το έργο του, θα έλεγα. Δηλαδή βλέπεις ότι δείχνει ζητιάνους, τραυματίες απ’ τον πόλεμο με κομμένα πόδια, κομμένες μύτες, με κατουρημένα ρούχα, να ζητιανεύουν στα πεζοδρόμια, και κατεβαίνεις μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και βλέπεις ακριβώς το ίδιο. Το έργο του που με τρελαίνει είναι το «Μετρόπολις». Πρόκειται για ένα τρίπτυχο, στου οποίου το κέντρο απεικονίζονται η νυχτερινή ζωή, η ξεγνοιασιά κι η χλίδα και δεξιά κι αριστερά η εξαθλίωση. Το ίδιο πράγμα βλέπεις και στην Αθήνα. Ξεκινάς να πας μια βόλτα στο Κολωνάκι, βλέπεις τις ακριβές τσάντες, τις γούνες, τις σιλικόνες και τ’ αρώματα κι αλλάζεις τετράγωνο, βλέπεις τους μπάτσους, αλλάζεις πάλι και βλέπεις το πρεζάκι, τον άστεγο, τον Πακιστανό και μετά θα σου έρθει και μια μυρωδιά από κάτουρο. Δυστυχώς, πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση, αλλά δεν είναι απίστευτο πόσα κοινά έχει μια χώρα, μια πόλη, μια κοινωνία, στον 21ο αιώνα με μια χώρα 100 χρόνια πίσω, που μόλις είχε βγει απ’ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Έχεις κάτι ψυχαναγκαστικό που κάνεις στην καθημερινότητά σου;
Γενικά, είμαι σε όλα ψυχαναγκαστικός. Ακόμα και η δουλειά κι η τεχνική που ακολουθώ είναι ένα είδος ψυχαναγκασμού.
Πιστεύεις ότι η ουσία είναι στις λεπτομέρειες;
Όχι βέβαια. Η ουσία είναι στο σύνολο. Η αλήθεια βρίσκεται μέσα μας. Μπορεί ένα έργο τέχνης ή μια μπάντα, όπως οι Sex Pistols, να είναι το όχημα που θα ξεκλειδώσει την αλήθεια.
Tι σου αρέσει στην Αθήνα σήμερα;
Γενικά, είναι μια πολύ άσχημη και βρόμικη πόλη, όπου συμβαίνουν πολλά πράγματα και την ίδια στιγμή δεν συμβαίνει και τίποτα. Αλλά εδώ υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Είναι ο λόγος που σκέφτομαι καμιά φορά ότι δεν θα ήθελα να ζήσω σε καμιά ξένη χώρα. Είναι το κέντρο του κόσμου μου κι έχει μια ενέργεια που δεν την βρίσκω πουθενά αλλού. Υπάρχει ένας έρωτας που δεν μπορεί να εξηγηθεί.
Υπάρχει κάποιο μέρος στην πόλη όπου πας μόνος;
Κυκλοφορώ σε όλο το κέντρο μόνος. Άσχετα αν τον τελευταίο καιρό την έχω πάθει κάνα δυο φορές. Μ’ έβαλαν τέσσερα άτομα κάτω και με κλέψανε στη Θερμοπυλών, καθώς πήγαινα στο Carousel. Ήρθε ένας τύπος από πίσω, μ’ άρπαξε με κεφαλοκλείδωμα, μ’ έριξε κάτω και ξαφνικά έσκασαν κι άλλοι τρεις τύποι. Ευτυχώς, μου τα πήραν όλα και φύγανε. Ipod, χρήματα και κινητό. Το αστείο είναι ότι ήταν ξημερώματα Πρωταπριλιάς και δεν με πίστευε κανείς όταν το έλεγα.
Τι αναμνήσεις έχεις απ’ το το Λος Άντζελες;
Τα highways, τα στούντιο της Universal, το θεματικό πάρκο με το τρενάκι του ΕΤ. Είχα μανία με τον ΕΤ μικρός. Την πρώτη φορά που το είχα δει έκλαιγα γοερά. Μου είχαν πάρει τη βιντεοκασέτα ως δώρο γενεθλίων κι εγώ έκλαιγα τόσο πολύ, που στο τέλος τους έβρισα τους γονείς μου. Τους ρωτούσα: «Γιατί μου το κάνατε αυτό;»! Η σκηνή στην οποία φεύγει ο εξωγήινος είναι συνταρακτική για ένα παιδάκι. Φεύγει ο ΕΤ, φεύγει και το διαστημόπλοιο κι αφήνει και το ουράνιο τόξο πίσω του. Δηλαδή χέσε μας, ρε Σπίλμπεργκ!
Θυμάσαι το πρώτο λάιβ που είδες;
Το πρώτο μου, στο οποίο τρελάθηκα, ήταν όταν είχαν παίξει οι Love του Άρθουρ Λι, λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του. Έχω και το ντέφι του στο σπίτι των γονιών μου.
Έπιασες το ντέφι του;
Όχι, έχουμε το ντέφι του με κάρτα και υπογραφές απ’ όλη την μπάντα. Το κέρδισε ο πατέρας μου σ’ έναν διαγωνισμό. Όταν πέθανε o Άρθουρ Λι, η υπόλοιπη μπάντα έκανε διαγωνισμό με θέμα το καλύτερο κείμενο από μια εμπειρία από συναυλία των Love. Ήταν ένα πολύ ωραίο κείμενο, που στην ουσία έλεγε ότι πήγαν τρεις άνθρωποι από τρεις διαφορετικές γενιές και είδαν τους Love. Εγώ, που ήμουν τότε δεκατρία και ψιλοσνόμπαρα να πάω να δω τους παλιοροκάδες, τρελάθηκα κι έγινα φαν. Το ντέφι, πάντως, κάποτε θα το χρησιμοποιήσω για κάποια ηχογράφηση.
Τι κάνεις αυτό τον καιρό;
Μόλις πέρασα μια περίοδο υπαρξιακής αναζήτησης και τελικά δεν βρήκα τίποτα.
Τι έψαχνες να βρεις;
Έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που έψαχνα να βρω. Δεν ήξερα τι έψαχνα να βρω και δεν βρήκα τίποτα, οπότε επι- στρέφω πίσω σε αυτό που ξέρω να κάνω. Να ζωγραφίζω.
Πώς τα βγάζεις πέρα με όλα αυτά τα κουνούπια εδώ, στον κήπο;
Βασικά, κάνω υπομονή και συνήθως βάζω φιδάκια, μόνο που τώρα μου έχουν τελειώσει. Είναι τρομερό, πάντως, αυτό που έχει γίνει φέτος. Βλέπεις τους πάντες έξω στον δρόμο να βάζουν Φενιστίλ. Πας στο μπαρ και δίπλα στο ποτό έχουν κι ένα σωληνάριο Φενιστίλ.
Να μια ωραία ιδέα για να γράψεις κομμάτι.
Ναι, είναι πολύ γκόθικ, έχει και αίματα μέσα.
σχόλια