Τους τελευταίους μήνες ο b. από τα παλιόσπιτα του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου βρέθηκε στην Καμπούκιτσο, μια από τις πιο κακόφημες περιοχές του Τόκυο, και στο Ρίο, στις βραζιλιάνικες φαβέλες, για να ζωγραφίζει ερειπωμένους τοίχους. Τα φωτογραφικά στόρι που καταγράφουν μερικοί από τους πιο γνωστούς φωτογράφους του κόσμου θα γίνουν ένα λεύκωμα (για φιλανθρωπικούς σκοπούς) στο τέλος του ταξιδιού, που θα συνεχιστεί σε άλλες περιοχές του κόσμου και θα κρατήσει αρκετά. Μπορεί και χρόνια. Έχει περάσει λίγος καιρός από τότε που επέστρεψε από το βάψιμο στις φαβέλες και ο b. θυμάται περιστατικά και αντιδράσεις στη Χισίνια και στην Πόλη του Θεού.
Με ποιο σκεπτικό ξεκίνησες να βάφεις σε «απαγορευμένες» περιοχές;
Ξεκίνησα να πάω σε κάποια μέρη που ήθελα πάρα πολύ να δω -πρώτα στην Ιαπωνία-, τα οποία είχαν μεγάλο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονική άποψη, από μαγειρική άποψη, από όλα. Το σκεπτικό γενικότερα είναι να πηγαίνω να εξερευνώ περιοχές του κόσμου όπου υπάρχουν ένταση, προβλήματα και περίεργες καταστάσεις. Αντιθέσεις. Για παράδειγμα, στο Τόκυο έβαψα σε μια περιοχή που λέγεται Καμπούκιτσο, στη συνοικία Σιτζούκου - είναι μια περιοχή που ελέγχεται από τη Γιακούζα, την τοπική μαφία. Εκεί έχει μόνο καζίνο -τα πατσίνκο, που είναι κουλοχέρηδες και φρουτάκια και γίνεται της κακομοίρας-, κακόφημα ξενοδοχεία, μπουρδέλα και πόρνες -θηλυκές κι αρσενικές- παντού.
Όταν μου είπε ο φωτογράφος ότι δεν θα έχω πρόβλημα με τους μπάτσους επειδή την περιοχή την ελέγχει μόνο η μαφία, χάρηκα, επειδή δεν είχα ιδέα τι σημαίνει αυτό. Μετά μου είπε ότι ήταν ακόμα πιο δύσκολο, γιατί αν σε δουν από τη Γιακούζα την έβαψες, χρειάζεται να κάνεις ένα τελετουργικό: κόβεις το μικρό σου δάχτυλο και τους το δίνεις σε ένα μικρό κουτάκι!
Σοβαρολογούσε;
Δεν ξέρω. Ζωγράφισα και δεν με πιάσανε. Σε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο, στον πίσω δρόμο ενός καζίνο και στην όχθη ενός ποταμού. Το θέμα ήταν ότι μέσα στο Τόκυο, που ήταν τελείως οργανωμένο, τελείως φρουρούμενο από παντού, με κάμερες, υπήρχε μια περιοχή που ζούσε σε τελείως διαφορετικό ρυθμό. Είναι γκέτο όχι περιθωριοποιημένων ανθρώπων, είναι γκέτο που έχει δημιουργήσει η μαφία, το red light district ας πούμε. Στην Ιαπωνία το γκραφίτι δεν είναι τόσο διαδεδομένο, είναι πολύ εκτός κουλτούρας. Κάτι κακό ακόμα, άσχετα αν γίνονται εκθέσεις ή αν τους street artist της Ευρώπης τους έχουν πολύ ψηλά. Λειτουργεί όμως μόνο καταναλωτικά, δηλαδή μπλουζάκια, merchandise και τέτοια. Όταν γνώρισα τον πιο γνωστό ντόπιο artist, τον Κάμι, μου είπε σε παρακαλώ μην πας εκεί, από αυτή την περιοχή δεν πρόκειται να βγεις ποτέ! Δεν έχει τίποτα εκεί, δεν βάφει κανείς, και αν σε βρουν θα σε σκοτώσουν σίγουρα.
Και δεν φοβόσουν;
Δεν ξέρω, από χαζομάρα δεν φοβόμουν, γιατί δεν τον βλέπεις τον φόβο. Ήταν ερημιά. Αν δεν έχεις έναν τύπο να σε παρακολουθεί την ώρα που βάφεις, όπως στις φαβέλες, όπου με παρακολουθούσαν παιδάκια 12 χρονών που κρατούσαν Καλάσνικοφ και σακούλια με κόκα στα χέρια, δεν αισθάνεσαι φόβο. Εμφανίστηκαν ξαφνικά, δεν μπορούσα καν να τα κοιτάξω στα μάτια. Όταν βλέπεις ένα παιδάκι να κουβαλάει ένα όπλο μεγαλύτερο από τον ίδιο του τον εαυτό, το συναίσθημα είναι πολύ περίεργο. Δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις γιατί δεν γίνεται ούτε να φύγεις, ούτε να τρέξεις.
Πες μου για τις φαβέλες. Ζωγράφιζες και τα παιδάκια παρακολουθούσαν. Άρχισαν να αποκτούν οικειότητα σιγά σιγά;
Σίγουρα. Φαντάσου ότι ο φωτογράφος δεν κατάφερε ποτέ να ενσωματωθεί, ενώ εμένα που ζωγράφιζα απλά με αντιμετώπιζαν ως παιχνίδι. Το παιχνίδι της ημέρας. Είχαμε φτάσει νωρίτερα κι είχαμε βρει έναν ντόπιο φωτογράφο που έχει πρακτορείο κι εκπαιδεύει μοντέλα εδώ και 15 χρόνια, κόσμο απ' τις φαβέλες, ο οποίος μας συνόδεψε για να μας βοηθήσει να πάρουμε άδεια για βάψιμο. «Μπορεί να φαίνονται έτσι φτωχά κι ερείπια», μας είπε, «αλλά αυτά είναι τα σπίτια τους και τα περιποιούνται». Φτάνουμε σε ένα μέρος που έχει δύο στρογγυλά παράθυρα, μια πρόσοψη που μου αρέσει πάρα πολύ και χτυπάμε την πόρτα. Βγαίνει μια γιαγιά, της λέει ο φωτογράφος το παιδί είναι από την Ελλάδα και θέλει να σου ζωγραφίσει τον τοίχο, αλλά δεν δεχόταν με τίποτα. Δεν ήθελε τέρατα στον τοίχο της. Τότε της δίνω το σημειωματάριό, της δείχνω τα σχέδιά μου και της λέει ο φωτογράφος θα ζωγραφίσει απλά ένα κοριτσάκι. Κοιτάζει για λίγο το σχέδιο και λέει «κάν' το»! Ξεκινάω να ζωγραφίζω και πετάγεται ένα παιδάκι από δω, ένα παιδάκι από κει, μετά από δέκα λεπτά έχουν μαζευτεί 30-40 πιτσιρίκια που παρακολουθούν. Ξαφνικά κάνει το πρώτο την κίνηση να πάρει ένα πινέλο, το βουτάει στην μπογιά κι αρχίζει να ζωγραφίζει και μετά από 5 λεπτά μου έχουν πάρει όλα τα πινέλα και ζωγραφίζουν ό,τι να 'ναι. Γράφουν τα ονόματά τους, ζωγραφίζουν ήλιους, γράφουν τις ομάδες τους, τη Φλαμένγκο, μετά έγραψαν με άσπρη μπογιά τα ονόματά τους πάνω στα πόδια τους. Ήταν ωραίο, γιατί ήταν όλο σαν ένα παιχνίδι και με παραξένεψε, επειδή αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί στην Αθήνα. Αυτά τα πιτσιρίκια είχαν την αίσθηση ότι δεν είναι κακό να ζωγραφίζεις στους τοίχους.
Πες μου κάτι που σου έκανε εντύπωση.
Στο Σάο Πάολο ζωγράφιζα ένα κοριτσάκι που στο φόρεμα έχει έναν ήλιο, θάλασσα κι ένα καραβάκι που γράφει SOS. Κι έρχεται ένας άστεγος, ένας ρακένδυτος, το κοιτάει και μου λέει στα βραζιλιάνικα «έχει τον ήλιο στην καρδιά της» και όντως ήταν στο φόρεμα στο σημείο της καρδιάς της. Ήταν ό,τι πιο ωραίο μου έχουν πει. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ο κόσμος είναι πολύ φιλικός και χαρούμενος, ακόμα και στις φαβέλες. Ακόμα κι αν δεν έχουν να φάνε, νιώθουν αισιόδοξοι. Έλεγα ότι είμαι Έλληνας και αντιδρούσαν όλοι περίεργα, ήξεραν όλοι την Ελλάδα, η οικονομική κρίση ήταν πρώτο θέμα παντού. Άκουγαν ειδήσεις και νόμιζαν ότι είμαστε η χειρότερη χώρα στον κόσμο. Στις φαβέλες νόμιζαν ότι είμαστε πιο φτωχοί απ' αυτούς, πάμφτωχοι, κι ότι κι εγώ είχα έρθει από μια φαβέλα. Αυτό τους έκανε να με βλέπουν με μεγάλη συμπάθεια, όχι σαν τον πλούσιο Αμερικάνο. Όταν γύρισα ήταν η μέρα που βγήκε το DVD της Τζούλιας κι εδώ όλοι μιλούσαν γι' αυτό, κανείς για την κρίση...
σχόλια