Ο Γιάννης Κόκκος έφτασε στην Αθήνα για να σκηνοθετήσει τον Οθέλλο του Βέρντι στο Ηρώδειο κατευθείαν από τη Ρωσία. Αθηναίος, μακριά από την Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, χειρίζεται την ελληνική γλώσσα με εντυπωσιακό τρόπο. Σπανίως «σκοντάφτει» σε κάποια λέξη και δεν του αρέσει καθόλου.
«Το πατρικό μου ήταν στην Αχαρνών, ένα νεοκλασικό. Στη συνέχεια, μέναμε στην Πατησίων. Η μητέρα μου αγαπούσε το θέατρο. Ήμουν παθιασμένος με τη σκηνογραφία και το θέατρο από πολύ μικρός. Μυστήρια πράγματα. Δεν ξέρω πότε έγινε η αρχή, ξέρω σίγουρα ότι το θέατρο της Τετάρτης που ακούγαμε στο ραδιόφωνο έπαιξε ρόλο. Νομίζω ότι το ραδιοφωνικό θέατρο, που δεν υπάρχει πια, ήταν μια πόρτα για να ανοίξει η φαντασία. Από την άλλη, ήταν το θέατρο που έβλεπα από μικρός. Μου άρεσε η τραγωδία. Κουβαλάω πάντα αυτή την πρώτη αγάπη στην τραγωδία και αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους που αγαπώ την όπερα. Η σύνδεση του λόγου με τη μουσική είναι κάτι που βρίσκω υπερβατικό, που ξεφεύγει από τη νατούρα, γιατί είμαι απόλυτα αντινατουραλιστής».
Στα ταξίδια του στον κόσμο κουβαλάει πάντα τους ποιητές, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη. Τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό, τον Πούσκιν, τον Ουγκό και τον Στίβενσον. Τον Χέρμαν Μέλβιλ, ως ποιητή του πολέμου αλλά και ποιητή της Ελλάδας.
«Ο Μέλβιλ έχει γράψει ένα-δυο ποιήματα πάνω στον Παρθενώνα που είναι από τα πιο ωραία που υπάρχουν. Και πάνω απ' όλους βάζω τον Τσαρούχη. Για μένα ο Τσαρούχης ήταν πρωτοπόρος ως σκηνογράφος και ως ζωγράφος και για προσωπικούς λόγους μια παρουσία πολύ σημαντική. Γιατί ο Τσαρούχης και κάποιοι από τη γενιά του, και στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική και στις άλλες τέχνες, έκαναν τη μεγάλη σύνδεση της σύγχρονης Ελλάδας με το Βυζάντιο, την αρχαία Ελλάδα, τη λαϊκή τέχνη, την αστική τέχνη και τη μοντέρνα, ευρωπαϊκή τέχνη, χωρίς κανένα εθνικιστικό στοιχείο. Είναι κάτι που μπορούμε να εκτιμήσουμε πολύ, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, και σήμερα ακόμα περισσότερο. Αυτή η τέχνη είναι σύγχρονη, ουσιαστική και πέρα από τον χρόνο».
Η αληθινή πατρίδα του Γιάννη Κόκκου είναι το θέατρο. Όπου και να βρίσκεται, η κάθε παράσταση είναι ένας κύκλος ζωής αλλά και η αφορμή να συναντηθεί με άλλες κουλτούρες, με ανθρώπους που έχουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Με περισσότερες από διακόσιες παραστάσεις στο ενεργητικό του, μας αναφέρει αυτές που έχει αγαπήσει περισσότερο. Είναι η Ηλέκτρα και ο Άμλετ σε σκηνοθεσία Αντουάν Βιτέζ, τα Πουλιά του Μπράουνφελς, οι Τρώες στο Σατλέ, η Λευκή Πριγκίπισσα, η Ορέστεια του Ξενάκη, η Ορέστεια στην Επίδαυρο, η Ιφιγένεια στην Κομεντί Φρανσέζ, το Φονικό στην εκκλησιά στη Σκάλα και ο Μπόρις Γκουντούνοφ στη Βιέννη, ο Δον Κιχώτης του Μασνέ στο Μαριίνσκι και οι Βασσαρίδες.
«Σήμερα σκηνοθετώ όπερες σχεδόν αποκλειστικά. Αυτό συνέβη φυσικά. Κατά κάποιον τρόπο, βοήθησε το ότι ήμουν σκηνογράφος. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος με τον οποίο εκφράζομαι. Από πολύ παλιά ήθελα να ανεβάσω μόνο ένα έργο και, τελικά, το έκανα το 1987, μετά από πίεση της γυναίκας μου, που μου έλεγε "πρέπει να το κάνεις". Ήταν η Λευκή Πριγκίπισσα του Ρίλκε που ανέβηκε στο θέατρο πρώτη φορά παγκοσμίως. Μετά από αυτό δεν είχα την ανάγκη να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Αμέσως μετά έτυχε να κάνω την Ορέστεια του Ξενάκη. Ήταν ένα αριστούργημα, μια στιγμή στη ζωή μου πολύ σημαντική. Ακολούθησε ο Μπόρις Γκουντούνοφ και είδα ότι η όπερα με γέμιζε. Από την άλλη, στην απόφασή μου συντέλεσε και ο θάνατος του Βιτέζ. Συνεργαζόμασταν είκοσι χρόνια και δεν ήθελα να συνεργαστώ με κανέναν άλλο πια. Ήταν μια ένωση σπουδαία. Βλέπαμε με τον ίδιο τρόπο το θέατρο και επικοινωνούσαμε αισθητικά χωρίς να μιλάμε πολύ πάνω στις παραστάσεις – σαν τα ζευγάρια. Στο θέατρο, όταν υπάρχουν αυτά τα ζευγάρια, "σκηνοθέτης - σκηνογράφος", όταν υπάρχει αυτή η σύνδεση, τα πράγματα "γίνονται"».
Στο θέατρο ο Γιάννης Κόκκος αποδέχεται τα πάντα, όσα πηγάζουν από μια εσωτερική ανάγκη του δημιουργού, τα πιο έξαλλα, τα πιο ακραία, αρκεί, όπως υποστηρίζει, να υπάρχει «μια ποιητική πειστικότητα».
«Αυτό που δεν αποδέχομαι είναι να συμβαίνει κάτι απλώς για να είναι διαφορετικό. Αν δεν βρούμε την προσωπική μας σύνδεση με ένα έργο, τότε δεν θα μπορέσουμε να το δώσουμε στους άλλους για να γίνει δικό τους. Γιατί, τελικά, τι είμαστε; Οι μεταφραστές των έργων, των σύγχρονων και των παλαιών. Και αυτά που πιστεύουμε βγαίνουν μέσα από τις ερμηνείες που δίνουμε».
Με τον Οθέλλο ασχολείται για πρώτη φορά. Είναι από τους ήρωες που προσωπικά τον ενδιαφέρουν περισσότερο. Οι ήρωες που παρακολουθούμε αρχικά τη λάμψη, κατόπιν τη συνεχή φθορά και τελικά την πτώση τους. Ο Βέρντι ακολουθεί αρκετά πιστά τον Σαίξπηρ και δίνει με πολύπλοκο και ακριβή ψυχολογικά τρόπο και μουσικά τις πιο λεπτές αποχρώσεις του θεατρικού αυτού χαρακτήρα.
«Ο Οθέλλος έχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Μουσικά, κατά κάποιον τρόπο ανοίγει το δρόμο για τη σύγχρονη όπερα. Ο Βέρντι, μετά από μια μακρά καλλιτεχνική σιωπή, βρίσκει έναν διαφορετικό τρόπο να αντιμετωπίσει την όπερα. Ο λόγος βγαίνει ιδιαίτερα, τραγουδιστά και μιλητά με μεγάλη ακρίβεια. Έχει αφαιρέσει τη λυρικότητα από τις σκηνές που είναι άγριες και οι καλοί τραγουδιστές του Βέρντι το κάνουν αυτό, δεν φοβούνται να τους πουν ότι δεν τραγουδάνε. Ο Βέρντι αφήνει οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με το μελόδραμα και μπαίνει στο δράμα. Αλλάζει όλους τους κανόνες της όπερας και των προσώπων, των μεγάλων ρόλων της όπερας. Αγαπάω τον Οθέλλο και ως πρόσωπο, επειδή φέρει το στίγμα του διαφορετικού, προέρχεται από μία συγκεκριμένη κουλτούρα, ενώ έχει εισδύσει κι έχει αποδεχτεί μια άλλη – μάλιστα, έχει αναδειχτεί μέσα σε αυτήν. Εδώ μπαίνει και το ισχυρό κοινωνικό πλαίσιο: μια κοινωνία συντηρητική, ταξική κι έντονα θρησκευτική, η οποία έχει ανάγκη από έναν δυνατό στρατηγό που υπερασπίζεται την πόλη. Η ισορροπία αυτή είναι ανασφαλής. Μόλις έρχεται η κατάπτωση, ο ρατσισμός, που για μια στιγμή δεν υπήρχε σε πρώτο πλάνο, εμφανίζεται όπως τα πράγματα που γνωρίζουμε και βλέπουμε καθημερινά και στις δικές μας κοινωνίες. Είναι και το σημείο στο οποίο ο Ιάγος τον βρίσκει τρωτό».
Ο Βέρντι είχε σκεφτεί να δώσει στο έργο τον τίτλο «Ιάγος». Η ακραία μορφή αυτού του αρνητικού χαρακτήρα εμφανίζεται όχι ως δαιμονικό πρόσωπο αλλά ως πρόσωπο κενό, πρόσωπο γεμάτο φθόνο προς οτιδήποτε ανθίζει γύρω του. Το πρόσωπο ενός μέτριου ανθρώπου. Μια άρνησή του είναι που εκφράζεται μέσα από τον μηδενισμό του. Το «δεν είμαι εγώ αυτό που είναι». Άρα τίποτα. Ποια θα είναι η σκηνογραφία αυτών των ψυχικών συγκρούσεων;
«Παρόλο που γενικά στους αρχαίους χώρους, που έχουν μια ιδιαίτερη δύναμη, σκηνογραφώ με έναν τρόπο πολύ απλό, εδώ, αντίθετα, προσπάθησα να δώσω έναν χώρο που είναι ακριβώς η εικονογράφηση του εσωτερικού κόσμου του Ιάγου: το χάος. Όπως και το χάος του Οθέλλου, δοσμένο με έναν τρόπο ποιητικά εξπρεσιονιστικό».
Ο Γιάννης Κόκκος πιστεύει ότι όσο δυνατοί είναι οι ανδρικοί χαρακτήρες, άλλο τόσο είναι και ο χαρακτήρας της Δυσδαιμόνας.
«Η Δυσδαιμόνα δεν είναι μια γυναίκα εύθραυστη. Έχει πολεμήσει την οικογένεια και την κοινωνία για να παντρευτεί αυτό τον διαφορετικό άνθρωπο, έχει μαγευτεί από τα λόγια του και μέσα σε αυτή την απέραντη αγάπη δέχεται και τον θάνατο από το χέρι του. Μέσα στη θρησκευτική φαντασίωση του Οθέλλου και πέρα από τη ζήλια του γίνεται η γυναίκα-δαίμονας. Αυτό που μου είναι ανυπόφορο είναι ότι στις εξτρεμιστικές θρησκευτικές απόψεις που προέρχονται κυρίως από φανατικά αντρικά μυαλά όλων των δογμάτων η γυναίκα είναι πάντα το εξιλαστήριο θύμα ή ο αποδιοπομπαίος τράγος».
Ο Γιάννης Κόκκος έρχεται συχνά στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα. Σιγοτραγουδά το αγαπημένο του τραγούδι, το «Ο ταχυδρόμος πέθανε», και ανησυχεί γιατί βλέπει στο Ίντερνετ να πουλιέται όλη η Ελλάδα.
«Το πιο φοβερό που μπορεί να συμβεί σε μια χώρα είναι το παραμικρό στάχυ, ο παραμικρός κόκκος άμμου, να μην της ανήκει. Δεν λέω στους Έλληνες αλλά στην Ελλάδα. Όταν χτιστούν όλα, κάθε σπιθαμή γης, κάθε ακτή, τότε θα εκλείψει και ο λόγος για τον οποίο φτάνουν εδώ από όλα τα μέρη της Γης. Αυτός είναι αληθινά ένας φαύλος κύκλος».
Τζουζέππε Βέρντι, Οθέλλος
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια: Γιάννης Κόκκος
27, 29, 30, 31 Ιουλίου
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Νέα παραγωγή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
Ώρα έναρξης: 21.00
www.nationalopera.gr
σχόλια