Ήρωες σκοτεινοί, άνδρες ιδεοληπτικοί και διχασμένοι, προσωπικότητες ψυχοπαθολογικές, δολοφόνοι, βιαστές. Σταβρόγκιν στους «Δαιμονισμένους» του Θοδωρή Αμπαζή, Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Σωτήρη Χατζάκη, Γιωργάκης για την αδίστακτη οικογένεια Γερακάρη στο «Στέλλα Κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη που σκίζει για τρίτη χρόνια, Κρίστοφερ, εσχάτως, στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» του Σάιμον Στίβενς. «Έναν χαριτωμένο τύπο έχω υποδυθεί μόνο, στον "Νοτιά" του Τάσου Μπουλμέτη. Όλα τα υπόλοιπα, σκότος και δυστυχία» λέει ο Γιάννης Νιάρρος.
Κι όμως, απέναντί μου έχω έναν νεαρό ηθοποιό φοβερά αστείο και ταλαντούχο, εμμονικό με τους ρόλους που επιλέγει («με το που σκάει πρόταση, παίρνω όσους ανθρώπους ξέρω και δεν ξέρω και ρωτάω τη γνώμη τους»), ετοιμόλογο και την ίδια στιγμή αμήχανο, ειλικρινή −όσο χρειάζεται για ηθοποιό− κι ευαίσθητο − όσο πρέπει για τζαζ πιανίστα.
Καπνίζει πολύ, συγκινείται όταν περιγράφει τον 15χρονο αυτιστικό που υποδύεται κάθε βράδυ στο θέατρο Καρέζη, αλλά δεν αντέχει τον θεατρικό ρεαλισμό, θέλει να ίπταται πάνω από τα έργα, λιώνει για τον Κλάιστ και τον Παπαδιαμάντη, θαυμάζει τον Ακύλλα Καραζήση και ευγνωμονεί την τύχη του για τη γνωριμία του με τον Θέμη Πάνου.
Τότε όλοι θέλαμε να παίξουμε τον «Άμλετ» με την παντόφλα στο Bios, τάχα μου πρωτοπόροι. Πήγαινε παίξε, αγόρι μου, πρώτα στο Βρετάνια με 500 ανθρώπους από κάτω και μετά μιλάμε για μεταμοντερνιές. Το κλασικό, για να το κλάσεις, πρέπει πρώτα να το έχεις καταπιεί.
Το χέρι του στολίζει ένα τατουάζ από τον έρωτα που κάποτε του έδωσε κίνητρο να διαβάσει και στον λαιμό θα φοράει ως το τέλος του χρόνου τον χρυσό σταυρό από το Βραβείο Χορν που κέρδισε για τον «λιγδιάρη, μπαφιασμένο τύπο της άρρωστης οικογένειας Γερακάρη» στο «Στέλλα Κοιμήσου».
«Έχω ζήσει στιγμές στην οικογένειά μου σαν αυτές της οικογένειας Γερακάρη. Είμαστε μια οικογένεια με χρήματα που ξέπεσε, που χώρισαν οι γονείς, που έγινε της πουτάνας. Όταν πρωτοδουλεύαμε το έργο, άκουγα ατάκες που δεν μου ήταν άγνωστες».
Ανήμερα των γενεθλίων του, με τη μέση να τον έχει καθηλώσει στο κρεβάτι, ενώ σε λίγες ώρες είχε επίσημη πρεμιέρα στο Καρέζη, μας υποδέχτηκε στο σπίτι του και πάνω από ένα μεγάλο κουτί σοκολατάκια και πολλά κουτιά αντιφλεγμονώδη άρχισα να σημειώνω.
Δύο ώρες μετά με αποχαιρετούσε, ψιθυρίζοντας: «Αν δεις έναν κύριο στην εξώπορτα ή το ασανσέρ, μην του πεις ότι είσαι δημοσιογράφος. Έχει πάθει εμμονή και διαβάζει όλες μου τις συνεντεύξεις. Κάποτε ήθελε να με διώξει από την πολυκατοικία γιατί δεν άντεχε τα κουνέλια και όλα αυτά που κουβαλούσα για να εκπαιδεύομαι στα κόλπα του κλόουν»!
— Δούλεψες όντως ως κλόουν;
Ναι, και ήταν η μεγαλύτερη χαρά και η ωραιότερη εξάσκηση της ζωής μου. Εργαζόμουν κανονικότατα σε εταιρεία που διοργανώνει παιδικά events, τα Δελφινάκια. Χαρντκορίλα τα παιδικά πάρτι. Έρχεσαι για δύο ώρες σε επαφή με το δυσκολότερο κοινό. Το να κρατάς το ενδιαφέρον είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μαθαίνεις και στο θέατρο. Δύσκολη φάση να μη σε βαρεθεί ο άλλος και ειδικά τα μικρά που είναι ειλικρινή, δεν φιλτράρουν τίποτα και στο πεντάλεπτο αρχίζουν να φωνάζουν: «Σε βαριέμαι», «Είσαι βλάκας», «Δεν θέλω άλλο, μαμά, πάρ' τον από δω»!
— Σου έχει τύχει;
Ναι, φυσικά, και μου τηλεφώνησε το αφεντικό λέγοντας: «Ρε Γιάννη, τι έκανες; Τα πήρε ο ύπνος τα παιδάκια». Τα πολύ μικρά δυσκολευόμουν να τα διαχειριστώ. Ήμουν καλός με τα λίγο μεγαλύτερα αγοράκια που δεν ήθελαν μπαλόνια και ζωγραφιές, αλλά γελούσαν με τη φυσιογνωμία και τις πλάκες μου. Οι κλόουν είναι οι πιο καταθλιπτικοί άνθρωποι του κόσμου, αλλά εγώ κράτησα τη δουλειά μέχρι που έπαιξα στον «Νοτιά», γιατί είχε καλά φράγκα.
Κουράστηκα από τη ματαιότητα. Δεν άντεχα άλλο τη ρουτίνα, τα Σαββατοκύριακα που ήμουν συνέχεια βαμμένος και μουντζουρωμένος, που τα χέρια μου είχαν καταστραφεί από τα μπαλόνια.
— Ήσουν καλός μαθητής;
Φρικτός. Με ενδιέφερε μόνο η λογοτεχνία και τα αρχαία. Δεν μου αρκούσε το κίνητρο του σχολείου και οι καθηγητές ποτέ δεν μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι επαναλάμβαναν τη γνωστή ατάκα: «Ο Γιαννάκης είναι έξυπνος, αλλά βαριέται πολύ, είναι καραγκιόζης».
Ευτυχώς, η μητέρα μου τους απαντούσε: «Δεν πειράζει, θα γίνει ηθοποιός». Ό,τι μόρφωση έχω την πήρα από το θέατρο και τους ρόλους που ερμήνευσα. Σήμερα το έχω μετανιώσει. Θα ήθελα να έχω αφήσει τον εαυτό μου ελεύθερο να μου κεντρίσει κάτι το ενδιαφέρον. Αν τότε είχα μελετήσει περισσότερο, σήμερα θα είχα λιγότερα κενά να παλεύω.
Ούτε και με το θέατρο είχα σχέση ποτέ. Δεν είχα παρακολουθήσει καμιά παράσταση ως τα 16. Όταν μπήκα στον δραματικό όμιλο του σχολείου μου (σ.σ. Κολέγιο Αθηνών), η Αγγελική Γκιργκινούδη, παιδαγωγός και σκηνοθέτις, με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Ως τότε νόμιζα ότι τέχνη είναι η επιθυμία που ένιωθα να ανεβαίνω στη σκηνή και να κάνω τον κόσμο να γελάει. Γελούσαν οι φίλοι μου, γούσταρα και νόμιζα ότι αυτό το εγωιστικό συναίσθημα είναι ταλέντο. Εκείνη μου έμαθε ότι σε μια ερμηνεία είναι σημαντικότερη η αφήγηση της ιστορίας και όχι ο εαυτός μου.
— Τώρα για το θέατρο διαβάζεις;
Πολύ, αλλά όχι θεατρικά βιβλία, που τα βαριέμαι ανελέητα. Αν τελειώσω 30 βιβλία του Στανισλάφσκι ή του Ντέιβιντ Μάμετ, θα μείνω με το συναίσθημα της γιαγιάς που παρακολουθεί μια δύσκολη τεχνική σε συνταγή μαγειρικής, την οποία δεν θα καταφέρει ποτέ να εφαρμόσει. Το διάβασμα είναι περιουσία, αλλά στο θέατρο το ιδανικό είναι να συνδυάζεται με βιωματική εμπειρία.
— Αγχώνεσαι που σε έχουν ταυτίσει με ρόλους προβληματικών ενηλίκων και παιδιών;
Αντιθέτως, με τιμάει. Βαρετό είναι να παίζεις τον γκόμενο σε ένα σίριαλ. Σε ρόλους με τόσες δυσκολίες αναπόφευκτα αναζητάς και τα δικά σου προβλήματα. Όχι με την έννοια της γνωστής σιχαμερής έκφρασης «μέσα από τις ερμηνείες μου ψυχαναλύομαι», αλλά γιατί βρίσκεις το θάρρος να δείξεις την προσωπική σου στιγμή, το φόβο, τον θυμό σου. Φωνάζεις «είμαι εδώ και δεν φοβάμαι να εκτεθώ σ' εσάς», γιατί η έκθεση εμπεριέχει και μια βαθιά απόλαυση.
— Πες μου λίγο για τον Κρίστοφερ.
Α, τον γλυκό μου, τον αγαπώ πολύ. Λίγες φορές μού έχει συμβεί να διαβάζω κάτι και να με παίρνουν τα κλάματα. Έργο-αριστούργημα, χαρακτήρας κλασικός, χωρίς να είναι βασιλιάς ή πρίγκιπας. Είναι ένας 15χρονος που παίζει με τον υπολογιστή του, γουστάρει τα μαθηματικά και το ποντίκι του, τον Τόμπι. Είναι ο τύπος που όλοι έχουμε κοροϊδέψει στο σχολείο, που δεν έχει καμία κοινωνική νορμαλιτέ.
Το έργο είναι μια απλούστατη ιστορία, στα όρια του γραφικού. Ένα πολύ σύνηθες οικογενειακό δράμα, όπου η μάνα εγκαταλείπει τη συζυγική εστία γιατί δεν αντέχει. Η ιδιότητα του αυτιστικού που ο συγγραφέας προσέδωσε στον Κρίστοφερ απογειώνει την ιστορία. Ο αυτισμός σε οδηγεί σε μια αφόρητη μοναξιά. Μοιάζεις σαν να έχεις πάρει ένα ναρκωτικό που ο άλλος δεν ξέρει ότι έχεις πάρει και σίγουρα δεν γνωρίζει πώς πρέπει να σου φερθεί.
— Παραστάσεις σαν το «Στέλλα κοιμήσου», που παρουσιάζουν έναν αδίστακτο κόσμο, σου χαλάνε λίγο τη μαγεία του θεάτρου;
Ναι, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, διότι η μαγεία δεν συνδέεται μόνο με έντεχνες, άρτιες, καλαίσθητες παραστάσεις. Η κοινωνική βρομιά και η τσαλακωμένη εικόνα έχουν πολύ ζουμί. Υπάρχει, όμως, μία διαφορά: πρέπει πρώτα να έχεις κάνει δουλίτσα με την κανονικότητα. Δεν μπορείς να αποδόμησεις ένα πίνακα, να θες να κάνεις πρωτοποριακή τέχνη, αν πρώτα δεν έχεις μάθει να σχεδιάζεις ένα κλασικό προσωπάκι.
Θυμάμαι τον Λιγνάδη στη σχολή να μας λέει: «Παίξε πρώτα στο κόκκινο βελούδο έναν κλασικό "Άμλετ", που τώρα τον θεωρείς μπας κλας, και μετά έλα να μου αποδομήσεις έναν ρόλο». Είχε τόσο δίκιο.
Τότε όλοι θέλαμε να παίξουμε τον «Άμλετ» με την παντόφλα στο Bios, τάχα μου πρωτοπόροι. Πήγαινε παίξε, αγόρι μου, πρώτα στο Βρετάνια με 500 ανθρώπους από κάτω και μετά μιλάμε για μεταμοντερνιές. Το κλασικό, για να το απορρίψεις, πρέπει πρώτα να το έχεις καταπιεί.
— Έχεις ανασφάλεια κι εσύ μετά από τόσες φιλοφρονήσεις;
Μεγαλώνοντας, είχα τα προβλήματα ενός παιδιού που περιβάλλεται από την απόλυτη αγάπη. Οι γονείς μου ήταν πολύ δοτικοί και υποστηρικτικοί. Ήξερα ότι υπάρχει πάντα πισινή, σε ό,τι μαλακία έκανα. Στην αρχή έλεγα «έλα μωρέ, τι έγινε;», θα έρθει ο πατέρας μου ή η μητέρα μου να καθαρίσουν.
Στο τέλος, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα από το οποίο κανείς τους δεν μπορούσε να με σώσει. Κάπου εκεί άρχισε η ενηλικίωση. Σήμερα ξέρω ότι αν δεν είχα την οικονομική τους στήριξη δεν θα ήμουν τόσο επιλεκτικός, δεν θα ψείριζα τους ρόλους και τις συνεργασίες που επιλέγω.
Έχω την ασφάλεια να μην παίρνω μεγάλο καλλιτεχνικό ρίσκο. Μιλάω εκ του ασφαλούς και σίγουρα δεν μπορώ να κάνω κήρυγμα σε έναν φίλο που υποκύπτει σε μέτριες προτάσεις, γιατί κάπως πρέπει να πληρώσει το νοίκι του.
— Αυτό, πάντως, δεν σε κάνει λιγότερο αφοσιωμένο στην ηθοποιία;
Δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο εκτός από το θέατρο. Έχω έναν σκύλο, μια κοπέλα και τίποτε άλλο να με ζωντανεύει. Αν δεν υπήρχε το θέατρο, θα ήμουν ένας απολύτως βαρετός τύπος. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Καμιά φορά, σε στιγμές απόγνωσης, ονειρεύομαι να μπορούσα να είμαι ταξιτζής, ρε φίλε, ταμίας σε κατάστημα, να πηγαίνω κάπου όπου δεν θα έχω συναισθηματική εμπλοκή, που δεν θα σκέφτομαι πώς φαίνομαι κι αν είμαι καλός.
— Στο θέατρο θεωρείς ότι κάνεις πρωταθλητισμό;
Αλλιώς δεν θα το έκανα καθόλου. Ας κάνω και κάπου πρωταθλητισμό. Ούτως ή άλλως, με τον αθλητισμό δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Κάτι ψιλoγιόγκες, λίγο kick boxing και καθαρίσαμε με τα αθλητικά. Δεν ξέρω ούτε τις βασικές ομάδες στο ποδόσφαιρο, ούτε ένα όνομα ποδοσφαιριστή. Παντελώς φλώρος από μικρός.
— Δεν σκέφτηκες ποτέ να δώσεις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο;
Μόνο μία φορά. Είχα ερωτευτεί παράφορα μια Αμερικάνα και ονειρεύτηκα ότι θα γινόμουν οικονομολόγος για να την ακολουθήσω στην Αμερική. Είχε πλάκα. Παρότι ήμουν μεγάλος σκράπας, έκανα τόσο μεγάλη προσπάθεια, που τελικά πέρασα εγώ κι εκείνη όχι. Οπότε δεν έγινα ερωτικός μετανάστης, παρέμεινα ανεπίδεκτος στα οικονομικά και μου απέμεινε ως παράσημο ένα δικό της, μεγάλο τατουάζ στο χέρι.
— Οι γονείς σου, πάντως, χάρηκαν που έγινες ηθοποιός και όχι τρανός οικονομολόγος.
Βεβαίως, παρότι δεν είχαν καμία σχέση με το θέατρο. Απλώς, τώρα, σιγά-σιγά συνειδητοποιούν ότι δεν είναι χόμπι αλλά επάγγελμα. Ακόμα κι όταν έπαιζα στο Εθνικό, η ερώτηση ήταν ίδια: «Μπράβο, αγόρι μου! Και σε πληρώνουν γι' αυτό;». Επίσης όταν έβλεπαν μια συνέντευξή μου με ρωτούσαν πάντα: «Καλά, και πού σε βρήκαν;».
Εντάξει, δεν είμαι ο Μάρλον Μπράντο, αλλά κάπου υπάρχω στον χάρτη. Πιο μεγάλη πλάκα έχουν οι γιαγιάδες μου που κουβεντιάζουν την απόδοσή μου με τις φιλενάδες τους και με παίρνουν τηλέφωνο να μου σχολιάσουν. Ή μία ήρθε ήδη στον «Σκύλο», η άλλη έχει κάτι προβλήματα στα πόδια και προπονείται με τα σκαλιά που έχει στο σπίτι της για να καταφέρει να ανέβει τις σκάλες στο Καρέζη. Κάνει προπόνηση για να έρθει να με δει στο θέατρο. Το καταλαβαίνεις;
— Τώρα που το λες, προχθές, στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», δίπλα μου καθόταν μια κυρία που σε έδειχνε κι έλεγε στη φιλενάδα της: «Αυτό το παιδί, αν δεν καβαλήσει το καλάμι, θα πάει μπροστά».
Μπορεί να ήταν φίλη της γιαγιάς μου. Γενικά, παίζει πολύ αυτή η ατάκα. Αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι το καλάμι είναι μέρος της δουλειάς μας. Εγώ κάθε βράδυ παίζω με τον εαυτό μου. Αν έχω κακή εικόνα για μένα, δεν θα είμαι καλός στη σκηνή. Χρειάζεται αυτό το χρυσό μετρό: πρέπει να αγαπάω τον Γιάννη, να θέλω να τον εκθέσω, να νιώθω άξιος που ανεβαίνω στη σκηνή. Και συγχρόνως δεν πρέπει να πιστέψω λεπτό ότι κάτω από τη σκηνή αξίζω παραπάνω από τον διπλανό μου.
Info
Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα, του Σάιμον Στίβενς
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Μαυραγάνη
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Νιάρρος, Μαρία Καλλιμάνη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Θέμης Πάνου, Μαρία Κατσανδρή, Θύμιος Κούκιος, Γιώργος Γιαννακάκος, Βάσια Χρήστου, Σπύρος Κυριαζόπουλος
Θέατρο Τζένη Καρέζη (Ακαδημίας 3)
Τετ., Πέμ., Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00
Στέλλα κοιμήσου, του Γιάννη Οικονομίδη
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βαγγέλης Μουρίκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Bασίλης Κλωτσοτήρας
Βοηθός σκηνοθέτη/επιμέλεια κίνησης: Αντώνης Ιορδάνου
Σκηνογραφία: Ioυλία Σταυρίδου
Ενδυματολόγος: Γιούλα Ζωιοπούλου
Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος
Διανομή: Αντώνης Ιορδάνου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Μάγια Κώνστα, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Γιάννης Νιάρρος, Θάνος Περιστέρης, Στάθης Σταμουλακάτος, Έλλη Τρίγγου
Θέατρο Τζένη Καρέζη
Έως 18/12 & 7/1 - 29/1, Δευ., Τρ. 21:00
σχόλια