Συναντάω τον Χρήστο Αστερίου στα άδυτα του γαλακτοπωλείου-καφενείου «Βάρσος» της Κηφισιάς, παλιό, γνώριμο στέκι του συγγραφέα κι ένα μέρος όπου ο χρόνος έχει παγώσει κι επικρατούν οι αναμνήσεις. Εύλογο είναι, σε ένα τέτοιοκλίμα –που θυμίζει γιατί ο Μάτας επέμενε ότι ο μύθος του Παρισιού πλέκεται στα καφενεία– η κουβέντα να στραφεί στις παλιές παρέες που διαμόρφωσαν τον Χρήστο Αστερίου, όπως αυτή του τυπογραφείου της Στιγμής. Εκεί συγκεντρώνονταν από τον Παναγιώτη Κονδύλη και την Κική Δημουλά έως τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο και τον Ε.Χ. Γονατά, τον μεγάλο μέντορά του, όπως μου εξομολογείται. Ο ίδιος, πάντως, ο Αστερίου φρόντισε να μη μετρήσει τη ζωή του με το κουταλάκι του καφέ, αφού έμαθε στα σπουδαία και στα δύσκολα από μικρός, μεταφράζοντας από Γκάνταμερ μέχρι Χόφμανσταλ και κάνοντας κάθε είδους δουλειά για να ζήσει. Όταν τον είχα πρωτοσυναντήσει, πριν από έξι χρόνια, γοητευμένη από τον Ιάσονα Ρέμβη και το ταξίδι του (ένα παλιότερο βιβλίο του που αναμένεται να επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Πόλις), δεν άντεχε τη συνάφεια των δημοσιογράφων και ζούσε ακόμα στη σκιά των εμμονών και των ειδώλων του.
Σήμερα, που στο τελευταίο του βιβλίο Ίσλα Μπόα δεσπόζει ο μιντιακός κόσμος του «Μεγάλου Αδελφού», ο Χρήστος Αστερίου είναι έτοιμος να κατεβάσει τα είδωλά του από το βάθρο τους, να τους βάλει να πιουν από το γάργαρο νερό της ζωής και να παραδεχτεί πως πρέπει να μάθεις να σκοτώνεις τα αγαπημένα σου, αν
θες να δημιουργήσεις.
Πώς είναι, αλήθεια, να μεγαλώνεις ανάμεσα σε Ελβετία και Κηφισιά; Είναι τόσο κοσμοπολίτικο όσο ακούγεται;
Όχι, στη δική μου περίπτωση. Όταν πρωτοφτάσαμε στην Κηφισιά το 1977, από ένα σπιτάκι στην Αχαρνών, ευτυχώς η λαίλαπα του νεοπλουτισμού δεν είχε χτυπήσει ακόμα. Το σκηνικό έφερνε μάλλον στον νου εικόνες από τον Τομ Σιόγερ, με άφθονο πράσινο και καλύβες χτισμένες ανάμεσα στα δέντρα. Εντελώς αντίθετο, δηλαδή, από τη Βασιλεία, όπου βρέθηκα στα έντεκά μου, αναγκασμένος να μιλώ με χειρονομίες και να ακολουθώ πιστά κανόνες αυστηρούς. Όλα ξεκίνησαν από έναν φίλο του πατέρα μου, έναν μποέμ γιατρό με μια πορτοκαλί Βόλβο, που είχε σπουδάσει στο Φράιμπουργκ και ταξίδευε σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός ήταν που έδωσε την ιδέα κι έτσι ξαφνικά βρέθηκα σε έναν τόπο όπου οι μπανάνες ήταν τεράστιες –κάτι
πρωτόγνωρο για εμάς τότε– και τα πράγματα μυθικά.
Αλήθεια, όμως, πώς τα κατάφερες και εισέβαλες στις λογοτεχνικές παρέες, αν και πιτσιρικάς;
Ήμουν τυχερός που κοντά στο σπίτι μου στην Κηφισιά έτυχε να μένει τότε ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης. Ήταν μια εξαιρετικά ευγενική μορφή, που κατείχε την έδρα Κλασικής Λογοτεχνίας στην Οξφόρδη, ενώ υπήρξε και ο πρώτος υπουργός Πολιτισμού του Καραμανλή. Ευπατρίδης και ιδιαίτερα σεμνός, με παρακινούσε διαρκώς να τον επισκέπτομαι στο διαμέρισμα όπου ζούσε με τη γυναίκα του, χαρίζοντάς μου κουλουράκια και συμβουλές. Έγραφα μετά μανίας τότε, οργάνωνα λογοτεχνικά αφιερώματα και είχα ανάγκη από κάθε είδους παρότρυνση. Ακόμα θυμάμαι τη χαρά που έκανα όταν δημοσιεύτηκε μια ποιητική μου συλλογή στα δεκαπέντε μου, στη «Νέα Εστία». Και ήταν λίγα χρόνια αργότερα, κάπου στο Λύκειο, όταν γνώρισα και τον Ε.Χ. Γονατά, κατόπιν παρότρυνσης του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Ο Γονατάς ήταν για μένα ένα είδος διαρκούς μαθητείας, αφού ζούσε δίπλα στο σπίτι μου και για περίπου δέκα χρόνια δεν σταμάτησα να αναζητώ τις πάσης φύσεως συμβουλές του.
Τι θυμάσαι από την επαφή σου μαζί του;
Μία απέραντη αγωνία, υπαρξιακή και εκφραστική. Για τον Γονατά η λογοτεχνία δεν ήταν παρά μια ολόκληρη διεργασία, ένα απέραντο χασομέρι. Έπρεπε να τυραννήσει κάτι πολύ, να το τριβελίσει και να το αφήσει να ωριμάσει για να το φέρει εκεί που πρέπει. Δες, για παράδειγμα, τις περιγραφές του: αρκούν κάποια βατραχάκια
που πέφτουν σε μια στέρνα για να δημιουργήσουν υπαρξιακή αγωνία. Σάμπως ό,τι χάνεται σε χρόνο, να κερδίζεται σε ύπαρξη. Ενώ ποτέ, δηλαδή, ο Γονατάς δεν μίλαγε για λογοτεχνία, ό,τι έκανε ήταν μυθιστορηματικό με έναν εντελώς ιδιότυπο τρόπο και με μια πάντοτε σουρεαλιστική χροιά. Ακόμα και όταν έβγαινε έξω, φρόντιζε να φορέσει ό,τι πιο αλλόκοτο: ένα λουλακί πουκάμισο με ένα μαύρο καλπάκι κι ένα γούνινο γιλέκο. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Αν κάτι πραγματικά μού έμαθε ο Γονατάς, είναι η ιερότητα που έχουν τα πράγματα, από το πιο σημαντικό μέχρι το πιο ασήμαντο.
Στη λογοτεχνική παρέα της Στιγμής πως εισέβαλες;
Με σεμνότητα, όπως επέβαλλαν οι κανόνες της εποχής. Στην αρχή δεν μιλούσα καθόλου. Έπρεπε να περάσω σημαντικές «εξετάσεις» για να μπορέσω να θεωρηθώ ικανός να απευθύνω σε όλους αυτούς τον λόγο. Σε αντίθεση με σήμερα, όπου όλα είναι εύκολα και τους συγγραφείς τους βρίσκεις στο facebook, τότε έπρεπε να δοκιμαστείς για τα καλά για να σφίξεις το χέρι του Κονδύλη. Δεν ήταν απλώς μια τελετουργία αλλά ένα ολόκληρο παιχνίδι. Σαν τον Έρωτα. Δεν θα πάρεις αυτό που θέλεις, αν είσαι ανυπόμονος, πρέπει να προσπαθήσεις γι’ αυτό και να το διεκδικήσεις, αν το θες πραγματικά.
Εμαθες, πάντως, να διεκδικείς πολύ τα πράγματα. Πόσο εύκολη ήταν η συγγραφική σου πορεία;
Εκτός από τις συγγραφικές μου δουλειές, από την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων στον Πατάκη και την παράλληλη επιμέλεια της αλληλογραφίας Παπαδίτσα-Γονατά, είχα αναλάβει τη διεύθυνση του γερμανικού τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ, ενώ έχω κάνει όποια δουλειά βάζει ο νους σου. Από εργάτης μέχρι υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα ντελικατέσεν της Κηφισιάς, όπου με το που έφτασα με περίμενε ένα ολόκληρο βουνό από απορρυπαντικά, να τα κουβαλήσω από την αποθήκη. Μια ολόκληρη μέρα κοιμόμουν για να συνέλθω. Κατόπιν, δούλεψα σε κουζίνα στη Γερμανία, σε μπιραρία στη μπάρα. Ακόμα και σε ένα απέραντο γερμανικό εργοστάσιο έχω δουλέψει, όπου για να μας κρατάνε ξύπνιους και στην τσίτα μας έβαζαν τέκνο στη διαπασών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και μένοντας για δέκα μήνες άνεργος, αναγκάστηκα, για άλλη μια φορά, να αλλάξω επάγγελμα και να κάνω ασφάλειες σε μια γνωστή τράπεζα. Ήταν τεράστιο σχολείο για μένα. Μπήκα σε σπίτια που δεν θα έμπαινα ποτέ, γνώρισα γειτονιές άγνωστες, έμαθα πράγματα για τους ανθρώπους. Θυμάμαι ακόμα ένα σπίτι στην Κυψέλη με 25 ενοίκους από την Αφρική, που μου είχαν ζητήσει αποταμιευτικό για το παιδί τους. Από εκεί πέρασα στο private banking, σε εποχές που τα χρήματα ήταν πολλά και οι τραπεζικοί δούλευαν τρελά ωράρια. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω προτεραιότητες. Τα παράτησα, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Μέση Εκπαίδευση, αποφασίζοντας ότι αυτό που θέλω πραγματικά είναι να γίνω συγγραφέας. Κι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να καταφέρω να το κάνω.
Και το « Ίσλα Μπόα», ένα βιβλίο γραμμένο σε εντελώς διαφορετικό ύφος και για την παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, πώς προέκυψε;
Δεν ξέρω αν προέκυψε ή αν πραγματικά προκύπτουν αυτά. Υπάρχει μια γενική ιδέα και πάνω σε αυτή σφυρηλατούνται οι ιστορίες. Οι πρωταγωνιστές του Ίσλα Μπόα είναι άνθρωποι της εποχής μας, θύτες και θύματα μαζί. Κατά κάποιον τρόπο γίνονται θύματα της ίδιας τους της αγριότητας, αφού μπλέκονται στη διαβρωμένη εικόνα που διαμορφώνουν ο «Μεγάλος Αδελφός» και τα μίντια. Πρόκειται για τον ιδιόμορφο κατακερματισμό της συλλογικότητας που ζούμε στην εποχή μας, σε αντίθεση με τις συλλογικότητες που στόχευαν κάπου, που ήταν πιο συνειδητοποιημένες και πολιτικές. Τώρα η κοινωνικοποίηση και η συλλογικότητα βιώνονται μέσα στα φόρουμ, είτε πρόκειται για το φόρουμ των εραστών του αυτοκινήτου ή της τάδε μάρκας παπουτσιών.
Νέο βιβλίο έχεις στα σκαριά;
Δεν ξέρω ακριβώς. Κάθε βιβλίο θέλει τον χρόνο του. Θέλει να μπορείς να το καταστρέφεις, αν δεν είναι να καλό, να σκίζεις τις σελίδες του και να το αφήνεις, όταν δεν ικανοποιεί το κριτήριό σου. Δεν έχασε η Βενετιά βελόνι, αν δεν βγάλω καινούργιο βιβλίο. Ήδη έχω αφήσει στην άκρη ένα βιβλίο που παίδευα δύο ολόκληρα χρόνια και πάω παρακάτω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να είμαι εγώ έντιμος απέναντι στον κόσμο των βιβλίων. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από αυτό.
σχόλια