Η δουλειά της Μαριάννας Καβαλλιεράτου δεν είναι μόνο χορός. Ισότιμη θέση και παρουσία σ' αυτήν κατέχουν η μουσική και το εικαστικό μέρος. Το χρώμα, το φως, οι ήχοι, ακόμη και τα κοστούμια αλληλεπιδρούν, «επιβάλλονται» στην κίνηση, όπως εκείνη αντίστοιχα τα καθορίζει. Κανένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο.
Στην τέταρτη δουλειά της, «Stations», που σηματοδοτεί την έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, η σχέση αυτή είναι απόλυτη. «Παράσταση για έναν χορευτή και έναν μουσικό» την περιγράφει η ίδια –καθώς μόνο εκείνη και ο Βρετανός μουσικός Ντομ Μπουφάρ βρίσκονται στη σκηνή– παρ' όλα αυτά η βιντεο-εγκατάσταση του Σκωτσέζου εικαστικού καλλιτέχνη Τσάρλς Σάντισον, σε συνδυασμό με τoν σχεδιασμό φωτισμών της Ελευθερίας Ντεκώ, ο οποίος είναι από μόνο του ένα εικαστικό έργο, όπως και τα κουστούμια του Βρετανού σχεδιαστή Craig Green, λειτουργούν ως μια συμπαγής δύναμη.
Παρόλο που ασχολείσαι επαγγελματικά με τον χορό από πολύ μικρή, μόλις το 2010 δημιούργησες τη δική σου ομάδα χορού, klokworks. Έκτοτε έχεις εμφανιστεί 2 φορές στο φεστιβάλ, άλλη μια στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών και τώρα θα ανοίξεις το Φεστιβάλ Αθηνών. Τι πυροδότησε αυτή την απόφαση;
Άργησα; Ίσως... Όμως, δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο εκτός από το ότι απλώς τότε ένιωσα έτοιμη να το κάνω. Είχα έμπνευση, είδα πιο καθαρά πού ήθελα να πάω και πήγα. Δουλεύοντας δίπλα σε έναν καλλιτέχνη σαν τον Bob Wilson επί τόσα χρόνια, είναι λίγο δύσκολο να «απεξαρτηθείς», ωστόσο το έκανα, και με όλα τα πολύτιμα εφόδια που μου έδωσε και μου δίνει η συνεργασία μου μαζί του προχωρώ, εξελίσσοντας το προσωπικό μου λεξιλόγιο.
Πότε τελειώνει αυτό;
Δεν τελειώνει ποτέ η σχέση με τον χορό. Μπορεί να τελειώνουν οι αντοχές σου, αλλά όσο μεγαλώνεις, σε πηγαίνει κάπου αλλού. Μάλιστα, μεγαλώνοντας βρίσκεις τρόπους να κάνεις κάποια πράγματα πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι τα έκανες νεότερος. Γιατί απλώς έχεις τη γνώση. Κι αυτό είναι το ωραίο με τους πιο ώριμους χορευτές: ότι έχοντας κατακτήσει τη γνώση, φτάνουν σε ένα σημείο στο οποίο δεν μπορεί να φτάσει κάποιος πολύ νέος, όσο ψηλότερα άλματα κι αν κάνει, όσο μεγαλύτερη αντοχή κι αν έχει.
Το απέδειξε στην τελευταία σου παράσταση, «Recalculate», η Meg Harper, χορεύτρια του Merce Cunningham, η οποία στα 70 της αντεπεξήλθε θαυμάσια στις απαιτήσεις της χορογραφίας. Ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα η παρουσία της, όπως επίσης και των χορευτών άνω των 40 που έχουν δημιουργήσει σημαντικές ομάδες σαν την Nederlands Dans Theater.
Το ζητούμενο είναι όχι μόνο να κρατήσεις την επαφή με το σώμα σου, με συνεχή εξάσκηση, αλλά και με την αλήθεια του σώματός σου όσο μεγαλώνεις, να μην του πηγαίνεις κόντρα.
Ας μιλήσουμε, όμως, για το «Stations». Ξεκίνησε ως «work in progress» το καλοκαίρι του 2013 στη Νέα Υόρκη και την 1η Ιουνίου θα το δούμε ολοκληρωμένο.
Μέχρι τις 31 Μαΐου σε εξέλιξη θα είναι. Μια δουλειά δεν τελειώνει, όσο έχεις χρόνο την αλλάζεις και την αλλάζεις ξανά! To Stations προέκυψε μέσα από το Recalculate. Βγήκε από ένα «λάθος», από κάτι που δεν χώρεσε στην προηγούμενη δουλειά, αλλά ήταν αρκετά ενδιαφέρον για να εγκαταλειφθεί. Δεν προέκυψε από κάτι συγκεκριμένο – ούτως ή άλλως, οι πηγές, αν το θες, της έμπνευσής μου είναι πολύ ασαφείς, πολλές φορές και τυχαίες: μια λέξη, μια εικόνα, μια σκέψη που μου κάνει κλικ και θέλω να την αναπτύξω παραπάνω.
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τουλάχιστον απ' ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα, είναι παραστάσεις απόλυτα μετρημένες, σαν να έχουν σχεδιαστεί με μαθηματική ακρίβεια.
Ναι, μετράμε και το δευτερόλεπτο. Δεν είναι τίποτα τυχαίο, όλα είναι πολύ συγκεκριμένα, σαν εγκεφαλογράφημα. Θα σου δείξω (μου δείχνει το πρώτο εικοσάλεπτο της παράστασης σχεδιασμένο στο χαρτί, με απόλυτη ακρίβεια, σαν μουσική κλίμακα με χρώματα: κόκκινο, όπου ο ρυθμός είναι γρήγορος, πράσινο για τον κανονικό, μπλε για τον αργό). Δουλεύω πάντα με μια παρτιτούρα. Κάθε χρώμα είναι ένας διαφορετικός ρυθμός, ανάμεσα σε κάθε υποκεφάλαιο αλλάζουν οι ρυθμοί κι ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν οι σταθμοί. Βέβαια, μέσα σε όλο αυτό υπάρχουν αρκετές στιγμές ελευθερίας, όχι όμως και αυτοσχεδιασμός. Υπάρχει μια κίνηση που επαναλαμβάνεται και μέσα από την επανάληψη παράγεται μια σειρά από μοτίβα.
Γιατί σου αρέσει αυτή η επανάληψη;
Γιατί έχει κάτι το μεθυστικό, σχεδόν διαλογιστικό – εξάλλου, όλα στη ζωή είναι μια επανάληψη με πολύ μικρές διαφορές. Όμως, όσο και να επαναλάβεις κάτι, ποτέ δεν είναι το ίδιο.
Τι περιμένεις από το κοινό που θα σε δει στη σκηνή της Πειραιώς;
Δεν δίνω λύσεις, η λύση ανήκει στον θεατή. Περιμένω απλώς να το απολαύσει. Ή να μην το απολαύσει, να διαφωνήσει, να συμφωνήσει, να αισθανθεί ό,τι θέλει. Δεν θέλω να προκαλέσω κάτι, ούτε να επιβάλω, θέλω μόνο να βρεθεί ο θεατής ΕΚΕΙ, μαζί μου.
Δεν προσπαθείς να περάσεις κάποιο «πολιτικό» μήνυμα, δηλαδή, που είναι και της μόδας;
Στη συγκεκριμένη δουλειά υπάρχει ένα μήνυμα, όχι ακριβώς πολιτικό, αλλά δεν θα το πω τώρα, πρέπει κάποιος να δει την παράσταση για να το καταλάβει – είναι ένα μήνυμα κοινωνικό, για την ανθρωπότητα. Προέκυψε ξαφνικά. Χωρίς πρόθεση.
Πόσο εξοικειωμένο είναι το ελληνικό κοινό με τον σύγχρονο χορό;
Είναι ένα πολύ κλειστό κοινό. Συνήθως έρχονται να μας δουν οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, εκείνοι που ασχολούνται με τον χορό και γνωρίζουν πάνω-κάτω τι θα δουν. Δεν θα έρθει κόσμος που δεν ξέρει, οι θεατές δύσκολα «ρισκάρουν». Δυστυχώς, δεν υπάρχει καθόλου παιδεία στον χορό, όχι μόνο όσον αφορά το κοινό – τον σύγχρονο χορό, για παράδειγμα, τον αγνοούν παντελώς τα σχολεία. Χορός, όμως, δεν είναι μόνο το κλασικό μπαλέτο... Και, φυσικά, δεν είναι μόνο οι δημοτικοί χοροί που μαθαίνουν τα παιδιά στο δημοτικό και το γυμνάσιο!
Πες μου κάτι για τον Bob Wilson.
Ρώτα με κάτι, βλέπω ότι στα χαρτιά σου έχεις γράψει μόνο «Bob»!
Μα, τι να σε πρωτορωτήσω για τον Bob;
Πες μου για το Watermill, για τη ζωή εκεί, για το πόσο σε επηρέασε, πες μου πώς τον γνώρισες...
Σπούδαζα στη Νέα Υόρκη τότε και μια καλή φίλη μού είπε ότι χρειαζόταν νεαρούς συνεργάτες – έτσι πήγα να τον δω. Δεν είχα ιδέα ποιος είναι, πήγα στο γραφείο του, άφησα ένα βιογραφικό και μετά συνειδητοποίησα πού πήγαινα να μπω! Τότε ξεκινούσε το Watermill και θα έκανε μια δουλειά με την ομάδα της Trisha Brown – ε, πήγα και δεν ξανάφυγα. Ήταν μια επίπονη διαδικασία, δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Είναι πολύ απαιτητικός, ανελέητος... Δεν σταματάει ποτέ, η δουλειά του είναι η ζωή του και το ίδιο απαιτεί από σένα.
Γίνεται αλλιώς; Οι χορευτές «δικαιούνται» να έχουν προσωπική ζωή ή είναι αναγκασμένοι να ζουν στην απομόνωση;
Για να τα καταφέρεις πρέπει να κάνεις πολλή οικονομία στον εαυτό σου – γενικά, όποιος θέλει να είναι πιστός καλλιτέχνης συμβαδίζει πολύ η δουλειά του με τη ζωή του, δεν είναι δυο πράγματα ξεχωριστά. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές που η καθημερινότητα έρχεται σε αντίθεση με αυτό που κάνεις, ειδικά σε δημιουργικές φάσεις που απομονώνεσαι αναγκαστικά. Δεν παύεις όμως να ζεις, γιατί ένας καλλιτέχνης πρέπει να παίρνει ερεθίσματα από τον κόσμο γύρω του, τα γεγονότα και την εποχή του.
σχόλια