Η Ροζίτα Σώκου, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό (14 Δεκεμβρίου) είχε γράψει πολύ ωραία κείμενα στα παλιά περιοδικά, όταν δούλευε σαν δημοσιογράφος επί των κινηματογραφικών – κείμενα παντελώς άγνωστα και ξεχασμένα σήμερα.
Τα κινηματογραφικά κείμενα της Ροζίτας Σώκου είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν έξυπνα, εμπεριστατωμένα, προκλητικά, με μια ιδεώδη ανάμειξη πληροφορίας, κριτικής, ρεπορτάζ και παρασκηνίου, εξάπτοντας την περιέργεια ή την φιλομάθεια του αναγνώστη, κρατώντας τον εύκολα αγκιστρωμένο στις σελίδες τους.
Η Ροζίτα Σώκου έγραφε για θέματα, για τα οποία δεν έγραφαν άλλοι συνάδελφοί της – που μπορεί να είχαν μεγαλύτερη θεωρητική κατάρτιση από εκείνην, αλλά αδυνατούσαν να «κρατήσουν» το απλό, αλλά σκεπτόμενο λαϊκό κοινό, που ήθελε να κρίνει μόνο του, διαβάζοντας έγκυρες πληροφορίες από έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν τις αντέγραφε από ’δω κι από ’κει, βιώνοντάς τες με την δική του μέθοδο.
Το να είσαι «μέσα στα πράγματα» λοιπόν και αυτό να το μεταφέρεις στους αναγνώστες σου μ’ έναν τρόπο ελκυστικό και ουσιαστικό, όχι περιαυτολογικό και φτηνό, ούτε «σκληρό» και ανελαστικό, διακρίνοντας, συγχρόνως, τα όρια από το κουτσομπολιό και από το «μάτι στην κλειδαρότρυπα», κρατώντας πάντα, με την πένα σου, ένα υψηλό επίπεδο, δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί ιδιαίτερο ταλέντο, και την ικανότητα να ελίσσεσαι όπως ο μαίανδρος στην ζωφόρο – να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, εννοούμε, δίχως να προκαλείς ή να γαργαλάς ποταπά αισθήματα.
Το να είσαι «μέσα στα πράγματα» λοιπόν και αυτό να το μεταφέρεις στους αναγνώστες σου μ’ έναν τρόπο ελκυστικό και ουσιαστικό, όχι περιαυτολογικό και φτηνό, ούτε «σκληρό» και ανελαστικό, διακρίνοντας, συγχρόνως, τα όρια από το κουτσομπολιό και από το «μάτι στην κλειδαρότρυπα», κρατώντας πάντα, με την πένα σου, ένα υψηλό επίπεδο, δεν είναι κάτι εύκολο.
Διαβάζοντας, έτσι, τις αφηγήσεις της Ροζίτας Σώκου από την επίσκεψή της στο Χόλλυγουντ, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μας δημιουργήθηκε ξαφνικά η αίσθηση (μπορεί να ακούγεται λίγο υπερβολικό αυτό, αλλά έχει και δόσεις αλήθειας) πως διαβάζαμε κομμάτια, εδάφια, από την περιώνυμη «Βαβυλώνα του Χόλλυγουντ» (1959) του Kenneth Anger, που εκδόθηκε κάποια στιγμή και στη γλώσσα μας [Θαυματρόπιο, 1983 / Αιγόκερως, 1984 / Αιγόκερως 2002], εκείνο το συναρπαστικό ανάγνωσμα γύρω από τα παρασκήνια τής μήτρας τού κινηματογράφου, με τον Anger να τραβά την κουρτίνα και να περιγράφει σκάνδαλα, όργια, περίεργους θανάτους, αυτοκτονίες, δολοπλοκίες, την αντικομμουνιστική υστερία και οτιδήποτε άλλο, που θα μπορούσε να προσβάλλει την κυρίαρχη άποψη ή ηθική.
Κάτι παρεμφερές (τηρουμένων όσων αναλογιών θέλετε) πράττει και η Ροζίτα Σώκου, με την σειρά των κειμένων της «Έρχομαι από το Χόλλυγουντ», που είχαν δημοσιευθεί στο οικογενειακό περιοδικό ποικίλης ύλης «Πρώτο», σε έξι συνεχόμενα τεύχη, από το #470 (20 Ιουνίου 1969), έως και το #475 (25 Ιουλίου 1969).
Πριν παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από τα «χολλυγουντιανά» κείμενα της Ροζίτας Σώκου, ας πούμε δυο λόγια για το «Πρώτο».
Το «Πρώτο» ήταν το «Φαντάζιο» της δεκαετίας του ’60. Το περιοδικό ξεκίνησε να εκδίδεται στις 24 Ιουνίου 1960, από τα αδέλφια Νάσο και Διονύσιο Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή» κ.λπ.) και τερμάτισε με το τεύχος #475, στις 25 Ιουλίου 1969, όταν η αγορά δεν μπορούσε πλέον να το συντηρήσει, μετά από την κυκλοφορία του «Φαντάζιο» (6 Μαρτίου 1969), που σάρωνε ό,τι ανάλογο εύρισκε στο διάβα του.
Περισσότερο λαϊκό από τις «Εικόνες» και περισσότερο εστέτ από το «Ρομάντσο», το «Πρώτο» υπήρξε ένα καλό περιοδικό ή και πολύ καλό σε επιμέρους φάσεις του, τεύχη ή άρθρα, με πολλή καλλιτεχνική ύλη, και με πολλή οικογενειακή λογοτεχνία (αστυνομική, αισθηματική κ.λπ.), μια συνταγή που αναπαρήγαγε θεληματικά και εκτόξευσε, στην πορεία, το «Φαντάζιο».
Το εισαγωγικό κείμενο της Ροζίτας Σώκου, στο τεύχος #470 του «Πρώτου», έχει τίτλο «Έρχομαι από το Χόλλυγουντ», διανθίζεται με φωτογραφίες του Γιάννη Μπεγάκη κι ένα μεγάλο μέρος του το μεταφέρουμε τώρα εδώ, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό το στυλ γραφής της ελληνίδας δημοσιογράφου. Μικρές παρεμβάσεις σε θέματα εκσυγχρονισμού της ορθογραφίας, όπως και οι αναφορές κάποιων κύριων ονομάτων και με τις λατινικές γραφές τους, μέσα σε παρενθέσεις, βοηθούν οπωσδήποτε στην καλύτερη κατανόηση. Το αφιέρωμα ξεκινάει έτσι...
Έρχομαι από το Χόλλυγουντ
Το Παλιό Χόλλυγουντ του Σαρλό, της Βίλμα Μπάνκι (Vilma Bánky), του Βαλεντίνο (Rodolfo Valentino) και του βωβού, με τους σκηνοθέτες που έδιναν διαταγές με μεγάφωνα στο στόμα και τραγιάσκες στο κεφάλι δεν υπάρχει πια. Το σημερινό όμως Χόλλυγουντ μοιάζει πολύ περισσότερο, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, με την παμπάλαια αυτή εικόνα, παρά με τα προπολεμικά μεγαλεία του.
Ως το 1940 το Χόλλυγουντ ήταν η αδιαφιλονίκητη πρωτεύουσα του κινηματογράφου, τα στούντιο ήταν κλειστά φρούρια, όπου μόνον οι «μεγάλοι» είχαν δικαίωμα να επισκεφθούν. Ένας επισκέπτης λιγότερο σπουδαίος ονειρευόταν –το πολύ– να φάει κανένα μεσημέρι στο «σνακ» της Γιουνιβέρσαλ με τον Κάρι Γκραντ ή στην άλλη άκρη της αίθουσας να μελετάει κάποιο σενάριο πίνοντας την πορτοκαλάδα του.
Και η τηλεόραση; Τι ακριβώς ήταν η τηλεόραση, όχι βέβαια πριν από το 1940, αλλά ακόμη και πριν από το 1960;
Ήταν ο Μίλτον Μπερλ (Milton Berle) στο Τεξάκο Σταρ Θίατερ (Texaco Star Theater), ο ανέκφραστος Εντ Σάλιβαν (Ed Sullivan), που ανήγγειλε το «Βοντβίλ Σόου» στο μαγεμένο κοινό... Και αυτό ήταν όλο.
Τα κινηματογραφικά στούντιο, φυσικά, έκαναν απλούστατα σαν η τηλεόραση να μην υπήρχε, ελπίζοντας πως το δικό τους κοινό τουλάχιστον θα έμενε πιστό. Τα στούντιο ήταν «εξκλιούσιβ» μεταξύ 1950 και 1960, όσο ήταν και πριν από τον πόλεμο.
Τίποτε δεν έδειχνε πως η κατάσταση μπορούσε ν’ αλλάξει, όσο κι αν οι σταρ δεν ζούσαν σε παλάτια με 90 δωμάτια, σαν το «Μπιτς Χάους», που είχε χτίσει για την Μάριον Ντέιβις (Marion Davies) ο εκατομμυριούχος εκδότης Χιρστ (William Randolph Hearst), ούτε οι λιμουζίνες τους είχαν ταπετσαρία από αληθινή λεοπάρδαλη.
Γιατί τις «γόησσες» διαδέχτηκε το «γκερλ-νεξτ-ντορ», η γειτονοπούλα με την λουλουδωτή ποδίτσα και το ξεσκονόπανο στο χέρι, και την γειτονοπούλα διαδέχθηκε το «σουέτερ γκερλ», από τότε που η Λάνα Τάρνερ «ανακαλύφθηκε» στο ψηλό σκαμνί ενός ντράγκστορ με ένα σουέτερ τόσο στενό, που δεν άφηνε κανενός είδους αμφιβολία στο μυαλό τού «τάλεντ-σκάουτ» (του ανιχνευτή ταλέντων), που την βρήκε και την έκανε σταρ.
Ακόμη και σήμερα κορίτσια από την αμερικανική επαρχία σκαρφαλώνουν στα σκαμνάκια του Κινγκ ντράγκστορ, εκεί στη γωνία της Χόλλυγουντ Μπούλεβαρντ και της θρυλικής Βάιν Στριτ, με τα ψηφιδωτά αστέρια στα πεζοδρόμια, που διαφημίζουν τα ονόματα των μεγάλων σταρ.
Έβλεπα τόσα πεντάμορφα κορίτσια κάθε μέρα να βολεύονται με ένα «τσίζ-μπουργκερ» και δυο τηγανητές πατάτες, ελπίζοντας πως το θαύμα θα μπορούσε να επαναληφθεί και γι’ αυτές. Στενά τα φορέματα, σφιγμένες οι μέσες, φουντωτά τα τετράξανθα μαλλιά, πανύψηλα τα τακούνια – γι’ αυτές ο χρόνος δεν έχει περάσει. Ακόμη πιστεύουν στους παλιούς κανόνες της προκλητικότητας και προτείνουν το στήθος, σαν να ζούσαν στον αιώνα της Τζέιν Ράσελ (Jane Russell).
Το Χόλλυγουντ είναι γεμάτο ωραία κορίτσια, κορίτσια που κέρδισαν κάποιο τοπικό διαγωνισμό καλλονής και πίστεψαν πως μπορούσαν να αποτελέσουν κι αυτές τμήμα του ονείρου, της μαγείας, της «αστερόσκονης» που θαμπώνει εδώ και χρόνια τα αφελέστατα μάτια τους.
Όλες είναι συμπαθητικές και εύπιστες, όλες πρόθυμες να σου διηγηθούν τη ζωή τους, όλες πρόθυμες να παραδοθούν στον πρώτο κινηματογραφιστή, που θα απαιτήσει ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Και, όλες σχεδόν, είναι σερβιτόρες.
Tα χρόνια, όμως, άλλαξαν. Το Χόλλυγουντ πέρασε –εκεί κατά το 1957– μια τρομερή κρίση, την κρίση της τηλεοράσεως. Και οι κινηματογραφιστές, που είδαν κυριολεκτικά το χάρο με τα μάτια τους, δεν έχουν ούτε τον καιρό, ούτε την όρεξη, ούτε τα νιάτα, για να απαιτήσουν από τις κοπέλες αυτές την παραμικρή «θυσία».
Προτιμούν να ρίχνουν τα δίχτυα τους στα θεατρικά της Νέας Υόρκης, να «ανακαλύπτουν» σίγουρα ταλέντα και, μέσα από τα φυτώρια της τηλεοράσεως, να προσλαμβάνουν σκηνοθέτες, που έχουν μάθει να γυρίζουν φιλμ με τρεις κι εξήντα.(...)
Και οι σταρ; Ζουν ακόμη στον Κήπο του Αλλάχ, εκεί όπου ζούσε η Γκρέτα Γκάρμπο και ο Σκοτ Φιτζέραλντ; Σήμερα ο Κήπος του Αλλάχ δεν υπάρχει πια. Οι ξένοι σταρ ζουν στο Μπελ Αιρ, στο Μπέβερλυ Χιλς Οτέλ, στο Σατό Μαρμόν και οι ντόπιοι είναι ελάχιστοι.
Ο Τζον Γουέιν ζει ακόμη στο Χόλλυγουντ, η Λορίν Μπακόλ, η Νάταλι Γουντ, ο Τσάρλτον Ίστον, ο Πολ Νιούμαν με την Τζόαν Γούντγουορντ, ο Φρανκ Σινάτρα με την «συμμορία» του... Κι αυτούς, όμως, σπάνια τους βρίσκεις «σπίτι». Γιατί σπίτι τους τώρα είναι η Νέα Υόρκη και η Ευρώπη, όταν γυρίζουν ταινίες εκεί...
Και οι τραγωδίες; Οι τρομερές ιστορίες έρωτος και πάθους και απελπισίας, που έγραψαν τις πιο συγκλονιστικές σελίδες στην ιστορία του Χόλλυγουντ; Αυτές, κακά τα ψέματα, δεν έσβησαν μαζί με την αστερόσκονη και το παλιό όραμα.
Γιατί οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και γιατί οι ηθοποιοί, παραπάνω από κάθε άλλον, ζουν ιστορίες αλλόκοτης μοναξιάς και ψεύτικης ελπίδας έτσι καθώς τυραννιούνται από τα χρόνια που περνούν, από την ομορφιά τους που φθίνει, από τους ρόλους που γίνονται όλο και πιο σπάνιοι.
«Είναι μια καριέρα που πρέπει συνεχώς να παλεύεις, για να την κρατήσεις...», άκουσα να λένε όλοι, από τον πιο μεγάλο ως τον πιο μικρό εκεί.
Γιατί μπήκα στα στούντιο, περπάτησα στους δρόμους με τις πόλεις φαντάσματα και μπήκα στα σπίτια των σταρ, στα παρασκήνια του θεάτρου και της τηλεοράσεως, στα πιο κλειστά «σετ», ακόμη και στο «σετ 14», που γυρίζεται με κάθε δυνατή μυστικότητα το δεύτερο μέρος του «Πλανήτη με τις μαϊμούδες» (Planet of the Apes), ακόμη και στο γραφείο του παντοδύναμου διευθυντού της Μέτρο-Γκόλντουιν, του νέου και γοητευτικού Μίστερ Σόλοου (Herbert F. Solow), που διαβάζει καλλιτεχνικά περιοδικά, έχει μοντέρνες ιδέες και κάνει να τρίζουν τα κόκκαλα του Λούις Μπ. Μάγιερ (Louis B. Mayer) με τα τολμηρά του συστήματα.
«Το Χόλλυγουντ ψυχορραγεί», μου είπαν οι σοφέρ των στούντιο, που με πηγαινοέφερναν. «Βλέπουμε τα άδεια σετ και κλαίμε!».
«Το Χόλλυγουντ θα ξαναζωντανέψει, θα το ζωντανέψω εγώ!», μου βροντοφώνησε ο Μίστερ Σόλοου.
«Οι σταρ δεν κλαίνε πια και δεν αυτοκτονούν» τόνισε ο Ντόρι Φρίμαν (Dore Freeman), που τους έχει γνωρίσει όλους και ακόμη αγαπά –κρυφά κι απελπισμένα– την... Τζόαν Κρόφορντ. «Είναι μπίζνες σήμερα η δουλειά τους».
Και όμως... Η τραγωδία της Μέριλιν Μονρόε ακόμη συζητιέται στο Μπέβερλυ Χιλλς και στην Λέσχη των ξένων ανταποκριτών. Λένε πως δεν αυτοκτόνησε. Λένε για τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα, με τον νεαρότερο Πρόεδρο της Αμερικής, που ερχόταν και την εύρισκε μόνος στο Χόλλυγουντ, λένε για την δουλειά της που εγκατέλειψε για να πάει να τραγουδήσει στη γιορτή του, λένε για τις απειλές –πάνω στην τρέλα της– να τα πει όλα, και για τα «μέτρα» που ελήφθησαν από τους άλλους γύρω του, για να μη μπορέσει ποτέ να πραγματοποιήσει την απειλή της.
Λένε για τον Ραμόν Νοβάρο. Για τα δύο αγόρια που τον εκμεταλλεύθηκαν, για τον θάνατο που ήρθε ύστερα από μια ζωή διαφθοράς...
Λένε για τον Μίκυ Ρούνεϊ και τις γυναίκες του. Για τον θάνατο της τελευταίας (Barbara Ann Thomason) μαζί με τον εραστή της Μιλόσεβιτς (Milos Milos) και για τις σχέσεις που ο φόνος μπορεί να έχει με την υπόθεση Ντελόν-Μάρκοβιτς (Alain Delon / Marković affair).
Λένε για πολλούς θανάτους που ποτέ δεν εξηγήθηκαν καλά. Από την εποχή της Τζιν Χάρλοου –κανείς πια δεν πιστεύει στην επίσημη εκδοχή της ουραιμίας– ως τα σήμερα, ως την ξαφνική πτώση του Τζεφ Χάντερ (Jeffrey Hunter) από την σκάλα του σπιτιού του. Μια πτώση που τον έφερε πρώτα στο χειρουργικό κρεβάτι, και, την ώρα της επεμβάσεως, στον θάνατο.
Συμπτωματικά, τον καιρό που έμεινα στο Χόλλυγουντ παρευρέθηκα σ’ ένα γάμο και μια κηδεία. Η κηδεία ήταν του Τζεφ. Ο κλασικός Αμερικανός ζεν-πρεμιέ με το δυνατό σαγόνι και την ανασηκωτή μύτη, που είχε τολμήσει να παίξει το ρόλο του Χριστού.(...) Ο γάμος ήταν της Νάταλι Γουντ.
Πολλές φορές αρραβωνιάστηκε η ωραιοτάτη –και τριαντάρα πλέον– Νάταλι, αλλά μόνον δύο φορές παντρεύτηκε. Το αληθινό της όνομα είναι Νατάσα Γκούρντιν (Natasha Gurdin) και έφθασε στη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία του Χόλλυγουντ στο μπράτσο του πατέρα της Νικόλα Γκούρντιν. Την περίμεναν οι τρεις κυρίες επί των τιμών, η αδελφή της Λάνα (Lana Wood), που έγινε γνωστή από την τηλεόραση στην εκπομπή «Πέιτον Πλέις» (Peyton Place), η άλλη αδελφή της κυρία Αλέξη Βιριπάγιεφ και η κυρία Εντ Μπερνς, που την υποδέχθηκε με δάκρυα.
Δύο κοριτσάκια κρατούσαν τα λουλούδια, η Σαρλότ και η Σάρα Γκρέγκσον, κόρες του γαμπρού, του Άγγλου σκηνοθέτη και παραγωγού Ρίτσαρντ Γκρέγκσον (Richard Gregson). Μάρτυρες του γαμπρού ήταν ο γνωστός ηθοποιός Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Γκάρεθ Ουίγκαν (Gareth Wigan).
Η Νάταλι ήρθε με φόρεμα της Ίντιθ Χεντ (Edith Head) από κίτρινο μπροκάρ ρωσικής γραμμής, κρατώντας ένα μπουκέτο από μαργαρίτες με στάχυα, κι αυτό σύμφωνα με την ρωσική παράδοση...
Ύστερα από την τελετή έγινε ένα μεγάλο πάρτυ στην βίλα του Τζερόουμ Χέλμαν (Jerome Hellman) στο Μαλιμπού, στο οποίο πήγαν ο Ντέιβιντ Νίβεν –που είχε έρθει και στο γάμο– η Τζούλι Κρίστι, ο Γκρέγκορι Πεκ και αρκετοί άλλοι...
Οι νεόνυμφοι έφυγαν αμέσως για το ταξίδι του γάμου και μας είπαν πως θα έχουν δύο σπίτια: ένα στο Δυτικό Λος Άντζελες, και ένα στο Λονδίνο όπου εργάζεται ο Ρίτσαρντ.
Όσον αφορά όμως τις ταινίες της Νάταλι και την τελευταία, για την οποία προσχώρησε στην μόδα του γυμνού, γι’ αυτό θα μιλήσουμε στο προσεχές μας σημείωμα.
Το 1969 είναι μοιραίο έτος για το αμερικάνικο movement, τον χιπισμό και την αντικουλτούρα γενικότερα (μαζί και για το ροκ, φυσικά).
Τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν η Ροζίτα Σώκου επισκέπτεται το Χόλλυγουντ, δεν είχαν γίνει ακόμη τα απίστευτα εγκλήματα της Manson Family, δεν είχε γίνει το φεστιβάλ στο Woodstock, ούτε εκείνο στο Altamont (με την δολοφονία του Meredith Hunter, τους υπόλοιπους θανάτους, τους δεκάδες τραυματισμούς και τις εκτεταμένες υλικές ζημιές) και φυσικά δεν είχαν επισυμβεί οι θάνατοι των Jimi Hendrix, Janis Joplin και Jim Morrison, που συντάραξαν την ροκ κοινότητα. Υπήρχε μία επίπλαστη ηρεμία και μια μακαριότητα, την οποία εν πολλοίς αποτυπώνει σ’ ένα μέρος της στην οθόνη και η γνωστή ταινία του Quentin Tarantino “Once Upon a Time in… Hollywood” (2019).
Εκείνη την επικίνδυνη ηρεμία, πριν από την καταιγίδα, περιγράφει και η Ροζίτα Σώκου σ’ ένα άλλο κείμενο τής σειράς «Έρχομαι από το Χόλλυγουντ», που είχε δημοσιευτεί στο τεύχος #472 του «Πρώτου» (4 Ιουλίου 1969). Ένα απόσπασμα κι από αυτό, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος...
Για τους hippies
Οι σταρ ξεσηκώνονται και για μερικές άλλες συγκεντρώσεις. Συνήθως για κάποια πρεμιέρα καμπαρέ στο Λας Βέγκας, όπως ήταν η περίπτωση του «Τομ Τζόουνς Όπενινγκ», που έγινε αυτές τις μέρες.
Σύσσωμη η κινηματογραφική παροικία ξεσηκώθηκε για να χειροκροτήσει τον μελαχρινό (τραγουδιστή και σόουμαν) Τομ Τζόουνς, ενώ και πάλι πολλές νεαρές υπάρξεις, αντί για τις πατροπαράδοτες τουαλέτες, προτίμησαν το στυλ «χίππυ», με ινδιάνικα χτενίσματα, αλυσίδες και φλουριά. Τώρα πια, το στυλ «χίππυ», έχει μεταφερθεί στον τομέα της μόδας και όλες οι βιτρίνες του τεράστιου καταστήματος Μπρόντγουέι, γωνία Βάιν Στρίτ και Χόλλυγουντ Μπούλεβαρντ, είναι γεμάτες εξωτικές ενδυμασίες – για κάποιο χορό μεταμφιεσμένων θα έλεγε κανείς.
Πέρα από τη μόδα, οι «χίππυ» κυριαρχούν στο θέατρο του Χόλλυγουντ. Στο τεράστιο και πολυτελέστατο Ακουάριους του Σάνσετ Μπούλεβαρντ δίνεται μία από τις καλύτερες παραστάσεις του θρυλικού πλέον «Τρίχες» (Hair) και μακρυμάλλικα παιδιά τριγυρίζουν από το πρωί ως το βράδυ έξω από το θέατρο. Είναι οι ηθοποιοί, που ζουν και τρώνε εκεί γύρω.
Το θέατρο είναι γεμάτο κόσμο –με δυσκολία βρήκα εισιτήρια πολλές μέρες πριν–, αλλά η παράσταση είναι πραγματικά μεγαλειώδης. Η οργανωμένη τρέλα, η πανέξυπνη σκηνοθετική διδασκαλία πίσω από την επιφανειακή αταξία, η ωραιότατη μουσική και οι συγκλονιστικές φωνές δικαιολογούν πλήρως τη μεγάλη επιτυχία του έργου.
Όσο για τα τόσο συζητημένα γυμνά... υπάρχουν, αλλά ούτε εντύπωση ακατάλληλου δίνουν, ούτε το σκοτάδι επί σκηνής και οι κόκκινες αστραπές των προβολέων, που τρέχουν τρελά, εδώ κι εκεί, επιτρέπουν να δει κανείς κάτι το συγκεκριμένο.
Πλάι στο δικό μου ξενοδοχείο, στην Βάιν Στριτ, μια άλλη έξοχη παράσταση: «Τ’ Αγόρια στην Ορχήστρα» (The Boys in the Band). Έργο τολμηρό, εξυπνότατο, αστείο, που άρχισε ήδη να γυρίζεται ταινία... (σ.σ. Όντως, αφού η ταινία προβλήθηκε τον Μάρτιο του 1970, σε σκηνοθεσία William Friedkin. Θεατρικό και ταινία θεωρούνται αρχέτυπα, μέσα στο πλέγμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης της εποχής, σε σχέση με την απεικόνιση της ζωής των γκέι).
Τα ήθη του Χόλλυγουντ δεν συζητείται πως έχουν υποστεί μια απίστευτη μεταβολή. Επαρχία στην εμφάνιση και την οργάνωση, η Μέκκα του Κινηματογράφου σήμερα δεν δειλιάζει εμπρός σε τίποτε. Και συμβολική, απ’ αυτή την άποψη, γίνεται η επιστροφή της Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
Την είδα ένα βράδυ στο Κολούμπια Ραντς, λίγο έξω από το Χόλλυγουντ, εκεί όπου η Κολούμπια στήνει τα «εξωτερικά» της, δρόμους παλαιούς και νέους, γουέστερν κ.λπ. Μια μεγάλη έκταση σκεπασμένη με χιόνι, μια καλύβα, λίγα απογυμνωμένα δέντρα και παντού ισχυρότατοι προβολείς. Κόσμος και κοσμάκης και παράμερα δύο μεγάλα τροχόσπιτα-καμαρίνια, του Άντονι Κουίν και της Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Παίζουν ένα ζευγάρι εραστών σε μια ερωτική ιστορία «για μεγάλους» (σ.σ. το ρομαντικό δράμα του Guy Green “A Walk in the Spring Rain”)...
Όσο βρισκόταν στην Αμερική είχε προλάβει και το opening του Tom Jones στο ξενοδοχείο-καζίνο Flamingo του Las Vegas, στις αρχές του καλοκαιριού του 1969, η Ροζίτα Σώκου, οπότε ας κλείσουμε μ’ ένα τραγούδι από το άλμπουμ “Tom Jones / Live in Las Vegas at The Flamingo” [Decca ή Parrot, 1969], που πιάνει απόλυτα το πάθος και την έξαψη, το zeitgeist των χολλυγουντιανών πάρτυ της εποχής...
Καλή Χρονιά!
Tom Jones - Help Yourself (Live at The Flamingo, Las Vegas, 1969)