Πώς αποφάσισες να γίνεις φωτογράφος;
Σινεμά ήθελα να κάνω κι είπα να μάθω την τεχνική πρώτα και να μπω απ’ την πίσω πόρτα, να μάθω τη δουλειά κι από άλλα πόστα. Είδα, όμως, σπουδάζοντας φωτογραφία, ότι είχα ένα μέσο με το οποίο μπορούσα να εκφραστώ και να κάνω κάτι που δεν χρειαζόταν λεφτά και συνεργεία, οπότε έμεινα εκεί και το απωθημένο μου μάλλον πέρασε στη σκηνοθεσία της φωτογραφίας.
Διάβασα ότι ξεκίνησες με πιο street φωτογραφία, που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάνεις τώρα.
Ναι, ξεκίνησα με street, ασπρόμαυρη φωτογραφία, την οποία γνώρισα χάρη στον δάσκαλό μου, Πλάτωνα Ριβέλλη. Τη δουλειά αυτήν τη συνέχισα στην Αμερική για κάμποσο καιρό κι όταν πήγα στο Γιέιλ άλλαξα τεχνική. Τότε πάθαινα διάφορες κρίσεις πανικού, δεν μπορούσα να φάω κι έμενα πολύ στο σπίτι, όπου μπορούσα να φωτογραφίσω δύο πράγματα: εμένα και το σπίτι ή εμένα στο σπίτι. Το αυτοπορτρέτο είναι μια σκηνοθετημένη δουλειά.
Κι εκεί ξεκίνησες να σκηνοθετείς τις φωτογραφίες σου;
Ναι. Ήταν γύρω στο ’94-’95. Είχα κλειστεί σπίτι μου και σκηνοθετούσα τον εαυτό μου ή, μάλλον, την κατάστασή μου προσπαθούσα να σκηνοθετήσω. Στην αρχή ήμουνα εγώ μέσα στις εικόνες, αλλά στη συνέχεια υποκατέστησα τον εαυτό μου με πράγματα του σπιτιού, όπως μια άδεια κατάψυξη ψυγείου.
Πώς ξεκινάς να σκηνοθετείς μια φωτογραφία;
Απ’ το σενάριο ή από μια εικόνα; Και από τα δύο, αλλά πιο συχνά, ως φωτογράφος, αρχίζω με το οπτικό. Μπορεί να δω ένα τοπίο ενδιαφέρον καθώς και τι μπορεί να δεθεί οργανικά, ως σενάριο, μαζί του. Και τα σενάρια τα κουβαλάς μέσα σου, ανάλογα με το τι σ’ ενδιαφέρει. Είναι και μερικές φορές που το σενάριο προϋπάρχει. Θέλω, ας πούμε, να κάνω έναν άνθρωπο κρεμασμένο από ένα πολύ ψηλό δέντρο και ψάχνω να βρω το κατάλληλο δέντρο.
Αυτό πόσο καιρό μπορεί να σου πάρει;
Να βρω το δέντρο εννοείς; Δεν το ‘χω βρει ακόμα και το ψάχνω δέκα χρόνια. Εάν το ’ψαχνα, βέβαια, κάθε μέρα, μπορεί και να το ’βρισκα. Ωστόσο, υπολείπομαι και σε άλλων πραγμάτων την υλοποίηση.
Πώς γίνεται να σκηνοθετείς με τόση ακρίβεια αυτό που έχεις στο μυαλό σου; Δεν είναι λίγο βασανιστικό;
Ναι, αλλά πιο βασανιστικό μπορεί να είναι το να προσπαθείς ν’ αλιεύσεις αυτό που σου αρέσει ή που σ’ ενδιαφέρει - και αυτό το έχω κάνει, γιατί αυτό είναι η φωτογραφία δρόμου. Ακόμα κι εκεί ψάχνεις συγκεκριμένα πράγματα κι έχω περιμείνει και περπατήσει οκτάωρα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Κάποια στιγμή λες «μα, γιατί να μην το σκηνοθετήσω;». Πολλοί θεωρούν ότι η φωτογραφία είναι συνυφασμένη με την πραγματικότητα και δεν επιτρέπεται να τη σκηνοθετήσεις. Για 'μένα, το θέμα αυτό έχει λήξει προ καιρού κι απορώ πώς υπάρχει ακόμα ως ζήτημα. Εάν το πρόβλημα είναι η συνάφεια της φωτογραφίας με την πραγματικότητα, τότε το σινεμά τι είναι; Έχει και κίνηση, έχει και ήχο, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό, αλλά δεν πας στο σινεμά και λες «α, αυτό δεν έγινε». Απλώς δεν έχουμε συνηθίσει τη σκηνοθετημένη φωτογραφία, η οποία ξεκίνησε από το ‘80 και μετά, όσο κι αν προϋπήρχε σε κάποιες μορφές, όπως τα πορτρέτα. Υπήρχαν και από την αρχή της φωτογραφίας βαριά σκηνοθετημένες εικόνες. Εγώ το λέω, δεν το κρύβω, γιατί δεν έχω το κόμπλεξ μήπως μου πει κανείς «α, αυτό δεν υπήρχε». Και τι έγινε; Μια σύμβαση είναι.
Υπάρχει κάποια φωτογραφία που να σ’ έχει δυσκολέψει πιο πολύ από κάθε άλλη;
Είχα κάνει κάποιες φωτογραφίες στο μετρό του Συντάγματος. Φωτογράφιζα το πλήθος απ’ την απέναντι πλατφόρμα. Έκανα καιρό να πάρω άδεια, γιατί δεν μπορείς να κατεβάσεις τρίποδο και μεγάλες μηχανές εκεί. Την πήρα μετά από τέσσερις μήνες, έκανα τη φωτογράφιση υπό παρακολούθηση, αλλά είχα καλέσει 30 φίλους και γνωστούς, επιλεγμένες φάτσες από κάστινγκ, και τους φύτεψα ανάμεσα στον κόσμο. Οπότε, σκάναρα όλες τις λήψεις, τις έκανα ένα πλήθος πυκνό σε φάτσες και διάλεξα αυτές που μου άρεσαν - τις υπόλοιπες τις πέταξα. Μόνο η επεξεργασία μου πήρε έξι μήνες.
Πώς διαλέγεις ανθρώπους για τις φωτογραφίσεις; Καλείς κόσμο που γνωρίζεις;
Είναι το πιο εύκολο και το πιο φτηνό. Καμιά φορά έχω ηθοποιούς, αλλά συνήθως είναι γνωστοί και φίλοι. Δεν ξέρω γιατί έρχονται.
Γιατί είναι συναρπαστικό!
Μπα, όχι. Κουραστικό είναι, γιατί δεν γίνεται μια κι έξω. Το Σαββατοκύριακο είχα πάρει έναν φίλο μαζί για φωτογράφιση: μου έκανε τον βοηθό, τον συνεργάτη και το μοντέλο. Τη μία τον είχα να καπνίζει πούρο μέσα στην ντάλα αλά Ψωμιάδης (κόντεψε να κάψει τη γλώσσα του), την άλλη τον πέταγα στα νερά. Έχω και μηχανές που αργούνε, από αυτές με τις φυσούνες. Μπορεί επίσης ο καιρός να ‘ναι κακός, να φυσάει αέρας, να περιμένεις να φύγει ένα σύννεφο απ’ τον ήλιο…
Οι φωτογραφίες σου μοιάζουν πολύ καθαρές κι ευκρινείς.
Από τότε που άρχισα να σκηνοθετώ μ’ ενδιαφέρει η φιγούρα μακριά. Εάν φωτογραφίσεις μια μακρινή φιγούρα με μια μικρή μηχανή και στη συνέχεια τη μεγαλώσεις, δεν υπάρχει ευκρίνεια, ενώ με μια μεγάλη μπορείς να επικεντρωθείς σε λεπτομέρειες: μια καθαρή έκφραση στο πρόσωπο, ότι κάποιος κλαίει ή ότι μια κοπέλα έχει πασαλειμμένο κραγιόν. Αυτό δεν φαίνεται παρά μόνο με τέτοια φωτογραφία. Μόνο γι’ αυτόν το λόγο είναι ζητούμενη η ευκρίνεια. Γενικά, αποφεύγω τα φλούο, όπως αποφεύγω να βάζω τη φωτογραφία ανάμεσα σε αυτό που θέλω να πω και στον θεατή. Δεν θέλω κανείς να θυμάται ότι βλέπει φωτογραφία.
Έχουν μια άλλη προβληματική τα καινούργια σου έργα.
Πάντα υπάρχει ένα υπαρξιακό ζήτημα στα έργα σου, αλλά όχι τόσο πολιτικό όσο τώρα. Αυτήν τη φορά θέλω να βρίσκομαι πιο κοντά στο κοινωνικό ζήτημα της εποχής και δεν το κάνω για να είμαι στο πνεύμα της εποχής. Απλώς, δεν γίνεται διαφορετικά. Έχω αγωνία και δεν ξέρω αν θα έχω να πληρώσω το νοίκι αύριο. Όταν δίδασκα, πάντοτε έλεγα ότι, αν δεν διαπραγματεύεσαι μέσα από αυτό που κάνεις τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα της ζωής σου, δεν θα κάνεις ενδιαφέρουσα δουλειά. Πρέπει να σε καίει αυτό για το οποίο μιλάς.
Η τελευταία σου ατομική έκθεση το 2007 ήταν πιο «ανάλαφρη»;
Όχι, δεν έχω ανάλαφρη πλευρά. Πολύ θα ‘θελα να κάνω εικόνες που να εκφράζουν και τη θετική πλευρά της ζωής, αλλά είμαι λίγο μουρτζούφλης. Από παιδί με απασχολούν τα υπαρξιακά ερωτήματα που για πολλούς είναι βαρετά και ντεμοντέ, αλλά εγώ σε αυτά οφείλω την ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία.
Καμιά φορά έχει κανείς την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει κι οι ήρωές σου μοιάζουν πετρωμένοι.
Οι άνθρωποι που φωτογραφίζω βρίσκονται πάντα σε αυτά τα διάκενα χρόνου, σε μια στιγμή που δεν υπάρχει ακριβώς χρόνος. Εκεί μπορείς να φυτέψεις το υπαρξιακό ερώτημα. Ίσως να έχει να κάνει με τ’ ότι αυτό που ζητάω –δηλαδή το ερώτημα του τι γίνεται τώρα, τι κάνω, πού πάω- σε πιάνει σε στιγμές-παύσεις, σε στιγμές που αφαιρείσαι λίγο.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνη η φωτογραφία σου όπου μια ομάδα ανθρώπων μ’ ελληνικές σημαίες κυνηγάει ένα τζιπ μέσα σ’ ένα χωράφι, στη μέση του πουθενά. Είναι πολύ ξεκάθαρο το μήνυμα που δίνεις.
Nαι, είναι πιο ξεκάθαρο σίγουρα. Όλα αυτά τα θέματα, oι σημαίες στο ποδόσφαιρο, η εθνική ταυτότητα, το ότι είμαστε περιούσιος λαός, με απασχολούσαν εδώ και χρόνια. Βρέθηκα σε μια διάλεξη στη Φλώρινα, ήρθαν οι φοιτητές και προέκυψε αυτό. Είχα πάρει τις σημαίες μαζί, πονηρός ων, ελπίζοντας ότι θα μου «κάτσει» εκεί η φωτογράφηση.
Yπήρχε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα ή ήταν η γενικότερη πολιτική κατάσταση τέτοια που σας ώθησε να πολιτικοποιήσετε την έκθεση;
Νομίζω ότι, κάνοντας παιδιά, δεν μπορούσα πια να είμαι στον κόσμο μου, οπότε έπρεπε ν’ ασχοληθώ περισσότερο. Μη νομίζεις, ήμουν πάντα φανατικός της εφημερίδας κι έχω συνέχεια την έγνοια για το τι γίνεται γύρω. Ίσως η ενασχόληση με το υπαρξιακό ζήτημα είναι θέμα ηλικίας ή χρόνου. Άλλωστε, το δικό μου λύθηκε με τη γέννηση της πρώτης μου κόρης. Δεν το περίμενα, απλώς σταμάτησα να σκέφτομαι τον θάνατο με τέτοια επίταση.
σχόλια