«ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ σε έναν δρόμο με δύο φίλους/ ο ήλιος έδυε/ ξαφνικά ο ουρανός πήρε το κόκκινο του αίματος/ σταμάτησα, αισθάνθηκα εξαντλημένος και έγειρα στον φράχτη/ υπήρχε αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μπλε-μαύρο φιόρδ και την πόλη/ Οι φίλοι μου συνέχισαν και εγώ στάθηκα εκεί, τρέμοντας από ανησυχία/ και αισθάνθηκα μια απέραντη κραυγή να διαπερνά τη φύση»
«Η Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ έχει πολλά κοινά με τον πίνακα «Έναστρη νύχτα» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Τα δύο αριστουργήματα δημιουργήθηκαν προς το τέλος του 19ου αιώνα, με φωτεινά χρώματα, υπερβολικές μορφές και σχήματα. Και οι δύο καλλιτέχνες έδωσαν μάχη με την παράνοια στη διάρκεια της ζωής τους, αλλά η «Κραυγή» (1893) και η «Έναστρη νύχτα» είναι δύο από τα πιο διάσημα έργα τέχνης στον κόσμο σήμερα. Ποιο είναι όμως το νόημα της «Κραυγής» του Έντβαρντ Μουνκ;
Αυτό που διαφοροποιεί τον Μουνκ από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες, είναι ότι μας δείχνει μια ειλικρινή, ακόμη και άσχημη πλευρά των αγχωτικών συναισθημάτων του μέσα από τη ζωγραφική. Στην κραυγή φαίνεται ότι έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο νόημα παρά στην τεχνική δεξιότητα ή την ομορφιά που είναι ο παραδοσιακός στόχος της τέχνης.
Η «Κραυγή» δημιουργήθηκε το 1893 κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, μοναδικής στην ιστορία της τέχνης. Ο Μουνκ ζωγράφισε τον σπουδαίο πίνακα μετά το τέλος της εποχής του φωτογραφικού ρεαλισμού, όταν ζητούμενο των καλλιτεχνών ήταν να αναδείξουν τις τεχνικές ικανότητές τους και λίγο πριν οι Εξπρεσιονιστές και άλλοι καλλιτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα, δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην έκφραση των εσωτερικών συναισθημάτων τους και όχι στο πόσο ρεαλιστικά θα μπορούσαν να ζωγραφίσουν μια εικόνα ή ένα αντικείμενο.
Η «Έναστρη νύχτα» και η «Κραυγή» συνέπεσαν ανάμεσα στις δύο διακριτές περιόδους στην ιστορία της τέχνης, με τους δύο πίνακες να αναφέρονται συχνά από τους μελετητές ως η σπίθα που ξεκίνησε τη μετάβαση. Σε αντίθεση με τον Βαν Γκογκ ωστόσο, ο Έντβαρντ Μουνκ έλαβε μεγάλη προσοχή για την τέχνη του, κυρίως λόγω της διαμάχης των μέσων ενημέρωσης για την πραγματική ζωή του και την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία.
Στα ημερολόγιά του, ο Έντβαρντ Μουνκ παραδέχεται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του πάλευε με την παράνοια, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε οικογενειακό. Στην πραγματικότητα, την εποχή που ο καλλιτέχνης φιλοτεχνούσε την κραυγή, η αδελφή του βρισκόταν στο νοσοκομείο λόγω μιας ψυχικής νόσου. Αν κάνουμε μια αρκετά διεξοδική ανάλυση, οι προσωπικές ζωές των περισσότερων καλλιτεχνών δεν ήταν τα τέλεια πορτρέτα ευτυχίας. Αυτό που διαφοροποιεί τον Μουνκ από τους υπόλοιπους, είναι ότι μας δείχνει μια ειλικρινή, ακόμη και άσχημη πλευρά των αγχωτικών συναισθημάτων του μέσα από τη ζωγραφική του. Στην «Κραυγή» φαίνεται ότι έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο νόημα παρά στην τεχνική δεξιότητα ή την ομορφιά που είναι ο παραδοσιακός στόχος της τέχνης.
Σύμφωνα με τα προσωπικά ημερολόγια του Μουνκ, η ιδέα για την «Κραυγή» προέκυψε την ώρα που κοίταζε προς τα κάτω, πέρα από το νορβηγικό τοπίο, ενώ βρισκόταν σε ένα ύψωμα. Και ενώ μια βουνοκορφή ή η θέα από ένα ύψωμα μπορεί να ακούγεται ειδυλιακή, η προσωπική ερμηνεία του Μουνκ για τη φύση ήταν πολύ διαφορετική από ό, τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Ποιος είναι όμως ο συσχετισμός του αποσπάσματος του Έντβαρντ Μουνκ με τον πίνακα; Σύμφωνα με μία εκδοχή μελετητών της ιστορίας της τέχνης, ο Μουνκ περιγράφει ένα τυπικό βράδυ στη Νορβηγία, την ώρα που κάνει μια βόλτα στο ηλιοβασίλεμα με μερικούς φίλους σε ένα φιόρδ. Και ενώ μια τέτοια βόλτα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χαλαρωτική, με μια πιο προσεκτική ματιά βλέπουμε ότι ο Μουνκ περιγράφει μια στιγμή υπαρξιακής προσωπικής κρίσης. Στο φόντο του πίνακα μπορούμε να δούμε δύο ανθρώπους που απομακρύνονται (πιθανότατα είναι οι «δυο φίλοι» που περιγράφει ο Μουνκ) προς την άλλη κατεύθυνση, δημιουργώντας το αίσθημα της απομόνωσης και του φόβου που αναφέρει ο καλλιτέχνης στο απόσπασμά του. Με τον τρόπο του αληθινού εξπρεσιονιστή ζωγράφου, ο Μουνκ χρησιμοποιεί το χρώμα για να εκφράσει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις με το περιβάλλον. Ο κόκκινος ουρανός είναι οι γλώσσες της φωτιάς που γλείφουν άγρια την αδιευκρίνιστη, αλλόκοσμη φιγούρα που είναι συγκλονισμένη από το θέαμα και το μπλε-μαύρο φιόρδ φέρεται να είναι η μαύρη τρύπα της κόλασης.
Υπάρχει σίγουρα κάτι κακό στην περιγραφή του Μουνκ για το τοπίο της «Κραυγής», άλλωστε η επαναλαμβανόμενη χρήση της λέξης «αίμα» σε συνδυασμό με το στροβίλισμα και τις περιστροφικές κινήσεις των ζεστών χρωμάτων του φόντου, καταδεικνύουν σωματική βία. Ποια είναι όμως η πηγή της βίας σε αυτό το φαινομενικά απομονωμένο τοπίο στη Νορβηγία; Ορισμένες πηγές των ιστορικών Τέχνης αναφέρουν ότι σε μικρή απόσταση από το τοπίο που απεικονίζεται στον πίνακα, βρισκόταν ένα σφαγείο. Η εγγύτητα του σφαγείου θα μπορούσε κάλλιστα να αντιπροσωπεύει τις επανειλημμένες αναφορές του Μουνκ στο αίμα.
Μαζί με το σφαγείο, πολύ κοντά στο τοπίο του πίνακα, βρισκόταν και το ψυχιατρικό άσυλο όπου νοσηλευόταν η αδελφή του Μουνκ, κάτι που μας προκαλεί να αναρωτηθούμε: Ποιος είναι τελικά το θέμα στην κραυγή; Ενώ είναι προφανές ότι ο πίνακας είναι μια αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του καλλιτέχνη, λόγω της ασάφειας του φύλου του ατόμου, το πρόσωπο που απεικονίζεται στην κραυγή, θα μπορούσε να είναι ο συνδυασμός του Έντβαρντ Μουνκ και της άρρωστης αδελφής του.
Ο Μουνκ δημιούργησε διάφορες εκδοχές της «Κραυγής» με διάφορα μέσα. Το Μουσείο Μουνκ έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές, αυτήν του 1910. Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή, την παλαιότερη από το 1893. Μια τέταρτη εκδοχή, με παστέλ, είναι στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέτερ Όλσεν. Επίσης, ο Μουνκ δημιούργησε και μια λιθογραφία της εικόνας.
Ο Έντβαρντ Μουνκ που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1863 και δεν παντρεύτηκε ποτέ, αποκαλούσε τους πίνακές του «παιδιά του» και δεν άντεχε να τους αποχωριστεί. Μετά το θάνατό του το 1944, στην ηλικία των 80 οι αρχές ανακάλυψαν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του μια συλλογή του από 1.008 έργα ζωγραφικής, 4.443 σχέδια και 15.391 εκτυπώσεις, καθώς και ξυλογραφίες, λιθογραφίες, ξυλόγλυπτα, χαλκογραφίες και φωτογραφίες.
σχόλια