ΓΝΩΣΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ που έχει γράψει για άλλους επιφανείς και «άγριους» άνδρες των γραμμάτων και των τεχνών όπως ο Έντβαρντ Μουνκ και ο Φρίντριχ Νίτσε, η Σου Πριντό ξεκινά το νέο της βιβλίο που έχει τίτλο “Wild Thing: A Life of Paul Gauguin”, με μια περιγραφή των χαμένων δοντιών του μεγάλου κι αμφιλεγόμενου ζωγράφου. Τέσσερα από αυτά ανακαλύφθηκαν το 2000 σε ένα πηγάδι κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν η τελευταία του καλύβα στη Γαλλική Πολυνησία.
Για οποιονδήποτε λόγο, ο καλλιτέχνης τα είχε κρύψει εκεί σε ένα βάζο, και η έρευνα που έκανε το Human Genome Project απέδειξε ότι ήταν δικά του. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι τα δόντια θα μπορούσαν επίσης να προσφέρουν πειστικές αποδείξεις για τη δημοφιλή πεποίθηση ότι ο Γκογκέν ήταν «το κακό παιδί που διέδωσε τη σύφιλη στις Νότιες Θάλασσες». Όμως κανένα ίχνος θεραπείας για την ασθένεια – αρσενικό ή υδράργυρος – δεν ανακαλύφθηκε. «Ποιους άλλους μύθους επιμένουμε να συντηρούμε για τον Γκογκέν;», αναρωτιέται η Πριντό, καθώς ξεκινά την επανεκτίμηση της ζωής του.
Το έργο της αυτό βοηθάει η ανακάλυψη ενός χειρόγραφου 213 σελίδων το 2020, με τίτλο Avant et après [«Πριν και μετά»], που έγραψε ο Γκογκέν κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων απελπισμένων χρόνων του στα νησιά Μαρκέζας. Στο βιβλίο της, η συγγραφέας αμφισβητεί την καθιερωμένη καρικατούρα του Γκογκέν ως ένα είδος σκληροπυρηνικού ελευθεριάζοντα – αντιθέτως, περιγράφει λεπτομερώς, για παράδειγμα, τη σημασία μιας σειράς από νομικές μάχες που έδωσε πεισματικά ο Γκογκέν για λογαριασμό των ντόπιων Πολυνησίων στα γαλλικά αποικιακά δικαστήρια.
«Η αρετή, το καλό, το κακό δεν είναι παρά λέξεις, εκτός αν κάποιος τις διαλύσει για να χτίσει κάτι καινούριο μ’ αυτές», σημείωνε στα «αποχαιρετιστήρια» απομνημονεύματά του, και φαινόταν να το πιστεύει αυτό μέχρι και το μοναχικό του τέλος.
Η παιδική ηλικία του Γκογκέν διαμορφώθηκε από δύο ισχυρές γυναίκες. Η γιαγιά του, η Φλόρα Τριστάν, την οποία θαύμαζε ο Καρλ Μαρξ, επέζησε από την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος της από τον βίαιο σύζυγό της (η σφαίρα έμεινε καρφωμένη κοντά στην καρδιά της) για να εξελιχθεί σε διάσημη πρωτοπόρο του φεμινισμού και του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Η μητέρα του, Αλίν, ταξίδεψε ως χήρα μόνη της στο Περού για να διεκδικήσει την οικογενειακή της κληρονομιά, ενώ ο μικρός Γκογκέν απολάμβανε μια «άγρια», επηρεασμένη από τις θεωρίες του Ρουσό, παιδική ηλικία, στην οικογενειακή έπαυλη.
Ως νεαρός στο Παρίσι, ο Γκογκέν δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την τέχνη. Ακολούθησε μια επιτυχημένη καριέρα ως χρηματιστής, μέχρι που έχασε τη δουλειά του μετά το τραπεζικό κραχ του 1882. Είχε πρωτοπάρει ένα μολύβι και είχε αρχίσει να ζωγραφίζει όταν η νεαρή Δανή σύζυγός του, η Μέτε, έμεινε έγκυος λίγο μετά τον γάμο τους. Ήταν άνεργος, αλλά το χόμπι του έγινε η εμμονή του. Η οικογένεια μετακόμισε στη Δανία για να εξοικονομήσει χρήματα, αλλά ο Γκογκέν ήταν ήδη μόνιμος – και κατά κανόνα νηφάλιος – θαμώνας στα μπαρ των ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι, επιστρέφοντας στο σπίτι του όταν οι συνάδελφοί του καλλιτέχνες ολοκλήρωναν τα μεθυσμένα βράδια τους στους οίκους ανοχής της πόλης.
Καθώς όμως η οικογένειά του μεγάλωνε, και χωρίς προοπτική εισοδήματος, ο Γκογκέν αποφάσισε να δραπετεύσει, αρχικά στη Βρετάνη, αναζητώντας την άγρια φύση της μέσης ηλικίας. «Πρέπει να θυμάσαι», έγραφε στη Μέτε, «ότι έχω δύο φύσεις, την άγρια και την ευαίσθητη. Βάζω την ευαίσθητη σε αναμονή, για να επιτρέψω στην άγρια να προχωρήσει ανεμπόδιστα». Η απάντησή της δεν καταγράφεται. Η ζωγραφική του στη Βρετάνη απελευθερώθηκε περαιτέρω μετά από μια ατυχή θητεία στην εταιρεία κατασκευής της Διώρυγας του Παναμά. Επιστρέφοντας στην πατρίδα, σταμάτησε στη Μαρτινίκα, όπου έπαθε ελονοσία, δυσεντερία και ηπατίτιδα, βρήκε όμως έναν τρόπο να ζωγραφίζει που τον επανέφερε πλήρως στη ζωή.
Κάποιοι από τους πίνακες της Μαρτινίκας αγοράστηκαν από τον Τέο Βαν Γκογκ, ο αδελφός του οποίου, ο Βίνσεντ, έγινε ένθερμος θαυμαστής του απόκοσμου συνδυασμού φωτός και χρωμάτων του Γκογκέν. Η αφήγηση του βιβλίου στέκεται στη μοιραία διαμονή του με τον Βίνσεντ στην Αρλ το 1888, όπου όταν έφτασε ο Γκογκέν, ανακάλυψε ότι ο Βαν Γκογκ είχε στολίσει την κρεβατοκάμαρά του με πολλούς γιγάντιους πίνακες με ηλιοτρόπια και ότι είχε αγοράσει δώδεκα καρέκλες στις οποίες φανταζόταν ότι θα μπορούσαν να καθίσουν οι (αγνώστου ακόμη ταυτότητας) μαθητές τους.
«Κουρασμένος από τη διαδρομή με το τρένο, και ζαλισμένος από την υπερφόρτιση των χρωμάτων στους πίνακες... ο Γκογκέν αντέδρασε άσχημα», γράφει η Πριντό. Όταν, μετά από εννέα τρελές και δημιουργικές εβδομάδες, ο Γκογκέν ανακοίνωσε ότι φεύγει, ο Βαν Γκογκ πέταξε ένα ποτήρι αψέντι εναντίον του και του επιτέθηκε με ένα ξυράφι – το ίδιο ξυράφι, όπως ανακάλυψε ο Γκογκέν, που είχε χρησιμοποιήσει ο Βαν Γκογκ για να κόψει το αυτί του.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι και στα δικά του τελευταία και βασανισμένα χρόνια, καθώς υπέφερε από έντονους και διαρκείς πόνους στο πόδι του, το οποίο είχε σακατέψει σ’ έναν καυγά, από την εξελισσόμενη τύφλωση και τον εθισμό του στη μορφίνη, ο Γκογκέν, φαίνεται ότι αναπολούσε όλο και περισσότερο εκείνες τις εβδομάδες με τον Βαν Γκογκ. Ενώ ήταν στην Πολυνησία, παράγγελνε ηλιόσπορους από την Γαλλία για τον τροπικό του κήπο.
Ήταν 42 ετών όταν είχε φύγει για την Ταϊτή, με υποσχέσεις στη Μέτε και τα πέντε παιδιά τους ότι μόλις έκανε περιουσία του, θα επέστρεφε αμέσως στην πατρίδα. Ωστόσο, για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα δώδεκα χρόνια της ζωής του, παρέμεινε σε ανήσυχη αναζήτηση των παραδείσων που η ζωγραφική του έμοιαζε με λαχτάρα να απεικονίζει. Αυτή η περίοδος θέτει τον σύγχρονο επιμελητή ή βιογράφο μπροστά σε ένα δίλημμα.
Από τη μία πλευρά, οι πίνακες που φιλοτέχνησε ο Γκογκέν τον καθιστούν, αναμφισβήτητα, έναν κύριο μοχλό της σύγχρονης προσπάθειας για την «αποαποικιοποίηση» της γκαλερί, έναν πρωτοποριακό φορέα ανατροπής των «δυτικών» ιδεωδών της ομορφιάς και προώθησης της κουλτούρας των αυτόχθονων πληθυσμών. Ταυτόχρονα όμως, για όσους επιμένουν να εφαρμόζουν σύγχρονες ηθικές κρίσεις στο παρελθόν, ήταν ένα «τέρας» που χρησιμοποίησε κορίτσια στην εφηβεία ως ερωμένες, «συζύγους» και «μούσες».
Στο βιβλίο της, η Πριντό εξετάζει ενδελεχώς τα γεγονότα και τα «συμφραζόμενα» της ζωής του ζωγράφου στη Νότιες Θάλασσες, αρνείται όμως να κρίνει τις επιλογές του, αφήνοντας τον Γκογκέν να κατασκευάσει τον δικό του επιτάφιο: «Η αρετή, το καλό, το κακό δεν είναι παρά λέξεις, εκτός αν κάποιος τις διαλύσει για να χτίσει κάτι καινούριο μ’ αυτές», σημείωνε στα «αποχαιρετιστήρια» απομνημονεύματά του, και φαινόταν να το πιστεύει αυτό μέχρι και το μοναχικό του τέλος.
Με στοιχεία από The Guardian