Ο Γάλλος φιλόσοφος Roland Barthes λέει πως όταν σου ζητάνε να μιλήσεις για τον θάνατο, είναι σαν να σου ζητάνε να μιλήσεις για κάτι που δεν γνωρίζεις. Να μιλήσεις είναι αδύνατο, η σιωπή όμως είναι αβάσταχτη. Έναν χρόνο μετά την απώλεια του σπουδαίου ποιητή, τραγουδιστή και στοχαστή Leonard Cohen, εμείς που αγαπήσαμε τον ίδιο, τις σκέψεις, τη μουσική και τις λέξεις του αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που χάνουμε από έναν καλλιτέχνη με τον οποίο η μόνη σχέση που είχαμε δεν ήταν πότε προσωπική αλλά σχεδόν πάντα περνούσε μέσα από τα media. Τα συναισθήματα θλίψης γεννιούνται ακριβώς επειδή τους ανθρώπους που χάνουμε, έστω τους πολύ μακρινούς που μας σφράγισαν με τη σκέψη και τη δράση τους, δεν μπορούμε να τους αντικαταστήσουμε.
Ανήμποροι να αφηγηθούμε τη δική μας ζωή, πώς θα αφηγηθούμε τη ζωή των άλλων; Σε πείσμα του θανάτου, ίσως η μόνη μας αντίσταση είναι να προσπαθούμε να θυμηθούμε, να εξιστορούμε, να αναπλάθουμε και να ανακατασκευάζουμε τις ζωές μας και τις ζωές των άλλων, οικείων και μη, μέσω του λόγου και της μνήμης. Ο Leonard Cohen δεν υπήρξε επαναστάτης, δεν ενεπλάκη έντονα σε πολιτικούς αγώνες και κοινωνικά ζητήματα, δεν προσπάθησε να είναι καθοδηγητής των ανθρώπων που συγκλονίστηκαν από τη μουσική του. Αν ο David Bowie θόλωσε τα σύνορα της κοινωνικής ταυτότητας, του τι σημαίνει να είσαι άντρας και τι γυναίκα, ιδιαίτερα με την περσόνα του Ziggy Stardust, και αν οι Pink Floyd μας ζήτησαν να γκρεμίσουμε τον «τοίχο», ο Cohen, μέσα από τον στίχο του, δεν μας παροτρύνει να γίνουμε «κάτι» αλλά, αντίθετα, αρκείται να κάνει, κάποιες στιγμές, μια διακριτική κριτική στην πολιτική και στην εξουσία με τραγούδια όπως τα «First we take Manhattan», «The Future» και «Democracy».
«Έχω τρία στοιχεία υπέρ μου. Έχω πολύ κακή φωνή, δεν μπορώ να τραγουδήσω ούτε μία νότα. Επίσης, είμαι αδύνατος και μικρόσωμος. Και είμαι Εβραίος. Το μόνο πράγμα εναντίον μου είναι ότι παίζω υπερβολικά καλά κιθάρα».
Φοιτητής των πανεπιστημίων McGill και Columbia, συνήθιζε να ντύνεται με κουστούμια και δεν ταυτίστηκε με το αριστερό ρεύμα που κυριαρχούσε όταν πρωτοξεκίνησε να τραγουδά. Ακόμα και αν θέλαμε να τον εντάξουμε, ενδεχομένως, στους φιλοσοφικούς και πολιτικούς προβληματισμούς της αριστερής σκέψης, ο ίδιος λέει στο τραγούδι του «Democracy»: «I 'm neither left or right». Δεν θα έλεγα ότι δεν τοποθετήθηκε σε κάποιον ιδεολογικό χώρο, όμως ήταν πολύ εσωστρεφής ως προσωπικότητα για να παρουσιαστεί στο κοινό με ένα όραμα και να προτείνει πολιτικές κατευθύνσεις. Ίσως αυτό να σημαίνει «σπουδαίος καλλιτέχνης», αυτός που δεν θεωρεί ότι γνωρίζει κάτι που το κοινό αγνοεί. Εξάλλου, το έχει πει και ο ίδιος: «Πάντα οι άλλοι δίνουν τον τίτλο της ποίησης στον ποιητή ή στο ποίημα». Επίσης, είχε πει ότι δεν πίστευε πως είχε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα να μοιραστεί με τον κόσμο.
Τον Cohen τον απασχόλησε κυρίως η ανθρώπινη συνθήκη, από την οποία δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε το πολιτικό στοιχείο – κάτι που ούτε ο ίδιος έκανε. Μελετητής της ποίησης του Pound, του Eliot και του Lorca, της φιλοσοφίας του Camus και του Sartre, ο έρωτας, η απώλεια, η μελαγχολία αλλά και η θρησκεία ήταν γι' αυτόν ό,τι σημαντικότερο. Το στοιχείο της δυτικής θρησκευτικής εμπειρίας είναι βαθιά ενσωματωμένο στην ποίησή του, με όλη την ενοχή και την κάθαρση που αυτή εμπεριέχει. Ξεκινά να γράφει ποίηση το 1949, όμως, αφού συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ζήσει με όσα κέρδιζε από τα βιβλία, αποφάσισε να δοκιμαστεί στο τραγούδι. Ο Bob Dylan είχε δημιουργήσει ήδη ένα πεδίο στην ποπ σκηνή όπου τα ποιήματα μπορούσαν πλέον να γίνουν τραγούδια. Με τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ που τον χαρακτήριζαν πάντα, ο Cohen είχε πει: «Έχω τρία στοιχεία υπέρ μου. Έχω πολύ κακή φωνή, δεν μπορώ να τραγουδήσω ούτε μία νότα. Επίσης, είμαι αδύνατος και μικρόσωμος. Και είμαι Εβραίος. Το μόνο πράγμα εναντίον μου είναι ότι παίζω υπερβολικά καλά κιθάρα».
Ο στίχος του αγγίζει τους υπαρξιακούς προβληματισμούς μας. Μέσα από το φίλτρο της μελαγχολίας τραγουδά για τις ρωγμές που δημιουργούνται από τη σχέση μας με τους άλλους και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Cohen μπορεί να προσεγγίσει τους αναγνώστες\ακροατές του ακριβώς επειδή στην προσωπική του εμπειρία βρίσκουμε αναφορές στον έρωτα, στον πόνο καθώς και στο ευάλωτο της ανθρώπινης ζωής, στοιχεία που αφορούν όλους. Του έχει ασκηθεί έντονη κριτική ότι ο στίχος του είναι εξαιρετικά αυτοαναφορικός και ότι οι γυναίκες έχουν θέση στα τραγούδια του μόνο με την έννοια της σεξουαλικής απόλαυσης, ότι υμνείται μόνο η σάρκα και η ομορφιά. Όσοι έχουμε ακούσει προσεκτικά το «Suzanne» και το «So long, Marianne» δεν μπορούμε παρά να διαφωνήσουμε. Συγκεκριμένα, στο τελευταίο λέει «You left when I told you I was curious, I never said I was brave». Αν υπήρχε κάτι στις σχέσεις του που δεν του άρεσε δεν ήταν οι γυναίκες αλλά ο ίδιος του ο εαυτός. Το συναίσθημα της κατάθλιψης δεν ισοδυναμούσε πάντα με παραίτηση και καταστροφή, αν και ο Cohen έζησε ισχυρούς νευρικούς κλονισμούς και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές.
So long, Marianne
Η θρησκεία υπήρξε από τα κυρίαρχα θέματα της στιχουργικής του, π.χ. στο «Who by fire, If it be your will» και «Here it is», αν και ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε ότι εκεί βρίσκεται κάποιο είδος λύτρωσης. Παρέμεινε πιστός στον ιουδαϊσμό αν και ο χριστιανισμός, η εικόνα του Χριστού καθώς και του σταυρού εντοπίζονται άμεσα ή έμμεσα στους στίχους του. Μελετητής της Βίβλου και της φιλοσοφίας των θρησκειών, έζησε για πέντε χρόνια σε μοναστήρι βουδιστών ως μοναχός. Ο βουδισμός όμως δεν τον επηρέασε όσο οι δυτικές θρησκείες και όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε πως ο κίνδυνος στον βουδισμό είναι ότι σε κάνει να πιστεύεις ότι σε αυτόν θα βρεις τη σωτηρία. Στοχαστικός, αλλά αναποφάσιστος, μπλέκει όπως κανένας άλλος ποιητής την κοσμικότητα με τη θρησκευτικότητα στους στίχους του. Ο Cohen κάνει το ιερό κοσμικό και το κοσμικό ιερό, διαρρηγνύοντας αυστηρά τα μεταξύ τους όρια.
Έφηβος και μελλοθάνατος, στο τελευταίο του άλμπουμ έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για τη συμφιλίωση με τον θάνατο. Στο «You want it darker» απευθύνεται στον Θεό:
If you are the dealer, I 'm out of the game
If you are the healer, it means I 'm broken and lame
If thine is the glory then mine must be the shame
You want it darker
We kill the flame
Παρουσιάζει έναν πολύ δυσάρεστο θεό, τον οποίον αντιπαραθέτει στην ευάλωτη και εύθραυστη ανθρώπινη κατάσταση. Δεν επιδιώκει να γιατρέψει, αντίθετα ζητά να γίνουν όλα πιο σκοτεινά, ενώ ήδη κυριαρχεί το σκοτάδι.
Magnified, sanctified, be thy holy name
Vilified, crucified, in the human frame
A million candles burning for the help that never came for love that never came
You want it darker
Η αγιοποίηση εκείνου που δεν μας έφερε ούτε τη βοήθεια ούτε την αγάπη που ελπίσαμε. Ο Θεός αποϊεροποιείται, αν και όχι ρητά, και το νόημα της θρησκείας δεν ολοκληρώνεται. Στην τελευταία του δημόσια συνομιλία με τον Θεό ο Cohen είναι επικριτικός – θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον αποδομεί, ίσως και ότι τον αποκαθηλώνει. Η συμβολική αξία του λόγου του σε συγκινεί και ενώ θεωρείς πως ο ποιητής αποφασίζει στο τέλος για τη σχέση του με τον Θεό, δεν παραιτείται και όταν τραγουδά «Hineni, Hineni, I 'm ready, my Lord» καθιστά την αποδοχή ενός δυσάρεστου θεού ακόμα πιο αινιγματική και ταυτόχρονα συγκλονιστική. «Hinenei, Hineni» είπε ο Αβραάμ στον Θεό όταν του ζήτησε να θυσιάσει τον γιο του. Το ίδιο λέει και ο Cohen, είναι έτοιμος. Για τι ακριβώς, όμως, δεν ξέρει, καθώς, όπως είπε παραπάνω, όσα περίμενε δεν ήρθαν.
Αυτό το κείμενο ίσως να είναι ένα αντίο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ένα δώρο για να βγάλουμε την υποχρέωση σε αυτούς που μας πρόσφεραν πολλά. Αν και πεπερασμένα όντα, δημιουργούμε σχέσεις χωρίς όρια, που δεν καθορίζονται από τον χρόνο και τον χώρο. Γι' αυτό και το αντίο σ' εκείνους που μας συγκλόνισαν δεν είναι ποτέ οριστικό. Αντίο σημαίνει εις το επανιδείν. Σε κάθε νότα, συναντιόμαστε. Αντίο, Λέοναρντ.
You want it darker