Μέσα της δεκαετίας του ’70 κι ο πατέρας μου μιλάει στο τηλέφωνο μ έναν φίλο του. Είμαι στο διπλανό δωμάτιο, κάνω πως κοιτάζω έξω, αλλά έχω στήσει αυτί.
«Όχι, μην έρθεις, θα λείπω. Ναι, με τον Αλέκο.. Ε αφού ξέρεις, θέλει κάθε βράδυ έξω. Δεν καταλαβαίνω πώς αντέχει, αυτός ο άνθρωπος. Πρωί μαζευόμαστε σπίτια μας. Απόψε θέλει να κλείσω πάλι στου Τσιτσάνη».
Ο μπαμπάς μου κάνει πως ταλαιπωρείται, αλλά ξέρω πως περνάει τέλεια μαζί του.
Σχεδόν κάθε βράδυ ξεπορτίζει με τον Παναγούλη και τις παρέες τους και του δίνουν και καταλαβαίνει. Έχουν τιμήσει όλες τις ταβέρνες της Αττικής και όλα τα μπουζουξίδικα και τα κάθε είδους ξενυχτάδικα Αθηνών και περιχώρων.
Ζηλεύω τόσο πολύ, γιατί τον θαυμάζω τον Παναγούλη και θέλω πολύ να τον γνωρίσω κι εγώ, αλλά εμποδίζομαι.. Παρακολουθώ όσα κάνει, όσα λέει κι όσα γράφονται γι’ αυτόν. Τον μελετάω. Βρίσκω συγκλονιστική τη ζωή του, τις επιλογές του, τις πράξεις του, το πείσμα να υπερασπιστεί αυτό που πιστεύει, το χιούμορ του, το πώς άντεξε τόσο βάρβαρα και αποκρουστικής σύλληψης βασανιστήρια... Διαβάζω τα ποιήματά του που έγραφε στις φυλακές του Μπογιατίου, εκείνα τα ποιήματα στον τοίχο του κελιού του ή στα μικρά χαρτάκια, με το αίμα του.
Στο μυαλό μου είναι κάτι σαν Προμηθέας. Γενναίος και πεισματάρης. Ένα σύμβολο ελευθερίας!
Μου έκανε εντύπωση που έβλεπε την αντίσταση και ως μια «προσωπική» υπόθεση και που είχε αποφασίσει να παλέψει μόνος, μαζί της. Ο Παναγούλης δήλωνε πως θεωρούσε τον εαυτό του προσωπικό αντίπαλο ενός ολόκληρου δικτατορικού καθεστώτος. Ο αγώνας για δημοκρατία αλλά και η γελοιοποίηση των χουντικών, πίστευε πως ήταν εντελώς δική του υπόθεση.
Θαυμασμός μαζί και δέος, και περιέργεια. Και έρωτας; Ποιος ξέρει...
Κρυφακούω πάντα, όταν ο μπαμπάς τού μιλάει στο τηλέφωνο. Συνέχεια τον παρακαλάω να με πάρει κι εμένα μαζί του, όταν βγαίνουν και συνέχεια μου αρνείται. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μου επιτρέπεται να γνωρίσω κι εγώ, αυτόν τον μύθο, τον Αλέκο και να δω με τα μάτια μου, αν είναι πραγματικός.
(Μόνο μια φορά τον είδα τυχαία, από μακρυά, στην Κολοκοτρώνη, ενώ έμπαινε στο γραφείο του.)
Δεν σταματάω ωστόσο, να προσπαθώ..
Του το ξαναλέω, επιστρατεύοντας όση μαλαγανιά διαθέτω.
Και αυτή τη φορά, επιτέλους, εισακούγομαι.
Αν και το ραντεβού είναι για τις εννιάμισι, σε μια ταβέρνα στην Καισαριανή και στη συνέχεια μετά τις δώδεκα, στου Τσιτσάνη, το στόλισμά μου ξεκινάει από νωρίς το απόγευμα.
Δεν μπορώ να βρω τι θα φορέσω, τα παπούτσια μου είναι χάλια, τα μαλλιά δε στρώνουν, να βάψω τα μάτια ή να μην τα βάψω; (η Φαλάτσι, που του αρέσει, τα βάφει πάντα με μια χοντρή γραμμή άι λάινερ), έχει μείνει Channel 5 στο μικρό μπουκαλάκι;
Κοιτάζω στον καθρέφτη και πρώτη φορά βρίσκω τον εαυτό μου τόσο άσχημο και ατσούμπαλο. Μεγάλο άγχος και νευρικότητα, κάνω το σπίτι άνω κάτω, δε βρίσκω τίποτε να μ αρέσει...
Η ώρα πλησιάζει κι εγώ δεν είμαι έτοιμη και το χειρότερο, δεν προβλέπεται να είμαι, πριν από μεθαύριο.
Θα δω πρώτη φορά τον ήρωά μου και έχω τα μαύρα χάλια μου.
«Πρέπει να δείχνεις απλή κι ανεπιτήδευτη», λέω στον εαυτό μου, «κι αν είναι δυνατόν, να πεις ότι ήσουν σ’ ένα μάθημα και προσκλήθηκες τελευταία στιγμή σ’ αυτήν τη έξοδο. Γι’ αυτό είσαι έτσι ατημέλητη». Θα πιάσει;
Παρατηρώ ότι αρχίζει να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο. Πίνει και τραγουδάει. Ξαναβγάζει το σακάκι του. Με κοιτάζει με νόημα, μου το δίνει σαν να είναι μωρό και λέει συνομωτικά: «Αν θες, βάλ’ το πάνω στα πόδια σου, εγώ θα το λερώσω σίγουρα».
Κατά τις 9:40 φτάνουμε στην ταβέρνα, όπου εγώ νομίζω ότι θα είμαστε ο Παναγούλης, ο μπαμπάς μου, η κοινή φίλη τους Σοφία Ασημακοπούλου κι εγώ. Στην ταβέρνα, όμως, γίνεται διαδήλωση. Το τεράστιο μακρόστενο τραπέζι όπου κάθεται, μοιάζει με τραπέζι γάμου. Πάνω από τριάντα άτομα.
Ανοίγουμε δρόμο, περνάμε, πλησιάζουμε, μας βλέπει, κάνει χώρο κοντά του, συστηνόμαστε και με βάζει να καθίσω δίπλα του.
Στην καρδιά μου αρχίζει να παίζει ορχήστρα κρουστών! Είναι δίπλα μου, σε απόσταση εκατοστών, σχεδόν ακουμπούν οι αγκώνες μας, μου πιάνει το χέρι που τρέμει, ρωτώντας με αν πρέπει να μου βάλει κρασί, αν επιτρέπεται δηλαδή στην ηλικία μου, τραυλίζω κάτι σαν «ναι, βάλτε μου δεν είμαι μικρή», μου βάζει ενώ ταυτόχρονα μιλάει με όλους στο τραπέζι, συνεχώς έρχονται διάφοροι που του σφίγγουν το χέρι και τον φιλάνε, λέει αστεία, χαιδεύοντας το μουστάκι του, γελάει δυνατά, γέρνοντας το κεφάλι πίσω, ρουφάει όλες τις ωραίες στιγμές, πού και πού γυρίζει και μου χαμογελάει, ώσπου ξαφνικά μου ρίχνει τη ρουκέτα:
«Και εσύ τι είπαμε πως θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;»
Μου ’ρχεται να του πω: «Ερωτευμένη μαζί σου. Αυτό θα γίνω. »
Του λέω: «Θα σας πω αργότερα, όταν θα πάμε στου Τσιτσάνη. Μετά από κάποιο τραγούδι του».
«Ποιο τραγούδι; Για να προετοιμαστώ».
Ποιος ξέρει τι εικόνα παρουσιάζω και πόσο έχω κοκκινίσει, γιατί από δίπλα ο πατέρας μου με κοιτάζει περίεργα, το ίδιο και ο αδελφός του ο Στάθης απέναντι, και πιο περίεργα -παραδίπλα- η πολύ όμορφη τραγουδίστρια Λίτσα Σακελλαρίου, που φαίνεται να μην εγκρίνει καθόλου το πίτσι πίτσι μας, που δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει.
Τον ρωτάω κάτι ανόητο, μπας και επανέλθει η σωστή θερμοκρασία:
«Δε ζεσταίνεστε με το κοστούμι;»
«Είχα μια ομιλία πριν, γι’ αυτό το φοράω», μου λέει.
Βγάζει το σακάκι και το φοράει στην πλάτη της δικής μου καρέκλας.
«Σε καθιστώ υπεύθυνη. Έχω σημαντικά πράγματα στις τσέπες. Θυμήσου να το πάρεις φεύγοντας».
Τι είπε τώρα; Τι ήταν αυτό; Προστακτική; Οικειότητα; Ό,τι και να ήταν, σήμαινε την κήρυξη των εργασιών μιας ανείπωτης τρυφερότητας μέσα μου, που δεν έσβησε ποτέ και κρατάει ακόμη ολοζώντανη.
Λίγες ώρες μετά, στου Τσιτσάνη, με το που μπαίνει μέσα και τον βλέπουν, σηκώνεται όλο το μαγαζί και χειροκροτάει. Και ο Τσίλας του χαμογελάει από το πατάρι, τελειώνει το τραγούδι και λέει:
«Καλώς τον Αλέκο τον δικό μας, με την παρέα του».
Ξανά χειροκροτήματα. Ο κόσμος τον λατρεύει. Από παντού έρχονται λουλούδια.
Παρατηρώ ότι αρχίζει να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο. Πίνει και τραγουδάει. Ξαναβγάζει το σακάκι του. Με κοιτάζει με νόημα, μου το δίνει σαν να είναι μωρό και λέει συνομωτικά:
«Αν θες, βάλ’ το πάνω στα πόδια σου, εγώ θα το λερώσω σίγουρα».
Εκείνη την ώρα ξεκινάει η εισαγωγή της «Σκοτούρας». Βάζει ξανά ουίσκι κι αρχίζει να τραγουδάει:
«Μες στη πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ’ αγαπήσω».
Σκύβω στο αυτί του και του λέω:
«Δημοσιογράφος!»
Γυρίζει ξαφνιασμένος:
«Πού ’ν’ τος; Ποιος;»
«Δεν είπα πριν, ότι θα σου πω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, μετά από κάποιο τραγούδι;»
Σιγά μην το θυμόταν.. Γι αυτό και με ρωτάει αφηρημένα:
«Α, ναι. Και γιατί διάλεξες αυτό το τραγούδι;»
Εδώ βάζω όσο θάρρος και θράσος είχα και του λέω μέσα απ τα δόντια μου:
«Γιατί έδινα εξετάσεις την περίοδο που σε είδα από μακρυά».
Βάζει τα γέλια. «Ε, αυτό τώρα, σηκώνει ποτό!»
Ναι, καλά αυτό περίμενε...
ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ και μετά, όλος ο κόσμος γύρω και μέσα μου γίνεται ένας άλλος κόσμος. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες, τα περιστατικά, οι κουβέντες, τα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα μετά από τα γλέντια, η υπόσχεσή μου ότι, ναι θα γίνω δημοσιογράφος, η υπόσχεσή του, ότι ναι θα μιλήσω στον Τεγόπουλο, να σε δοκιμάσουν, σημασία έχει, ότι εκείνη η χρονιά ήταν από τις πιο φωτεινές στη ζωή μου – η επόμενη όμως, καταφέρνει να μου δώσει τον πιο μεγάλο πόνο τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του ’76:
«Σκότωσαν τον Αλέκο!» ουρλιάζει η Σοφία στο τηλέφωνο.
Ο πατέρας μου φεύγει σαν τρελός, να πάει στη Βουλιαγμένης. Η μαμά μου κλαίει στη βεράντα.
Τηλεφωνώ εκεί που εργάζομαι, ως ρεπόρτερ, στην "Ελευθεροτυπία".
Ανάστατοι όλοι.
«Πάω στη Βουλιαγμένης;» λέω στον Σκούρα.
«Φύγε αμέσως, πάρε και φωτογράφο και μετά πήγαινε κατευθείαν Γλυφάδα στην κυρία Αθηνά. Θέλω ρεπορτάζ από παντού. Κανονίστε και ποιοι θα πάνε μετά νεκροτομείο».
Μου κλείνει το τηλέφωνο. Εγώ το κρατάω ακόμη στο αυτί μου.
«Μες στη πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ αγαπήσω». Τι σημασία έχουν τα ρεπορτάζ, οι φωνές, τα συνθήματα, τα κλάματα, οι ουρές του κόσμου δίπλα στο σμπαραλιασμένο Μιραφιόρι που του είχε κάνει δώρο η Φαλάτσι; Τι σημασία έχει το πώς θα κάνω αυτό το γαμημένο ρεπορτάζ;
Φτάνω εκεί, το ίδιο λεπτό με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Είναι κάτωχρος και μιλάει σιγά με τους αστυνομικούς. Τον παρατηρώ από πολύ κοντά. Μοιάζει αμήχανος. Ρωτάει να μάθει τι ακριβώς έγινε. Κρατάω το μαγνητοφωνάκι κοντά στο στόμα του, αλλά μετά από λίγο, δεν ακούω λέξη απ όσα λέει. Το κεφάλι μου βαραίνει και βουίζει. Παρουσιάζω κενό μνήμης.
Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από εκεί. Μόνο ότι το χέρι μου έτρεμε, όταν σημείωνα μετά πληροφορίες, από αστυνομικούς και γείτονες.
Στη Γλυφάδα μετά, στο σπίτι του, δημιουργείται μια εικόνα που με στοιχειώνει ακόμη. Μια εικόνα, μουσκεμένη στα δάκρυα, στην οποία περιέχονται όλοι οι φίλοι του Αλέκου, ο ανθισμένος κήπος, οι δημοσιογράφοι που ρωτάνε, το ακουστικό του τηλεφώνου που κάποιος κατέβασε για να μη χτυπάει συνέχεια και ένα αγκάθινο στεφάνι στο πετρωμένο πρόσωπο της μητέρας του, της κυρίας Αθηνάς.
Στην αίθουσα του νεκροτομείου, που καταφέρνω να μπω αργά το βράδυ, βλέπω, επιτέλους, τον Αλέκο.
Αυτό είναι και το τελευταίο πλάνο που περιλαμβάνει τους δυο μας.
Επιστρέφω στην εφημερίδα. Μένω μέχρι το πρωί στο τυπογραφείο, παίρνω -σαν ρομπότ- τα πρώτα φύλλα, κοιτάζω αν όλα μπήκαν σωστά. Τα κείμενα, οι φωτογραφίες, οι λεζάντες. Δεν προλαβαίνω να πενθήσω. Δουλεύω.
Είμαι δημοσιογράφος.