Ο Ηλίας, ο νεαρός γουνέμπορας από την Καστοριά, σηκώνει μια πέτρα και συνθλίβει «τα όνειρα και τα μυαλά» του Γεράσιμου, επίσης γουνέμπορα, που τον ευεργέτησε ως ξενιτεμένο στο Παρίσι, αλλά που μια αυταπάτη μετατρέπει το τέλος της ιστορίας τους σε τραγωδία.
Ο Ηλίας εμφανίζεται σε γκρο πλαν, κοιτάζει την κάμερα και λέει: «Ο Γεράσιμος Τζίβας έφυγε προσμένοντας τα πάντα από την ευτυχία. Μακάρι η πράξη μου να βάλει σε σκέψεις όλους αυτούς που σε τούτο τον κόσμο εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για πεπρωμένα που δεν είναι δικά τους...».
Ίσως αυτή η φράση από τη Φωτογραφία του 1986 να ερμηνεύει και να συμπυκνώνει ολόκληρη τη ζωή και το έργο του Νίκου Παπατάκη. Ενός ανθρώπου που δεν απέκτησε ποτέ του μια πατρίδα, ενός μέτοικου ο οποίος, όπου κι αν βρέθηκε, ήταν πάντα ο ξένος, ενώ ο ίδιος κουβαλούσε και το άχθος του λευκού Αφρικανού.
Επαναστάτης με την καλλιτεχνική έννοια του όρου κυρίως, αλλά όχι μόνο, διανοούμενος με αναρχική σκέψη, καταραμένος και συγχρόνως ευνοούμενος της μοίρας, μπον-βιβέρ εκπάγλου καλλονής στα νιάτα του, εμβληματική προσωπικότητα της Rive Gauche, συνδέθηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της τέχνης και του πνεύματος στη Γαλλία και αλλού.
Επαναστάτης με την καλλιτεχνική έννοια του όρου κυρίως, αλλά όχι μόνο, διανοούμενος με αναρχική σκέψη, καταραμένος και συγχρόνως ευνοούμενος της μοίρας, μπον-βιβέρ εκπάγλου καλλονής στα νιάτα του, εμβληματική προσωπικότητα της Rive Gauche, συνδέθηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της τέχνης και του πνεύματος στη Γαλλία και αλλού.
Ένας άνθρωπος που χωρίς να το επιδιώξει έγινε μύθος του μεταπολεμικού Παρισιού ως ιδιοκτήτης του θρυλικού καμπαρέ La Rose Rouge, επίκεντρου της καλλιτεχνικής έκρηξης της γενιάς του και των υπαρξιστών, παραγωγός κινηματογράφου και σκηνοθέτης ταινιών που αποτέλεσαν σταθμούς σε τρεις χώρες: τη Γαλλία, την Αμερική και την Ελλάδα.
Γεννημένος το 1918 στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, με μητέρα από την Αιθιοπία και πατέρα Έλληνα της διασποράς, με καταγωγή από τη Μακεδονία, ως παιδί δεν έγινε ποτέ αποδεκτός ούτε από την ελληνική κοινότητα αλλά ούτε και από την αιθιοπική. Ένα τραύμα χαραγμένο βαθιά μέσα του, που όμως, στην πορεία της ζωής του, υπήρξε καταλυτικής σημασίας στην αντιπαράθεσή του με την προνομιούχα Ευρώπη των λευκών και συγχρόνως γόνιμο στοιχείο κινηματογραφικής έκφρασης.
Ήδη ξενιτεμένος στα 14 του στον Λίβανο, όπου ο πατέρας του τον έστειλε εσώκλειστο σε γαλλικό σχολείο στη Βηρυτό, με το που τέλειωσε έκανε τη θητεία του στον αιθιοπικό στρατό κατά τη διάρκεια του ιταλο-αιθιοπικού πολέμου. Τον Φεβρουάριο του 1937 ήρθε στη μεταξική Αθήνα όπου έπιασε δουλειά ως γκρουμ στο King George και αργότερα υπηρέτης σε πλουσιόσπιτα.
Η ρήξη του για οικονομικά θέματα με την ιδιοκτησία ενός ξενοδοχείου στην Κηφισιά προκάλεσε τη σύλληψή του. Μέχρι το 1939, οπότε έφυγε οριστικά από την Ελλάδα, εργάστηκε πολλές φορές ως μοντέλο σε ζωγράφους και γλύπτες.
Σε παλιότερη συνέντευξή μας αφηγείται: «Δούλευα για έναν Γερμανό γλύπτη κι ένα βράδυ με πήρε με έναν ακόμη φίλο να πάμε σε ένα μπαρ σε μια στοά στην Ομόνοια. Πρέπει να ήταν το πρώτο του είδους που άνοιξε στην Αθήνα – το είχε ένας Ελληνοαμερικανός που μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα.
»Κάποια στιγμή μπήκε ένας μαύρος, πράγμα σπάνιο για την εποχή, και πετάχτηκε ο ιδιοκτήτης να τον διώξει. Προσβλήθηκα, έχοντας μητέρα Αιθιοπίνα, και αμέσως σηκώθηκα και ζήτησα να καθίσει μαζί μας. Ο ιδιοκτήτης τα 'χασε, αλλά ο μαύρος το 'σκασε. Η βραδιά κύλησε ευχάριστα και μια παρέα Εγγλέζων που μιλούσαν γαλλικά με πλησίασαν να με κεράσουν.
»Ο ένας από αυτούς, γιος μαχαραγιά από την Ινδία, είχε εκτιμήσει την πράξη μου και προσφέρθηκε να κάνει κάτι για μένα. Του ζήτησα να με βοηθήσει να φύγω από την Ελλάδα. Έτσι το κανόνισε να με στείλει να δουλέψω στην Αυστραλία, χώρα της αγγλικής κοινοπολιτείας. Μου έκλεισε, μάλιστα, και συμβόλαιο. Τον παρακάλεσα, όμως, το εισιτήριο να γίνει μέσω Μασσαλίας για να μπορέσω να επισκεφθώ το Παρίσι. Έτσι κι έγινε. Έφυγα, τα πλοία για Αυστραλία ήταν σπάνια κι εγώ πήγα στο Παρίσι όπου βρήκα φίλους Γάλλους από την Αθήνα.
»Έπιασε ο πόλεμος και παγιδεύτηκα. Άρχισα να δουλεύω ως κομπάρσος σε ταινίες και να ζω τη ζωή του Saint Germaine des Prés. Θέλοντας να πάω στην Αγγλία να συναντήσω τον Χαϊλέ Σελασιέ για να με βάλει στην αντίσταση εναντίον των Ιταλών, δανείστηκα ένα ποδήλατο για να περάσω τα σύνορα της Ισπανίας.
»Προσπάθησα δυο-τρεις φορές, αλλά με έπιαναν και με γυρνούσαν πίσω. Μια μέρα, στην πόλη Πο συναντάω τον Ζακ Πρεβέρ που ήξερα από το Παρίσι. Του μίλησα για τις προσπάθειές μου και μου πρότεινε, αντί να διακινδυνεύω να βρεθώ στη φυλακή, να τον ακολουθήσω στη Νίκαια και να δουλέψω στα στούντιο της ελεύθερης Γαλλίας».
Ο Παπατάκης ακολούθησε τη συμβουλή του Πρεβέρ και για ένα διάστημα δούλεψε όντως σε στούντιο στη Νίκαια, μέχρι το 1943 που έφτασαν οι Γερμανοί και αναγκαστικά βγήκε στην αντίσταση, αλλά επειδή δεν γνώριζαν τίποτα για εκείνον, δεν τον εμπιστεύονταν. Εξακολούθησε να εργάζεται για τον κινηματογράφο, αφού χάρη σε γερμανικά κεφάλαια ήταν από τους λίγους κλάδους που λειτουργούσαν. Οι γνωριμίες εκείνης της περιόδου αποδείχθηκαν καθοριστικές για τα χρόνια που ακολούθησαν την Κατοχή.
Με την απελευθέρωση ξεκινάει μαθήματα υποκριτικής στο στούντιο της Σολάνζ Σικάρ, με την οποία συναντιόντουσαν στο Café des Flores. Στα μαθήματα εκείνα πρωτογνώρισε τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τον Αλέν Ρενέ. Είπε σχετικά με εκείνη την περίοδο:
«Ξαφνικά, όλος ο φόβος, όλη η πίεση της Κατοχής έγιναν μια έκρηξη στον χώρο της τέχνης. Όλα τα κινήματα άρχισαν πριν από τον πόλεμο, άνθρωποι όπως ο Ιονέσκο κι ο Μπέκετ έγραφαν όλα αυτά τα χρόνια, κι εμείς, μια ομάδα ηθοποιών, βρήκαμε ένα μέρος για να δείξουμε όλα αυτά τα νέα πράγματα. Ένα καμπαρέ, όπως πριν από τον πόλεμο στο Βερολίνο, όπου θα παίζαμε μονόπρακτα, θα διαβάζαμε ποίηση κι ο κόσμος θα έπινε ένα ποτό.
»Έτσι γεννήθηκε το Rose Rouge, όπου παρουσιάζαμε μονόπρακτα του Κοκτό, του Πρεβέρ, του Ντεσνός, ποίηση του Λόρκα και το μπαρ γέμιζε ασφυκτικά. Είχαμε συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη να μας δίνει τα μισά από τα κέρδη, αλλά όσο περισσότερο κόσμο είχαμε, τόσο λιγότερα λεφτά παίρναμε. Ήταν φανερό ότι μας έκλεβε κι έτσι αποφάσισα να παρατήσω τις παραστάσεις και να αναλάβω τον έλεγχο.
»Μέχρι που βρήκα ένα μέρος για να ανοίξω το δικό μου καμπαρέ και ζήτησα τη βοήθεια της Μαρία Καζαρές, με την οποία είχα παίξει στο θέατρο. Εκείνη με γνώρισε σε έναν φίλο της έμπορο κρασιών, ο οποίος προσφέρθηκε να το χρηματοδοτήσει. Έτσι άνοιξε το δεύτερο Rose Rouge, το οποίο διηύθυνα συνεταιρικά για επτά χρόνια».
Το καμπαρέ εξελίχθηκε στο επίκεντρο της γαλλικής αβανγκάρντ, στη σκηνή όπου εξαιρετικοί καλλιτέχνες από τη Νέα Ορλεάνη έπαιζαν τζαζ και όπου έκαναν το ντεμπούτο τους η Γκρεκό και ο Μαρσέλ Μαρσό. Το στέκι όπου συναντιόταν όλο το Παρίσι, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σταρ του Χόλιγουντ και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Άννα Μανιάνι, η εκθαμβωτική Ανούκ Αιμέ, με την οποία συνδέθηκε και εν τέλει παντρεύτηκε.
Κουμπάρος τους ήταν ο Ζαν Ζενέ, με τον οποίο ο Παπατάκης συνδεόταν φιλικά από το '43 και τον θεωρούσε τον καλύτερό του φίλο. Οι λόγοι είναι προφανείς, αφού και οι δύο ήταν για διαφορετικούς λόγους εξοστρακισμένοι από ένα σύστημα αξιών στο οποίο είχαν ιδιαίτερη σημασία η καταγωγή και η υποτέλεια σε αυτήν. Η πρώτη περίοδος γνωριμία τους είχε διανθιστεί με ένα αλλόκοτο επεισόδιο που επιβεβαίωνε την «εγκληματική» φύση του σπουδαίου «καταραμένου» συγγραφέα.
Μόλις είχε εισπράξει μια προκαταβολή από την Gallimard, την οποία έδειξε προκλητικά στον Παπατάκη, που ήταν νηστικός μέρες, κάνοντας κι ένα ειρωνικό σχόλιο. Εκείνος τον κυνήγησε να του ορμήσει κι ο Ζενέ κατέφυγε στην Γκεστάπο για να τον καταδώσει. Πάντως, το 1950 ο Παπατάκης χρηματοδότησε και παραχώρησε έναν άδειο χώρο του «Κόκκινου Τριαντάφυλλου» στον Ζενέ ώστε να γυρίσει το ομοερωτικό και πρωτοποριακό φιλμ «Ένα ερωτικό άσμα» («Un chant d' amour»).
Το 1954 το Rose Rouge έκλεισε και ο Παπατάκης αποφάσισε να γίνει παραγωγός πρωτοποριακών ταινιών. Η στάση της Γαλλίας στον αλγερινό πόλεμο, κάτι που του υπενθύμιζε πόσο δεν ήθελε να αφομοιωθεί πλήρως από μια ξένη κοινωνία, τον οδήγησε στο να αποδράσει για μια ακόμα φορά σε άλλη γη. Έτσι, το 1958 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου τον ενδιέφερε να ανακαλύψει την αντισυμβατική πλευρά της αμερικανικής καλλιτεχνικής ζωής.
Οι αναζητήσεις του τον έφεραν στα χνάρια ενός άλλου Έλληνα, τον Τζον Κασσαβέτη, ο οποίος τότε είχε αρχίσει να γυρίζει στους δρόμους της πόλης, με άγνωστους ηθοποιούς του εργαστηρίου του, την πρώτη του ταινία, «Σκιές» («Shadows»). Ο Ελληνο-αιθίοπας μέτοικος είδε το υλικό και αναγνώρισε στην πλοκή της μία του πλευρά.
Η ιστορία έχει να κάνει με τον ρατσιστικό τρόπο που αντιμετωπίζεται μια μαύρη γυναίκα από τον λευκό εραστή της. Ο Παπατάκης βρήκε τα χρήματα και βοήθησε τον Κασσαβέτη να ολοκληρώσει την ταινία του, η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
Στη Νέα Υόρκη, όμως, συνδέθηκε και με μια γυναίκα-σύμβολο. Με την Αιμέ είχαν πια χωρίσει και όταν κάποια μέρα γνώρισε τη Nico των Velvet Underground στο στούντιο του Ρίτσαρντ Άβεντον ήταν φυσικό κι επόμενο να την ερωτευτεί, πόσο μάλλον αφού το ψευδώνυμό της το όφειλε σε εκείνον! Της το είχε δώσει στην πατρίδα της, τη Γερμανία, ο φωτογράφος Τομπίας, λόγω του έρωτά του για εκείνον, αν και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ...
Πίσω στη Γαλλία τον απασχολούσε πολύ η υπόθεση της Αλγερίας. Μια ιδέα να κάνει την παραγωγή σε μια ταινία του Ρενέ που βασιζόταν σε σενάριο του Σαρτρ δεν προχωρούσε. Ανέθεσε τότε στον θεατρικό συγγραφέα Ζαν Βοτιέ να γράψει ένα σενάριο πάνω στην ιδέα του έργου «Οι Δούλες» του Ζενέ, κάτι που για χρόνια αναπαρήγε την παρεξήγηση ότι η ταινία που προέκυψε βασιζόταν στο θεατρικό έργο.
Η αφετηρία, πάντως, ήταν η υπόθεση των αδελφών Παπέν: το 1932 δύο υπηρέτριες σκότωσαν με μεγάλη αγριότητα την κυρία τους και την κόρη της. Ο Παπατάκης αναζήτησε σκηνοθέτη για το σενάριο, αλλά αδυνατώντας να βρει κάποιον, κατέληξε να πάρει το χρίσμα του σκηνοθέτη και να το γυρίσει ο ίδιος το 1963. Το βασικό θέμα της ταινίας ήταν κάτι που πάντα τον απασχολούσε: η σχέση μεταξύ ταπείνωσης κι επανάστασης, εξουσιαζόμενου κι εξουσιαστή.
Οι «Άβυσσοι» επιλέχτηκαν από τον ίδιο τον Αντρέ Μαλρό, υπουργό Πολιτισμού εκείνη την εποχή –παρακάμπτοντας διάφορες επιτροπές και παραβλέποντας το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ήταν Έλληνας υπήκοος– να εκπροσωπήσουν τη Γαλλία στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά οι συμβολισμοί της σχέσης Γάλλων και Αλγερινών ήταν τόσο εμφανείς, που εθνικιστικές οργανώσεις απείλησαν ότι αν η ταινία βραβευόταν, θα τίναζαν το Palais du Festival στον αέρα.
Η ταινία, μακριά όχι μόνο από εμπορικά στερεότυπα αλλά και τη νουβέλ βαγκ, είναι ένα σουρεαλιστικό, δαιμονικό, βρόμικο κινηματογραφικό πόνημα που ενόχλησε πολύ κόσμο, είχε όμως την υποστήριξη προσωπικοτήτων όπως ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Αντρέ Μπρετόν. Η Φρανσουά Σαγκάν δήλωνε ότι αν ήταν στο χέρι της, θα της έδινε τον Χρυσό Φοίνικα. Ολόκληρο το Παρίσι μιλούσε πάλι για τον Παπατάκη, αυτήν τη φορά όμως τον έβλεπε ως έναν όψιμο δημιουργό μεγάλης δύναμης, παρομοιάζοντάς τον με τον Λουίς Μπουνιουέλ.
Το 1966 επέστρεψε στην άλλη πατρίδα του, την Ελλάδα, για να γυρίσει ένα προσωπικό του σενάριο με χρήματα που εξασφάλισε από έναν προοδευτικό Βραζιλιάνο εκδότη. Η ταινία μιλούσε για την ανατροπή, τον εξευτελισμό, την κτηνωδία, καταρρίπτοντας το τρίπτυχο οικογένεια - θρησκεία - έθνος.
Όπως εξήγησε και ο ίδιος: «Με τους "Βοσκούς" θέλησα να δείξω ότι ένας άνθρωπος που πεθαίνει από την πείνα και τον φόβο μπορεί να μεταμορφωθεί σε ζώο, να συρθεί, να εξευτελιστεί. Προσπάθησα να περιγράψω τον κόσμο των ταπεινωμένων ανθρώπων με ενάργεια, απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς».
Για να τη γυρίσει αντιμετώπισε μύρια όσα εμπόδια, ιδίως όταν καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο. Η χρόνια απουσία του από την Ελλάδα, άλλωστε, έβαζε ακόμα ένα εμπόδιο στη συνεννόησή του με τους συμπατριώτες του.
Οι «Βοσκοί», γυρισμένοι στα βουνά της Πίνδου, έχουν στη διανομή τον κορυφαίο ηθοποιό Τζαβαλά Καρούσο και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Διαλεγμένο και μια πανέμορφη κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Εθνικό, την Όλγα Καρλάτου, την οποία με το τέλος των γυρισμάτων πήρε μαζί του στο Παρίσι και την παντρεύτηκε.
Το τέλος της ταινίας συνέπεσε με την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, έτσι τα γυρίσματά της έγιναν εν μέρει παράνομα, καθώς απαγορεύονταν οι ομαδικές συναθροίσεις. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να προβληθεί στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, αλλά στη Γαλλία και όπου αλλού προβλήθηκε έγινε μύθος.
Τον Μάη του '68 οι Έλληνες φοιτητές κάλεσαν τον Παπατάκη να μιλήσει στο Maison Grecque και για μια ακόμα φορά συνειδητοποίησε την ελληνική ασυναρτησία. Παράλληλα, βρισκόταν σε επαφές με διάσημους Έλληνες του αντιδικτατορικού αγώνα, όπως ο Κούνδουρος, η Μερκούρη, ο Φέρρης. Έλεγε τότε «μια βομβίτσα εκατό γραμμαρίων στην Αθήνα έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα απ' όλες αυτές τις εκδηλώσεις εναντίον της χούντας», αν ήθελαν όντως επανάσταση.
Όπως ο στενός του φίλος Pablo, κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης, με τον οποίο ταξίδεψε στην Κούβα για να παρουσιάσει τους «Βοσκούς» και να γνωρίσει τον Κάστρο.
Με την Καρλάτου έκαναν ακόμα μια ταινία πριν χωρίσουν, το «Gloria Mundi» (1974), που είχε ως θέμα την ταπείνωση, αυτήν τη φορά μέσα από την ιστορία ενός σκηνοθέτη που κάνει μια ταινία για τον βασανισμό. Σε μια σκηνή ένας αλεξιπτωτιστής βιάζει μια κοπέλα της αλγερινής αντίστασης μπροστά στα μάτια του πατέρα της με ένα μπουκάλι υπό τους ήχους του γαλλικού ύμνου.
Δεν πρόλαβε η ταινία να κλείσει μερικές μέρες στις αίθουσες και βόμβες τίναξαν τρεις από αυτές. Πιθανόν από τον OAS, την Οργάνωση Μυστικός Στρατός.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στον κινηματογράφο και όποτε τον ρωτούσαν, έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου αν θα έμενε ο σκηνοθέτης των τριών ταινιών, αφού για εκείνον μια ταινία ισούται με επαναστατική πράξη.
Και ίσως όντως να μην ξαναέκανε σινεμά αν δεν άλλαζαν οι πολιτικές συνθήκες τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. Έτσι, όταν το καλοκαίρι του 1984 συνάντησε στις Σπέτσες τον Ζακ Λανγκ, υπουργό Πολιτισμού του Μιτεράν, τον ενθάρρυνε να γυρίσει μια ελληνική ταινία.
Η «Φωτογραφία» είναι ακόμα μία προσωπική ταινία για τη μετανάστευση, τη μοναξιά, την πλάνη της ευτυχίας, με πρωταγωνιστές τον Άρη Ρέτσο και τον Χρήστο Τσάγκα. Τα γυρίσματα έγιναν στην Καστοριά και στα προάστια του Παρισιού. Προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο του 1986, αποθεώθηκε, αλλά το μοναδικό βραβείο που απέσπασε ήταν αυτό του σεναρίου, το οποίο ο Παπατάκης αρνήθηκε να παραλάβει.
Η τελευταία του ταινία είναι ένας αποχαιρετισμός στον «μεγάλο» φίλο Ζαν Ζενέ, αλλά συγχρόνως κι ένας φόρος τιμής στη μνήμη στον Αμπντάλα, πρόσωπο υπαρκτό και προστατευόμενο του Ζενέ. Οι «Ισορροπιστές» του 1991, σε δικό του σενάριο, περιγράφουν την τυραννική σχέση ενός διάσημου ομοφυλόφιλου συγγραφέα και του Άραβα ακροβάτη εραστή του. Πρωταγωνιστεί ο Μισέλ Πικολί και επανέρχεται το θέμα του καταπιεζόμενου και του εξαρτημένου, του εξουσιαστή και του υποτελούς.
Ήταν η τελευταία ταινία ενός σπουδαίου ερασιτέχνη του κινηματογράφου, ενός ποιητή της πολιτικής σκέψης. Μέχρι τα γεράματα δεν έπαψε να γράφει σενάρια και να καταστρώνει ταινίες που δεν έγιναν τελικά, ενώ ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του σε μορφή μυθιστορήματος με τίτλο «Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση» (εκδόσεις Χατζηνικολή).
Ο Νίκος Παπατάκης στο τέλος της πολυτάραχης ζωής του δέχτηκε σημαντικές τιμές σε Γαλλία και Ελλάδα. Μοναχικός οδοιπόρος, χωρίς πατρίδα και ταυτότητα, αναρχικός και πεσιμιστής, πέθανε στα 92 του, ολομόναχος στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 17 Δεκεμβρίου του 2010.
Info:
Οι ταινίες του Νίκου Παπατάκη:
Οι άβυσσοι / Les Abysses (1963, 96΄) Α/Μ
Οι βοσκοί / Les pâtres du désordre (1967,121΄) Α/Μ
Η φωτογραφία / La photo (1986, 102΄) Έγχρ.
Gloria Mundi (1974, 130΄) Έγχρ., 35mm
Οι ισορροπιστές / Les Equilibristes (1991, 120΄) Έγχρ.
Gloria Mundi (2005, 92΄) Έγχρ.
Οι ταινίες με τον Νίκο Παπατάκη ως παραγωγό:
Ένα ερωτικό άσμα / Un chant d' amour του Jean Genet (1950, 25΄) Α/Μ ως παραγωγός
Σκιές / Shadows του John Cassavetes (1959, 87΄) Α/Μ ως παραγωγός (η αποκατεστημένη ψηφιακά εκδοχή).
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Παπατάκη:
Visages du Cinema (Humiliation et Violence) του Jacques Nahum (1971, 45΄) Παραγωγή: Roger Boussinot, Jacques Nahum, Mars Productions Intl (Παρίσι) | Μετάδοση: ORTF/ Office National de Radiodiffusion et Télévision Française | Εμφανίσεις: Νίκος Παπατάκης, Όλγα Καρλάτου, Edmond Tamiz, Francine Berge, Colette Berge, John Cassavetes.
Νίκος Παπατάκης: Πορτραίτο ενός ελεύθερου σκοπευτή / Nico Papatakis: Portrait d'un franc-tireur των Τίμωνα Κουλμάση και Ηρούς Σιαφλάκη (2008-2009, 45΄).
Φωτογραφίες από τη Μονογραφία Νίκος Παπατάκης του Γιάννη Κονταξόπουλου (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2014.