Ο Mark Chapman γεννήθηκε στο Fort Worth του Τέξας στις 10 Μαΐου του 1955. Δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές παιδί όσο μεγάλωνε και είχε πολύ κακές επιδόσεις στα αθλήματα. Είχε αναπτύξει όμως μια πολύ πλούσια φαντασία η οποία τον βοηθούσε να απομονώνεται σε έναν δικό του κόσμο, όπου κανείς από τους συμμαθητές του δεν θα τον πείραζε.
Ο Chapman ισχυριζόταν ότι ο πατέρας του ήταν συναισθηματικά απόμακρος και κακοποιούσε τη μητέρα του. Κατά συνέπεια, ο ίδιος και η αδελφή του ζούσαν υπό καθεστώς τρομοκρατίας. Προς τα έξω, η οικογένεια φαινόταν φυσιολογική και ο μικρός Mark έδειχνε αρκετά προσαρμοστικός με πάθος για τους Beatles και ειδικότερα για τον John Lennon.
Στις αρχές της εφηβείας του ανακάλυψε τη μαριχουάνα και μέχρι την αποφοίτησή του γνωρίστηκε με την ηρωίνη και το LSD. Οι παρέες και οι συζητήσεις του περιστρέφονταν μόνο γύρω από τα ναρκωτικά και τη μουσική. Στη συνέχεια και κάπως απρόσμενα, η επαναστατική του φάση τελείωσε. Στα 16 του χρόνια έγινε μέλος της ευαγγελικής εκκλησίας, απέκτησε μια Χριστιανή φίλη, την Jesica Blankenship, και μια δουλειά ως σύμβουλος σε μια κατασκήνωση της εκκλησίας όπου ο ίδιος ήταν πολύ δημοφιλής στους νέους.
Άρχισε να διαβάζει αχόρταγα, επιστρέφοντας και πάλι στον αγαπημένο χαρακτήρα του, Holden Caulfield, τον πρωταγωνιστή στο «Ο φύλακας στη σίκαλη». Σκεφτόταν ακόμη και το ενδεχόμενο να αλλάξει το όνομά του και να πάρει αυτό του ήρωα του μυθιστορήματος.
Ο Mark Chapman συνέχιζε να έχει ήρωά του τον John Lennon, μέχρι τη στιγμή που το σκαθάρι θα πει στον Τύπο: «Είμαστε πιο δημοφιλείς από τον Ιησού Χριστό τώρα». Ήταν η πρώτη φορά που ο Chapman ένιωσε προδομένος από το είδωλό του και οργισμένος τον απαρνήθηκε. Την ίδια εποχή, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Σάλιντζερ «Ο φύλακας στη σίκαλη» τον επηρέασε πολύ βαθιά.
Στις αρχές του 1976 και αφού η δουλειά στην κατασκήνωση είχε κάνει τον κύκλο της, ο Chapman έφυγε και ακολούθησε τη φίλη του, στο κολέγιο του Tennessee. Οι σπουδές του ωστόσο δεν πήγαιναν πολύ καλά αφού ο ίδιος ανέπτυξε εμμονές, παράνοια και κατάθλιψη, ενώ εμφάνισε και αυτοκτονικές τάσεις.
Ο Chapman υποστηρίζει ότι πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας προσπαθώντας να καταπολεμήσει τους δαίμονές του, ενώ προσευχόταν για βοήθεια από τον Θεό ώστε να ξεπεράσει την επιθυμία του να σκοτώσει τον Lennon.
Επέστρεψε στη γενέτειρά του και βρήκε δουλειά ως φύλακας, αλλά η κατάθλιψη συνεχίστηκε. Τότε ο Chapman αποφάσισε να δώσει όλες του τις οικονομίες για να κάνει ένα ταξίδι ζωής στη Χαβάη και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει εκεί. Έφτασε στη Χονολουλού, ξόδεψε όλες τις οικονομίες του, αλλά απέτυχε να φέρει σε πέρας το σχέδιο αυτοκτονίας.
Γύρισε και πάλι στο σπίτι, μάλωσε με τους γονείς του, και στη συνέχεια πέταξε ξανά για Χαβάη τον Μάιο του 1977. Αυτή τη φορά προσπάθησε να αυτοκτονήσει εισπνέοντας τα καυσαέρια του αυτοκινήτου του, αλλά το πλαστικό σωληνάκι που είχε συνδέσει στην εξάτμιση έλιωσε και ο Chapman επέζησε.
Λίγο αργότερα θα μπει σε κλινική για ανθρώπους με ψυχικά νοσήματα. Εκεί θα αρχίσει να εργάζεται εθελοντικά και λίγο αργότερα κατάφερε να τον προσλάβουν σε μια θέση πλήρους απασχόλησης. Παρέμεινε εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1978. Έχοντας καταπολεμήσει την κατάθλιψή του για έναν χρόνο, προγραμμάτισε ένα ταξίδι έξι εβδομάδων σε όλο τον κόσμο, μέσω μιας Ιαπωνο-αμερικανίδας ταξιδιωτικής πράκτορα που ονομάζεται Gloria Abe. Η μεταξύ τους σχέση εξελίχθηκε σε ειδύλλιο που οδήγησε σε γάμο στις 2 Ιουνίου 1979.
Ο γάμος ωστόσο δεν πήγαινε καλά και ο Chapman άρχισε να πίνει, έχασε τη δουλειά του στο νοσοκομείο και ανέπτυξε μια νέα εμμονή με ακριβά έργα σύγχρονης τέχνης. Αγόρασε πίνακες του Σαλβαντόρ Νταλί και του Norman Rockwell και συσσώρευσε χρέος που η νέα του δουλειά ως φύλακας δεν μπορούσε να υποστηρίξει.
Η μια εμμονή έφερε την άλλη και μέχρι το Μάρτιο του 1980, ο Chapman αποφάσισε να μειώσει το χρέος του, επιβάλλοντας αυστηρή οικονομία στον ίδιο και την Gloria. Άρχισε να διαβάζει αχόρταγα, επιστρέφοντας και πάλι στον αγαπημένο χαρακτήρα του, Holden Caulfield, τον πρωταγωνιστή στο «Ο φύλακας στη σίκαλη». Σκεφτόταν ακόμη και το ενδεχόμενο να αλλάξει το όνομά του και να πάρει αυτό του ήρωα του μυθιστορήματός. Ο Chapman άρχισε να βυθίζεται ξανά στον φανταστικό του κόσμο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το βιβλίο «John Lennon: One Day at a Time» του Anthony Fawcett αποδείχθηκε καταλύτης για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από το τέλος του χρόνου. Εξοργίστηκε τόσο πολύ με την υποκρισία του πρώην ειδώλου του, ο οποίος κήρυττε την απλότητα, την ειρήνη και την αγάπη την ώρα που ζούσε μια ζωή απαράμιλλης πολυτέλειας στη Νέα Υόρκη. Η εμμονή του μεγάλωσε και αποφάσισε να πάει στη Νέα Υόρκη και να σκοτώσει τον John Lennon.
Στις 23 Οκτωβρίου 1980 παραιτήθηκε από τη θέση του φύλακα, αγόρασε ένα όπλο (αλλά όχι σφαίρες) και στις 30 Οκτωβρίου πέταξε για τη Νέα Υόρκη. Για τα έξοδά του δανείστηκε 5.000 δολάρια από τον πεθερό του.
Πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα παρακολουθώντας το σπίτι του John Lennon και της Yoko Ono στη Νέα Υόρκη, αλλά αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα στο σχέδιό του. Ο νόμος της Νέας Υόρκης απαγόρευε στους πολίτες να αγοράζουν σφαίρες. Αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Ατλάντα για να βρει τις σφαίρες που χρειαζόταν.
Στις 10 Νοέμβρη επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και παρακολούθησε την ταινία «Ordinary People», στην οποία ο Τίμοθι Χάτον παίζει έναν αυτοκτονικό έφηβο παγιδευμένο σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Το σενάριο τον επηρέασε πολύ και τηλεφώνησε στη γυναίκα του, της είπε ότι την αγαπούσε, ότι είχε νικήσει τους δαίμονές του, και ότι θα επέστρεφε στο σπίτι.
Όλο αυτό κράτησε πολύ λίγο. Ο Chapman επέστρεψε στη Νέα Υόρκη στις 6 Δεκεμβρίου και ξεκίνησε να παρακολουθεί και πάλι τον John Lennon. Μάλιστα, αγόρασε και το νέο άλμπουμ του Lennon, «Double Fantasy».
Στις 7 Δεκεμβρίου ο Chapman πήγε στο Sheraton Centre Hotel, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να εντοπίσει τον Lennon. Την επόμενη ημέρα ωστόσο, η τύχη του άλλαξε. Όχι μόνο κατάφερε να σφίξει το χέρι του πέντε ετών γιου του Lennon, Sean, αλλά όταν ο John Lennon και η Yoko Ono βγήκαν από το διαμέρισμά τους για να πάνε στο στούντιο, το σκαθάρι υπέγραψε ευγενικά τον δίσκο «Double Fantasy» που του έδωσε ο Chapman. Η κίνηση του Lennon του φάνηκε ειλικρινής και οι σκέψεις του για τη δολοφονία είχαν προσωρινά ξεχαστεί.
Ο Chapman υποστηρίζει ότι πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας προσπαθώντας να καταπολεμήσει τους δαίμονές του, ενώ προσευχόταν για βοήθεια από το Θεό ώστε να ξεπεράσει την επιθυμία του να σκοτώσει τον Lennon.
Οι δαίμονες όμως κέρδισαν και όταν το ζευγάρι επέστρεψε στο διαμέρισμά του στις 22:50, τη Δευτέρα 8 Δεκέμβρη του 1980, ο Chapman πυροβόλησε τον John Lennon τέσσερις φορές στην πλάτη, μπροστά στη σύζυγό του. Στις 23:15 ο Λένον θα άφηνε την τελευταία του πνοή, καθ 'οδόν προς το νοσοκομείο Ρούζβελτ.
Τη μέρα που πέθανε ο Τζον Λένον
Ο Mark Chapman δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει, με αποτέλεσμα ο θυρωρός, με τον οποίο κουβέντιαζε νωρίτερα, να τον αφοπλίσει και να τον κρατήσει εκεί. Μόλις έφτασε η αστυνομία, ζήτησε συγγνώμη στους άνδρες για τον κόπο που τους έβαλε. Όταν του πέρασαν χειροπέδες και τον έβαλαν στο αυτοκίνητο, η Yoko Ono πλησίασε να τον κοιτάξει, χωρίς να πει λέξη.
Η είδηση του θανάτου του John Lennon, μεταδόθηκε από έκτακτα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο και τα πλήθη άρχισαν να συγκεντρώνονται τόσο στο διαμέρισμα, όσο και στο νοσοκομείο Roosevelt. Φοβούμενη αντίποινα από εξοργισμένους οπαδούς, η αστυνομία κράτησε τον Chapman φρουρούμενο κατά τη διάρκεια των ψυχιατρικών αξιολογήσεων και των εμφανίσεών του δικαστήριο.
Αυτή ήταν η πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη του δολοφόνου στην Barbara Walters το 1992
Ο Chapman καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση για τη δολοφονία εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Attica της Νέας Υόρκης. Είναι ένας από τους πολλούς δολοφόνους που λέγεται ότι επηρεάστηκαν από τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ.
Όταν η Barbara Walters τον ρώτησε γιατί το έκανε, ο Chapman της απάντησε «Σκέφτηκα ότι με τη δολοφονία του θα αποκτούσα λίγη από τη φήμη του».
To άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 2014 από την Ανδρονίκη Κολοβού
σχόλια