Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...»

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Ήταν μια αυστηρή μορφή, ανυποχώρητη, έτοιμη για όλα, μια γυναίκα που, όπως λέει η Ναντζέντα Μάντελσταμ, «μπορούσε να τα διακινδυνεύσει όλα για τα πιστεύω της», μια γυναίκα με γαμψή, υπερήφανη μύτη.
0

Η Άννα Γκορένκο, που έγινε γνωστή ως Άννα Αχμάτοβα (ένα ταταρικό όνομα), γεννήθηκε σ' ένα χωριό κοντά στην Οδησσό το 1889. Στη Ρωσία, η τσαρική εξουσία περνούσε στην τελευταία φάση των καταχρήσεων, ενώ ετοιμάζονταν υποχθόνια οι εργατικές εξεγέρσεις: ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ είχε βαλθεί να εξαρθρώσει τις ομάδες Μηδενιστών, ο αντισημιτισμός βρισκόταν σε έξαρση, ενώ από την άλλη πλευρά φτιαχνόταν ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος και η χώρα πάσχιζε να εκβιομηχανιστεί.

Η Άννα μεγάλωσε στο Τσαρκόε Σέλο -το σημερινό Πούσκιν- και σπούδασε στο Κίεβο. Όμως η ζωή της συνδέθηκε με την Πετρούπολη, που ήταν το κέντρο της εύπορης ιντελιγκέντσιας, της ομάδας των Πινγκουικιανών και των μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ. Το ποιητικό της ταλέντο φάνηκε νωρίς: οι στίχοι της πρωτοεκδόθηκαν το 1907 και η πρώτη της συλλογή, Βράδυ, κυκλοφόρησε το 1912.

Η Αχμάτοβα επέζησε μέσω ενός είδους αλαζονείας που μπορούσε να θεωρηθεί δογματική: ορισμένες λεπτομέρειες από τη ζωή της δείχνουν μεγαλοστομία, ένα είδος τρέλας του μεγαλείου, εκείνο το μείγμα ρομαντισμού και ξιπασιάς που αποτελεί το υλικό των Ρώσων ηρώων.

Οι μέρες εκείνες ήταν οι τελευταίες της παλιάς Ρωσίας: οι φουτουριστές γύριζαν ταινίες σαν το Δράμα στο Καμπαρέ Νο 13, παρωδούσαν τους συμβολιστές, φορώντας φανταχτερά πανωφόρια, προκλητικά σκουλαρίκια και ραπανάκια ή κουτάλια στις μπουτονιέρες τους. Ο Μάλεβιτς σχεδίαζε τα σκηνικά για τη φουτουριστική όπερα Νίκη επί του Ήλιου, ενώ είχε ήδη αρχίσει να ζωγραφίζει σουρεαλιστικούς και «παράλογα ρεαλιστικούς» πίνακες, για να φτάσει σύντομα στο Μαύρο Τετράγωνο. Ο Σαγκάλ που είχε φύγει για το Παρίσι ζωγράφιζε θέματα από τη ζωή και τα τοπία της Ρωσίας.

Η Αχμάτοβα διάβαζε Πούσκιν και θαύμαζε τον Αλεξάντρ Μπλοκ που ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός της: ο Μπλοκ είχε ζήσει, ακόμα και πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια μποέμικη ζωή κι έναν πολύ μεγάλο έρωτα που απαθανάτισε στα ποιήματά του. Αργότερα, η Αχμάτοβα έγραφε για τον Μπλοκ:

Είναι καιρός, καιρός να πάμε στις ακακίες και τα μοντάρια, στο μεγάλο φθινόπωρο της Μόσχας
Εκεί όλα λάμπουν, όλα είναι πάχνη
κι ο ουρανός ανεβαίνει ψηλά
κι ο αυτοκινητόδρομος Ρογκατσέφ θυμάται
τον νεαρό Μπλοκ που σφυράει σαν ληστής...

ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Πέρασε όλη της τη ζωή στο Λένινγκραντ, ανάμεσα στο φως και τη σκιά, επιμένοντας στον λυρισμό, το λακωνικό και αντιηρωϊκό της ύφος, κρατώντας ένα είδος ποιητικού ημερολογίου (αν και όχι εξομολογητικού χαρακτήρα) κι ένα είδος αξιοπρέπειας.

Το 1910 παντρεύτηκε τον Νικολάι Γκουμίλοφ, έναν ποιητή της Πετρούπολης που είχε σπουδάσει στο Παρίσι. Ο Γκουμίλοφ ίδρυσε μαζί με τον Σ. Γκοραντέσκι την Ποιητική Συντεχνία (που ονομάστηκαν, κάπως ειρωνικά, ακμεϊστές), καταγγέλλοντας την ασάφεια και τον στόμφο της ποίησης των συμβολιστών. Ο γάμος δεν διήρκησε πολύ: ο Γκουμίλοφ, μετά απ' τα ταξίδια του στην Αφρική -χωρίς την Άννα-, έφυγε για το μέτωπο (1914) κι όταν επέστρεψε το 1918 -με το παράσημο της ανδρείας-, η Άννα δεν τον περίμενε.

Την ίδια χρονιά, μάλιστα, παντρεύτηκε τον ασσυριολόγο Σιλέικο. Ο Γκουμίλοφ εκτελέστηκε τρία χρόνια αργότερα με την κατηγορία της αντισοβιετικής συνωμοσίας. Στο μεταξύ ο κόσμος είχε αλλάξει: μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, η ομάδα των ακμεϊστών, όπου ανήκε η Αχμάτοβα, βρέθηκε σε πολιτική αμηχανία. Ωστόσο, η Αχμάτοβα, αντίθετα από άλλους συγγραφείς και διανοούμενους, αρνήθηκε να αυτοεξοριστεί.

Πέρασε όλη της τη ζωή στο Λένινγκραντ, ανάμεσα στο φως και τη σκιά, επιμένοντας στον λυρισμό, το λακωνικό και αντιηρωϊκό της ύφος, κρατώντας ένα είδος ποιητικού ημερολογίου (αν και όχι εξομολογητικού χαρακτήρα) κι ένα είδος αξιοπρέπειας. Ήταν μια ποιήτρια που έγραφε για τον έρωτα, για τη ρωσική ύπαιθρο, για τα συγκεκριμένα πράγματα: η ποίησή της ήταν απολιτική, ποίηση μιας «μικρής, χαρούμενης αμαρτωλής» που ανήκε σε μια εποχή λαμπρότητας και παρακμής του παλιού καθεστώτος, στην εποχή των ζωγραφικών αναζητήσεων του Λαριόνοφ και του Καντίνσκι.

Ήδη, πριν από την επανάσταση του '17, είχε αποκτήσει φήμη με τη δεύτερη συλλογή της Ροδόκηπος, όπου αποκρυσταλλώνονταν οι ποιητικές της δυνατότητες: η διάθεση και η τεχνική του Ροδόκηπου μοιάζουν ήδη μ' εκείνες ενός ποιήματος του 1945, όπου γράφει:

Το χρυσάφι σκουριάζει, το ατσάλι σαπίζει
το μάρμαρο καταρρέει. Όλα είναι έτοιμα για τον θάνατο. Το πιο μόνιμο απ' όλα τα πράγματα στη γη είναι η θλίψη.

«ΡΕΚΒΙΕΜ»

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Η Αχμάτοβα έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας κοινωνίας που άλλαζε μέσα σε μία τύρβη, μιας κοινωνίας όπου, όπως γράφει η ίδια, «η καλοσύνη είναι άχρηστο δώρο».

Μετά την έκδοση του πιο γνωστού της έργου Anno Domini το 1922, δεν εξέδωσε τίποτα για δεκαοκτώ χρόνια. Ήταν μια μακρόχρονη, μαύρη περίοδος για την πολύπαθη Ρωσία: ο Λένιν πέθανε το 1924 και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει μορφή ένας φασισμός κόκκινος.

Μετά την εξόντωση του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ και του Τρότσκι, ο Στάλιν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, οι κουλάκοι εξολοθρεύτηκαν οριστικά και τα ιδανικά των Μπολσεβίκων έχασαν κάθε νόημα. Η Αχμάτοβα επέλεξε τη σιωπή, όπως ο Πάστερνακ επέλεξε να μεταφράζει τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ: όπως είναι γνωστό, στη Σοβιετική Ένωση όποιος δεν έβρισκε τρόπο να μένει αθέατος περνούσε διά πυρός και σιδήρου - η ποιήτρια Όλγα Μπέργκολτς, που είχε επηρεαστεί βαθιά από την Αχμάτοβα, έμεινε δυο χρόνια στη φυλακή, ενώ ο Μαρτίνοφ δεν εξέδωσε τίποτα από το 1945 ως το 1955.

Το 1940, η Αχμάτοβα δημοσίευσε μια συλλογή ποιημάτων που συνέπεσε με τη σχετική φιλελευθεροποίηση που επέβαλε ο πόλεμος. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Ζντάνοφ (το «κομματόσκυλο» του ΚΚΣΕ και δεξί χέρι του Στάλιν) επετέθη, μεταξύ άλλων, στην Αχμάτοβα με αποτέλεσμα να τη διαγράψουν από την Ένωση Συγγραφέων, όπως και τον Πάστερνακ.

Η ποίηση της Αχμάτοβα έγινε έτσι ένας μύθος που συνδέθηκε με τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων, την προσωπική απώλεια, την αιματηρή περιπέτεια του σταλινισμού: το ποίημά της «Βόρειες Ελεγείες» αναπολεί τη Ρωσία του Ντοστογιέφσκι, ενώ στο «Ρέκβιεμ» μακαρίζει τους νεκρούς («....οι μόνοι που του χαμογελούσαν, ήταν οι νεκροί, περιχαρείς που αναπαύονταν»), που δεν βρέθηκαν στις φυλακές, ούτε περίμεναν έξω απ' τις πύλες τους κρατούμενους.

ΤΟ «ΑΧΡΗΣΤΟ ΔΩΡΟ» ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Η Αχμάτοβα πέθανε ανάμεσα σε δυο σημαδιακά γεγονότα: την παραίτηση Χρουστσόφ και τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.

Η Αχμάτοβα έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας κοινωνίας που άλλαζε μέσα σε μία τύρβη, μιας κοινωνίας όπου, όπως γράφει η ίδια, «η καλοσύνη είναι άχρηστο δώρο»: έζησε τον πόλεμο ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τους Λευκοφρουρούς, την εξόντωση της παλιάς ηγεσίας των μπολσεβίκων, τη μαζική κολεκτιβοποίηση, την κούρσα των πεντάχρονων πλάνων, τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και επέζησε σαν να είχε κάνει συμβόλαιο με τον διάβολο, ενώ ο Αλεξάντρ Μπλοκ, ο Σεργκέι Γιεσένιν κι ο Μαγιακόβσκι έφυγαν νέοι - οι τραγικοί ποιητές μια ανελέητης εποχής.

Ο σταλινισμός εξόντωσε και τον Όσιπ Μάντελσταμ, τον ποιητή της «Τρίστια», που πέθανε στην Ανατολική Σιβηρία μετά από πέντε χρόνια εξορία. Η ποίηση της Αχμάτοβα καταγράφει με έμμεσο, αλλά καυστικό τρόπο την ανοησία και τη βαρβαρότητα της εξουσίας, το κυνηγητό κατά των «φορμαλιστών» και «ατομικιστών» συγγραφέων, την υποκρισία των ιθυνόντων, που, όπως θα πει το 1986 ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, επιζητούσαν «διθυράμβους και λιβανίσματα».

Η Αχμάτοβα επέζησε μέσω ενός είδους αλαζονείας που μπορούσε να θεωρηθεί δογματική: ορισμένες λεπτομέρειες από τη ζωή της δείχνουν μεγαλοστομία, ένα είδος τρέλας του μεγαλείου, εκείνο το μείγμα ρομαντισμού και ξιπασιάς που αποτελεί το υλικό των Ρώσων ηρώων. Ήταν μια αυστηρή μορφή, ανυποχώρητη, έτοιμη για όλα, μια γυναίκα που, όπως λέει η Ναντζέντα Μάντελσταμ, «μπορούσε να τα διακινδυνεύσει όλα για τα πιστεύω της», μια γυναίκα με γαμψή, υπερήφανη μύτη. Κι από ό,τι φαίνεται, ακολούθησε αυτό που έλεγε ο Τολστόι, τον οποίο θαύμαζε: «Μην κρύβεις τίποτα. Το να μην ψεύδεσαι είναι λίγο. Πρέπει να αποφεύγεις εκείνο το ψεύδος που προέρχεται από την αποσιώπηση του κακού».

Η ΦΗΜΗ

Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, η Αχμάτοβα «αποκαταστάθηκε», κατά τη συνήθεια της χρουστσοφικής περιόδου, μαζί με άλλους συγγραφείς που είχαν περιθωριοποιηθεί ή εξοριστεί στη διάρκεια του σταλινισμού. Παρόλες τις πιέσεις, που συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο της Αχμάτοβα, το 1965 η Ρωσίδα ποιήτρια βραβεύτηκε με το βραβείο της Ταορμίνα και λίγες εβδομάδες αργότερα πήρε τιμητικό πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η Αχμάτοβα δεχόταν τη φήμη με αμφιθυμία. Όπως γράφει στο ποίημα «Στην Ποίηση»:

η φήμη έφτασε κολυμπώντας σαν κύκνος
μέσα στη χρυσή ομίχλη
και συ, αγάπη μου, ήσουν για μένα πάντα η απόγνωση.

Και σ' ένα άλλο ποίημα, γραμμένο στη Μόσχα το 1963:

Θέλετε αμέσως τα ποιήματά μου
Όμως θα ζήσετε και χωρίς αυτά.
Δεν έμεινε ούτε ένα γραμμάριο στο αίμα 
που να μη το ρούφηξε η πίκρα τους.

Όταν πέθανε η Αχμάτοβα τα χιόνια έλιωναν - θεωρητικά. Μερικοί αντιφρονούντες έφευγαν για τη Δύση, γίνονταν αστέρια των media, έπαιρναν Νόμπελ, ξεχνούσαν τον «μαύρο Νέβα», την εξοχή της Μόσχας, την «ομορφιά της Άννας Καρένινα». Η Αχμάτοβα πέθανε ανάμεσα σε δυο σημαδιακά γεγονότα: την παραίτηση Χρουστσόφ και τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Και η ποίησή της, όπως έγραφε το 1945, είναι μονάχα «ένα πεφταστέρι στο σκοτάδι».

* Το κείμενο είναι της Σώτης Τριανταφύλλου και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «01», τεύχος 17, Μάιος '95

 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Βιβλίο / Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σε ποια εποχή γράφτηκε η φημισμένη τριλογία; Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα; Ποιοι είναι οι ήρωές του; Αυτά και πολλά ακόμα αναλύει με εξαιρετικό τρόπο η Κωνσταντίνα Βούλγαρη σε τρία ηχητικά ντοκιμαντέρ. 
THE LIFO TEAM
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μέριλιν Γιάλομ: «H ιστορία της συζύγου»

Το Πίσω Ράφι / H ιστορία της συζύγου από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα

Η φεμινίστρια συγγραφέας και ιστορικός Μέριλιν Γιάλομ εξερευνά τη διαδρομή της συζυγικής ταυτότητας, αποκαλύπτοντας πώς η έννοια του γάμου μεταλλάχθηκε από θρησκευτικό καθήκον σε πεδίο συναισθηματικής ελευθερίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Βιβλίο / Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Η έκδοση με τα κριτικά κείμενα του Τζορτζ Όργουελ για τη λογοτεχνία και την πολιτική με τον τίτλο «Ό,τι μου κάνει κέφι» μας φέρνει ενώπιον ενός τρομερά οξυδερκούς και ενίοτε γενναιόδωρα οργισμένου στοχαστή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Βιβλίο / Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Μέσα από αφηγήσεις, φωτογραφίες και ντοκουμέντα μιας νέας έκδοσης ζωντανεύει το βιβλιοπωλείο που συνδέθηκε με τις μνήμες χιλιάδων Αθηναίων και έπαιξε ρόλο στην πολιτιστική διαμόρφωση και καλλιέργεια πολλών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
10 σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Βιβλίο / Δέκα σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Το πιο πρόσφατο Booker, επανεκδόσεις μυθιστορημάτων με θέμα τον Εμφύλιο, το τελευταίο βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, η νέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη είναι μερικές μόνο από τις πολυαναμενόμενες προσεχέις εκδόσεις.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ