Θυμάμαι την Τασσώ Καββαδία πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια. Είχε παίξει σε μια μικρού μήκους κωμωδία μαζί με την Άννα Παϊτατζή και την Ειρήνη Κουμαριανού – καμία από τις τρεις δεν είναι στη ζωή σήμερα.
Η ταινία λεγόταν «Καφέ θα πίνεις όταν μεγαλώσεις» και δεν ήταν τίποτε άλλο από την κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού ανέκδοτου των γιαγιάδων με το Αλτσχάιμερ. Αυτό που, όπως και η ταινία, τελείωνε με τις δύο φίλες να λένε για την οικοδέσποινα «Βρε τη γαϊδούρα, ούτε έναν καφέ δεν μας έβγαλε» κι ας είχαν πιει, εν τω μεταξύ, πολλούς καφέδες λίγη ώρα πριν.
Στη συγκεκριμένη 16λεπτη ταινία, που ήταν η προτελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της Τασσώς Καββαδία, τη σκηνοθεσία έκανε ο Γιάννης Κολιός, ενώ δίπλα στις τρεις κυρίες έπαιζε ο Φώτης Σεργουλόπουλος.
Είχα συναντήσει την Καββαδία σε φιλικό σπίτι της οδού Φυλής, στο κέντρο, κι είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες μπροστά από 'να τζάκι.
«Μα, είναι δυνατόν να είστε τόσο γλυκιά;» της είχα πει, έχοντας κατά νου εκείνο το γκρο πλαν της από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη, όταν μόλις φάει το χαστούκι από τη Μελίνα Μερκούρη.
Αυτό ακριβώς το βλοσυρό βλέμμα, με το οποίο θα τρόμαζαν έως και τα εγγόνια της πολλές δεκαετίες μετά, γίνεται το σήμα κατατεθέν της στον κινηματογράφο, καθώς όλοι οι καλλιτεχνικοί συντελεστές των ταινιών τής δίνουν ρόλους «κακιάς»!
«Αυτό δεν ήταν τίποτα, παραλίγο να τις φάω στον δρόμο κάποτε» απάντησε και το κλίμα έγινε ιδιαίτερα ζεστό και οικείο. Όχι πως δεν ήταν εξαρχής, απλώς τώρα που τα φέρνω στον νου μου νιώθω πως η παρουσία της Καββαδία σε μια παρέα έφτανε και περίσσευε για να λιώσει ο πάγος σε πρώτες συναντήσεις με αγνώστους.
Την παρατηρούσα να κάνει αργές κινήσεις, να τυλίγεται στο μεγάλο, γκρι σάλι της και να ξεμπλέκει τα λευκά, μαζεμένα μαλλιά της. Η Τασσώ Καββαδία εκείνη την ώρα ήταν κάτι σαν την καλή γιαγιά Ντακ που όλοι χαίρονταν να έχουν ανάμεσά τους ως μέλος μιας άτυπης οικογένειας και όχι ως μια ηθοποιό που έμπαινε επί σειρά δεκαετιών σε όλα τα ελληνικά σπίτια ως η στρυφνή και ραδιούργα μάνα, πεθερά, αδερφή κ.λπ.
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι του βίου της με αφορμή τη συμπλήρωση επτά χρόνων από την ημέρα του θανάτου της (18 Δεκεμβρίου του 2010).
Η Τασσώ Καββαδία γεννιέται στην Πάτρα στις 10 Ιανουαρίου του 1921, αλλά σύντομα μετακομίζει με την οικογένειά της στο κέντρο της Αθήνας.
Τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια στιγματίζονται από την έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και την παροχή νερού από τους νερουλάδες της γειτονιάς αλλά και από βόλτες −εκδρομές τις έλεγαν τότε− στο κτήμα Θων στους Αμπελόκηπους, ένα μέρος γεμάτο ελαιώνες και αμπέλια.
Μαγεύεται από τον κινηματογράφο όταν βλέπει την πρώτη βωβή εκδοχή του «Μπεν Χουρ» (1925) στο Σινέ-Κόσμος της Μαυρομιχάλη και Παπατσώρη που μετονομάστηκε αργότερα σε Παναθήναια.
Για τη μικρή Τασσώ εκείνων των χρόνων, αλλά και για τη μετέπειτα ηθοποιό, ο κινηματογράφος θα είναι πάντα το «παραμύθι των μεγάλων».
Την περίοδο της Κατοχής γίνεται Αδελφή του Ελέους δουλεύοντας για τον Ερυθρό Σταυρό, ώσπου ο συντηρητικός πατέρας της την παντρεύει, εφόσον, όπως είχε δηλώσει η ίδια, τα καθωσπρέπει κορίτσια δεν έπρεπε να βγαίνουν απ' τα σπίτια τους. Ήταν και η καλλιτεχνική έφεση που είχε δείξει από πολύ νωρίς, κάτι στο οποίο επίσης εναντιωνόταν ο πατέρας της.
Το 1942, σε ηλικία 21 ετών, παντρεύεται τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα και αποκτά τα τρία της παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. Πολλά χρόνια μετά η Καββαδία θα ευγνωμονούσε τον πατέρα της, καθώς την ώθησε σε έναν κατ' ανάγκην γάμο που ναι μεν έληξε σύντομα και άδοξα, της χάρισε όμως τα παιδιά και τα εγγόνια της, τα οποία υπεραγαπούσε.
Αμέσως μετά το διαζύγιο, η Τασσώ φεύγει στο Παρίσι όπου σπουδάζει διακόσμηση. Μένει έξι μήνες και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα παρακολουθεί μαθήματα σκηνογραφίας και ζωγραφικής κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη, στη Σχολή Σταυράκου.
Ο Τσαρούχης είναι αυτός που την παροτρύνει να κάνει μαθήματα υποκριτικής στο Θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος επίσης συνεργαζόταν με τη Σχολή Σταυράκου.
Για την πρώτη της τυχαία συνάντηση με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη στο καμαρίνι του Χορν, που της χάρισε τη συμμετοχή στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» του 1954, υπάρχει μια χαριτωμένη ιστορία. Η Καββαδία ήταν ντυμένη ντάμα με το καπελάκι της, ερχόμενη από ένα ρεσιτάλ της πιανίστριας Τζίνας Μπαχάουερ στον «Ορφέα» και ο Κακογιάννης εντυπωσιάστηκε από το αυστηρό, αριστοκρατικό παρουσιαστικό της.
Έτσι την ενέταξε αμέσως στο καστ της ταινίας του, παρά τις αντιρρήσεις του Κουν φυσικά. Μέχρι τότε κανείς δεν γνώριζε για τις σπουδές υποκριτικής της Καββαδία, αλλά και ο ίδιος ο Κουν συνήθιζε να εκφράζει την απορία του στους μαθητές του για το πώς η καπάτσα συμμαθήτριά τους τον έπεισε να της δώσει την άδεια.
Δεν είχε κανένα νόημα να έλεγε όχι ο Κουν, εφόσον η Καββαδία έφυγε αμέσως για την Αίγυπτο, όπου θα γυριζόταν το «Κυριακάτικο ξύπνημα», ξεκινώντας ουσιαστικά την πλούσια κινηματογραφική της καριέρα. Κι ενώ αρχικά ο Κουν θυμώνει με την «αντάρτισσα» μαθήτριά του, όταν μετά τη βλέπει στην ταινία του Κακογιάννη ενθουσιάζεται και την κρατάει στο Θέατρο Τέχνης για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ως το 1959 περίπου.
Από νωρίς η Καββαδία γνωρίζει τις διαφορές μεταξύ κινηματογραφικής και θεατρικής υποκριτικής. Αισθάνεται πως το καλύτερο κοινό της δεν είναι οι θεατές σε μια αίθουσα αλλά ο φακός της μηχανής, στον οποίο προσφέρει απλόχερα το βλοσυρό της βλέμμα. Αποτάσσεται όμως τις αυτοσχεδιαστικές τάσεις των άλλων κινηματογραφικών ηθοποιών της εποχής και βασίζεται πολύ στην εκ βαθέων μελέτη του εκάστοτε ρόλου.
Αυτό ακριβώς το βλοσυρό βλέμμα, με το οποίο θα τρόμαζαν έως και τα εγγόνια της πολλές δεκαετίες μετά, γίνεται το σήμα κατατεθέν της στον κινηματογράφο, καθώς όλοι οι καλλιτεχνικοί συντελεστές των ταινιών τής δίνουν ρόλους «κακιάς»!
Συνεργάζεται με τον Κακογιάννη σε δύο ακόμα ταινίες, τη θρυλική «Στέλλα» (1955) και την «Ερόικα» (1962), με τον Ζιλ Ντασέν στη «Φαίδρα» (1962), ξανά στο πλάι της Μελίνας αλλά και του Άντονι Πέρκινς, με τον Γιώργο Τζαβέλλα στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), με τον Γιάννη Δαλιανίδη στην «Ιστορία μιας ζωής» (1965), στη «Στεφανία» (1966) ή στο «Όλγα, αγάπη μου» (1968) −ταινίες στις οποίες συμπρωταγωνιστεί με τη Ζωή Λάσκαρη−, για να θυμηθούμε λίγες μόνο από τις πιο κλασικές συμμετοχές της πάντα στον ρόλο της «κακιάς» και «αχώνευτης» γυναίκας.
Ακόμα, παίζει στο «Κλωτσοσκούφι» (1960), μία από τις πρώτες ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, στη «Μια τρελή - τρελή σαραντάρα» (1970) ως «ξινή» αδελφή της Ρένας Βλαχοπούλου και, βέβαια, στην «Αμαρτία της ομορφιάς» (1972) με την cult ερμηνεία της ως η πεθερά της αθώας Μπέττυς Λιβανού, που η κακία της την οδηγεί στην τρέλα.
Στο σινεμά δεν σταμάτησε να εμφανίζεται μέχρι και έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, στα 88 της, συνεργαζόμενη με σκηνοθέτες όπως η Αγγελική Αντωνίου, ο Νίκος Περάκης, ο Χάρης Παπαδόπουλος, ο Τζον Τατούλης και ο Δημήτρης Κολλάτος.
Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση πραγματοποιείται το 2009 στην ταινία «Η διαθήκη του ιερέα Μελιέ» του Κολλάτου, έχοντας μεσολαβήσει το 2004 η συμμετοχή της στην προαναφερθείσα μικρού μήκους κωμωδία του Γιάννη Κολιού.
Παράλληλα με την ευρεία ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο, η Καββαδία αρθρογραφεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο ως συντάκτρια του ελεύθερου καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Ένας λόγος που σταματάει αυτήν της τη δραστηριότητα το 1969, στο πικ της κινηματογραφικής της καριέρας, είναι γιατί βρίσκει αντιδεοντολογικό να κρίνει-σχολιάζει δουλειές συναδέλφων της.
Το ίδιο έντονα ασχολείται με τις μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών και θεατρικών έργων, και μάλιστα θα είναι από τις πρώτες που σε μεγάλη ηλικία θα δουλεύει σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στην Αθήνα. Εκτενής είναι και η συνεργασία της με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, δανείζοντας τη φωνή της σε δεκάδες ειδικές εκπομπές.
Ο δεύτερος γάμος της με τον συγγραφέα και μεταφραστή Βασίλη Καζαντζή της εξασφαλίζει μια ήρεμη συντροφική ζωή, με τα παιδιά από τον πρώτο της γάμο εγκατεστημένα μόνιμα στη Γερμανία.
Κι όταν η τηλεόραση καθιερώνεται ως μέσο της απόλυτης κατ' οίκον ψυχαγωγίας, η Καββαδία είναι από τις πρώτες και πάλι που εργάζεται πυρετωδώς σε πολλά σίριαλ μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Από το 1971 μέχρι και τη χρονιά που έφυγε, το 2010, συμμετείχε συνολικά σε τριάντα τηλεοπτικές σειρές.
Άνθρωπος κοινωνικός και με φυσική ευγένεια, η Τασσώ Καββαδία δεν ήταν ακριβοθώρητη και κυκλοφορούσε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, εισπράττοντας την αγάπη του κόσμου.
Κρατώ την αισιοδοξία της από εκείνη τη μοναδική μας συνάντηση λίγα χρόνια πριν μας αφήσει. «Να χαμογελάτε», έλεγε, «κάθε μέρα κάτι άλλο θα φέρει, και μην τσιγκουνεύεστε την καλοσύνη». Ένα κήρυγμα αγάπης από μια γλυκιά ηλικιωμένη κυρία που ελάχιστη σχέση είχε με τη λαομίσητη κινηματογραφική ηρωίδα.
Εκατό ετών έλεγα θα πάει η Τασσώ Καββαδία και γι' αυτό ο θάνατός της ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη, πραγματικά. Τι παράξενο που τα πιο ευγενικά συναισθήματα μπόρεσαν να χωρέσουν μέσα στο πιο κακιασμένο βλέμμα! Γι' αυτό υπήρξε μοναδική κι ενδεχομένως αναντικατάστατη.
σχόλια