ΣΤΟΝ ΘΑΝΟ ΜΟΥΡΡΑΗ-ΒΕΛΛΟΥΔΙΟ (1895-1992), αυτήν την πολυδαίδαλη και εξόχως μοναδική προσωπικότητα των Τεχνών και των Γραμμάτων μας (υπήρξε χορογράφος, λαογράφος, ηθοποιός, συγγραφέας, ζωγράφος, συνθέτης και άλλα τινά που είναι δύσκολο να περιγραφούν με μία μόνη λέξη), έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν.
Στο κείμενό μας «Η Ευγονία του μύστη Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου / Η ελληνοκεντρική ζωή ενός ταγμένου ανθρώπου», που αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο LiFΟ.gr στις 15 Ιαν. 2015 (αναδημοσίευση στις 19 Φεβ. 2018) είχαμε περιγράψει, αδρά και συνοπτικά, αρκετές από τις βασικές όψεις της προσωπικότητάς του. Μπορείτε να δείτε εδώ.
Έχοντας, πάντα, μάτια και αυτιά ανοιχτά, και ανασκαλεύοντας μέσα στα χρόνια οτιδήποτε μπορεί να τον αφορά, μεταφέρουμε τώρα, εδώ, μια συνέντευξη του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου από το μακρινό 1976, στην οποίαν αναφέρεται στο ηρωικό και παράτολμο κατόρθωμά του, να υψώσει την ελληνική σημαία στην Προύσα της Μικράς Ασίας, την 25η Ιουνίου 1920, κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Σαν σήμερα, δηλαδή, πριν από 101 χρόνια!
Γιατί ο Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος, εκτός των τόσων άλλων, υπήρξε και πρωτοπόρος αεροπόρος της Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, δηλαδή του εναερίου τμήματος του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, με ουκ ολίγα καταμετρημένα ανδραγαθήματα.
Για ένα απ’ αυτά, ίσως το ηρωικότερο όλων, είχε μιλήσει ο ίδιος στο περιοδικό Επίκαιρα (τεύχος #427, 7-13 Οκτωβρίου 1976) στην νεαρή, τότε, δημοσιογράφο Άννα Τριανταφύλλου-Μωραΐτη, που δεν ήταν άλλη από την γνωστή τοις πάσι, σήμερα, Άννα Παναγιωταρέα.
Επήδησα έξω από το αεροσκάφος μου, άφησα τον κινητήρα να λειτουργή με πολύ ολίγας στροφάς και ανήρτησα εμφανώς και με ταχύτητα εις την πύλην τού εν λόγω κτηρίου –περιγραφική ζωγραφική Τσαρούχη επιστηθίου φίλου μου– την ελληνικήν σημαίαν μας! Επέστρεψα σπεύδων εις το αεροπλάνον μου. Είχα καταλάβει μίαν ολόκληρον πόλιν!
Διατηρώντας, φυσικά, τον έξοχο, ιδιωματικό, αφηγηματικό τρόπο του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου, προσθέτοντας ορισμένα επεξηγηματικά στοιχεία και με τις λιγότερο δυνατές, από μέρους μας, περαιτέρω παρεμβάσεις, όσον αφορά στην ενοποίηση των απαντήσεων τού πιονιέρου αεροπόρου, ώστε αυτές να επέχουν ρόλο ενιαίου αφηγήματος, μεταφέρουμε τώρα, εδώ, το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της καταπληκτικής αεροπορικής περιπέτειας, που αποτελεί συνάμα κι ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα, σε ατομικό επίπεδο, της αεροπορικής ιστορίας μας.
Η κατάληψη της Προύσας
Πώς μου γεννήθηκε η επιθυμία να γίνω αεροπόρος; Ναι, στην Ελβετία που εσπούδαζα –εις το Σαιν-Γκαλ της βορειοδυτικής Ελβετίας– ήμουν εις κολλέγιον με ετέρους τριακοσίους μαθητάς τριαντατριών διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων ήσαν οκτώ Έλληνες εξ Αιγύπτου, Λονδίνου, Σάμου, Κωνσταντινουπόλεως, Ρουμανίας, Έλληνες της Διασποράς. Μεταξύ άλλων ένας πολύ ενδιαφέρων μαθητής ήταν ο θείος τού νυν Σάχου της Περσίας, Πέρσης πρίγκηψ μοναδικός. Πληθύς από μαθητάς της Λατινικής Αμερικής, νέοι εξωτικοί.
Εκεί σπουδάσαμε κατ’ αρχάς εμπορικά και μηχανικήν. Οι Αργεντινοί έξαφνα μαθητές μάς πρωτοέδειξαν το ταγκώ, που έμελλε να κατακτήση τον κόσμον. Κάτι εξωτικοί μιγάδες από την Παραγουάη και την Παταγονία κ.λπ. Αποτελούσαμε μια κοινωνία των εθνών, υπό την αιγίδα του Ελβετού διευθυντού.
Επιδιδόμεθα πολύ εις τα σπορ και τα αθλήματα.
Απέναντι ήτο η λίμνη της Κωνσταντίας. Επί της όχθης τής βορείας ακτής ήταν το Φρήντρις-χάφεν, όπου ο κόμης Τσέπελιν είχε το μεγαροστάσιον των πηδαλιοχουμένων (σ.σ. αερόπλοια Ζέπελιν). Αυτά ερχόντουσαν από πάνω από το κολλέγιόν μας και μου εδημιούργησαν την ζωηράν επιθυμίαν να πετάξω. Ενωρίτερα σκαρφάλωνα εις τα δένδρα και εθεώρουν τον εαυτόν μου πουλί.
Το 1912 πήγα εις το Παρίσι και από εκεί εις τα γραφεία των Ράλλη εις το Σίτυ (σ.σ. Λονδίνο). Είχα πετάξει μία φορά με τον Σάντος Ντυμόν –ένα Γαλλοβραζιλιάνο–, ο οποίος είχε στην Λωζάννη ένα πρωτόγονο αεροπλάνο, αληθινή σκοτώστρα, κάτι σαν κλουβί ιπτάμενο με συρταράκια και ξυλαράκια, καθώς έλεγε περιφρονητικώς ο ναύαρχος Κουντουριώτης – όταν ιδρύσαμε την ναυτική βάση στο Δέλτα του Φαλήρου με πέντε σκηνάς, μίαν ιπταμένην αερολέμβον και κάτι αποδιαλεούρια του Αγγλικού ναυτικού.
Αλλά εις το Λονδίνον (ήδη είχεν αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος) ζητούσαν εθελοντάς αεροπόρους. Έκανα μία αίτησιν εις το αγγλικόν ναυαρχείον, η οποία εγένετο δεκτή, αλλά εκείνοι με συνεβούλευσαν να πάω εις τας σχολάς τού αγγλικού στόλου εις την νήσον Λήμνον, εν Ελλάδι, όπου ήτο μεγάλη αεροπορική βάσις. Υπήκοοι από τα πέρατα του κόσμου της Βρεταννικής αυτοκρατορίας εξεπαιδεύοντο όπου και εγώ.
Πώς εδημιουργήθην η ελληνική αεροπορία;
Ήλθε εις την βάσιν ο Αριστείδης Μωραϊτίνης, αεροπόρος υποπλοίαρχος, ο οποίος συνεκέντρωσε τους πέντε εμάς Έλληνας εθελοντάς και με την εκπαίδευσιν εις τας αγγλικάς σχολάς, και την εκχώρησιν μίας μοίρας ολιγοστών αεροπλάνων από τους Βρεταννούς, δημιουργήθηκε η ελληνική ναυτική αεροπορία. Ένας άλλος κλάδος ήταν στην νήσον Θάσον εις την θέσιν Πρίνον. Όπου γίνονται τώρα οι γεωτρήσεις. Πού να εφανταζόμην τότε, ως μειράκιον, ότι εκεί θα εγίνετο το επίκεντρον προσοχής των πετρολάδων του κόσμου.(...)
Δια να επιστρέψω εις την διήγησιν...
Περί την έκτην πρωινήν της αυγής της 25ης Ιουνίου 1920, απεγειώθην με το βραδύ και ευπαθές αεροπλάνον μου BE 8692 (Blériot Experimental – τουτέστιν Μπλεριώ Πειραματισμού) από ένα χωράφι της Πανόρμου (σ.σ. πόλη της Μικράς Ασίας) με κατεύθυνσιν προς την Προύσσαν εις απόστασιν περίπου εκατό χιλιομέτρων.
Αλλά καθώς επετούσα με το εν λόγω ανοικτόν αεροπλάνον μου, φορώντας μία δερματίνην κάσκα και αεροπορικά γυαλιά, άρχισα να αναπολώ την ένδοξον Ιστορίαν της πατρίδος μας και να παρατηρώ την εύανδρον συνέχισιν αυτής και δη εν πλήρει ανελίξει, από τους κάτωθέν μου ζωηρώς βαδίζοντας νεαρούς Έλληνας φαντάρους μας, και ένοιωσα ότι και εγώ έπρεπε να κάνω κάτι.
Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και το καταπράσινον δασώδες τοπίον έλαμπε κάτω από τον φαεινόν ήλιον. Επετούσα προς ανατολάς, πολύ χαμηλά, καθύπερθεν από γαλάζιους ποταμούς και λίμνας με τα αρχαιότατα ελληνικά χωριά και τας βυζαντινάς εκκλησίας των και τα τουρκικά πολίσματα, με τους μιναρέδες των, χωρίς να χάνω από τα βλέμματά μου τον εις μακράν απόστασιν μαρμαρυγούντα χιονοσκεπή και σπινθηρίζοντα Όλυμπον της Βιθυνίας.
Φερόμενος ως εν ονείρω επί πτερύγων χαρίεντος ανέμου και υπό το κράτος μιας μεγάλης ευφορίας εφανταζόμην ότι έπλεα, αγαλλόμενος εν αιωρήσει, επί ενός ιπταμένου τάπητος...
Λοιπόν επέτων και εξωτικά μύρα και βάλσαμα ανήρχοντο μέχρις εμού και με περιέβαλλον πανταχόθεν εκ των κάτωθέν μου θαυμασίων κήπων με τα σπάνια και ευώδη δένδρα και τα άπειρα άνθη των.
Εχαμήλωσα το αεροπλάνον μου υπέρ τας κεφαλάς των πεζοπορούντων ανδρών τής εν εξορμήσει Μεραρχίας Αρχιπελάγους, των γενναίων αυτών «Κυκλαδικών» στρατιωτών μας εκ του Αιγαίου πελάγους, οίτινες με εζητωκραύγαζαν και έρριπταν εις τον αέρα τα δίκωχά των εν πλήρει εξάρσει και ενθουσιασμώ.
Εμείς είμαστε περίπου καμιά τριανταριά αεροπόροι. Δεκαεννέα εσκοτώθησαν εντός ενός έτους κάνοντας βομβαρδισμούς εις τον ναύσταθμον των Τούρκων τον λεγόμενον Ναγαρά. Εκεί όπου εκολύμβησε ο Λέανδρος για να βρη την Ηρώ (σ.σ. Ηρώ και Λέανδρος: ερωτευμένοι νέοι της ελληνικής μυθολογίας, με δραματικό τέλος).
Πτήσις περίπου τρεις ώρες, να πας και να έρθεις, με πρόσθετα τεπόζιτα βενζίνης για μακρινές πτήσεις 200 χιλιομέτρων. Οπωσδήποτε με βιασμό τής ύλης των αεροπλάνων, από την οποία ήσαν κατασκευασμένα. Ξύλα, πανί και χαλύβδινα σύρματα, καθώς αυτά του κλειδοκύμβαλου αν θέλετε.
Πηγαίναμε-ερχόμαστε πάνω στο μπαλκονάκι εκτεθειμένοι εις τας σφαίρας, διότι εκεί εις τον Ναγαράν υπήρχε εις μέγιστος προβολεύς, ο οποίος μας ενετόπιζε αμέσως.
Είχαμε έναν Έλληνα πιλότον τον Χάμπα (σ.σ. Σπυρίδων Χάμπας), ο οποίος είχε βάλει πείσμα να σβήση αυτόν τον προβολέα του ναυστάθμου. Αυτός έβαλε ως στόχον την εστίαν του φωτός τού προβολέως, κατεβυθίζοντας το αεροπλάνον του εναντίον του κέντρου του, σβήνοντας τον προβολέα και την ζωήν του.
Αλλά –επιστρέφων εις την διήγησίν μου– πρέπει να σας πω ότι καθώς ιπτάμην ύπερθεν του στρατού μας, εγώ ο ίδιος, ανταποκρινόμενος και παρασυρθείς πλήρως από τας εκδηλώσεις της στρατιάς, απεφάσισα να προσγειωθώ ανυπερθέτως με οιανδήποτε θυσίαν εις τον πρώτον ανοικτόν χώρον, παρά την Προύσσαν, που θα διέκρινα, αναπετάσσοντας εκεί εις τον ορίζοντα, και την αρμόζουσαν θέσιν που θα εύρισκα, την ένδοξον σημαίαν της παμφιλτάτης Ελλάδος μας και που έφερα πάντοτε, μαζί μου, εις τας πτήσεις μου.
Η μεγίστη ταχύτης του αεροπλάνου μου ήταν το πολύ ογδόντα μίλια την ώρα. Μην ξεχνάτε ποιοι ήσαν οι αντίπαλοί μας. Εκεί έστελναν οι Γερμανοί, που ήσαν σύμμαχοι των Τούρκων (οι Τούρκοι, πάντως, ήταν με την πλευρά των νικητών εν τέλει), τους άσσους της αεροπορίας των από το δυτικό μέτωπο, όπως και τους καλυτέρους σκοπευτάς των, δια να ξεκουραστούν εις το αραιοπυκνωμένο μέτωπο των Δαρδανελλίων και του Αιγαίου – καθώς στο δυτικό μέτωπο τα πράγματα ήσαν πολύ πιο στριμωγμένα.
Εύρισκαν αμέσως τα πυρά τους τον στόχον, και εμείς με διαφόρους ελιγμούς, που είχαμε μάθει, τα αποφεύγαμε.
Έξαφνα ως αντιπάλους είχαμε τον Ίμμελμαν και τον Μάινεκε (σ.σ. Max Immelmann και Emil Meinecke, γερμανοί πιλότοι). Από αυτούς είχαμε αντιγράψει την στροφή Ίμμελμαν, η οποία είναι να πάρης πολύ ύψος και ξαφνικά να κόψης αριστερά ή δεξιά απότομα, ή βουτιά για να αποφύγης τα βλήματα, καθώς και διαφόρους άλλους ελιγμούς – ανάστροφον πτήσιν, απώλειαν ταχύτητος δια κάθετον καταβύθισιν, έκανες κάθετον περιδίνησιν για να αποφύγης τα πυρά και λοιπά. Ενίοτε δε τους πιπερίζαμεν με τας βόμβας μας.
Παίρναμε δύο βόμβας των εξήντα κιλών, ας πούμε σαν στάμνες μεγάλες. Αυτές σχεδόν ερρίπτοντο με τα χέρια. Είχαμε κάτι σκοπευτικά μηχανήματα πρωτόγονα και κάτι χειρολαβές, που άφηναν αυτές τις βόμβες να πέσουν στο στόχο. Από τι ύψος; Αυτό εξηρτάτο από το θάρρος τού πιλότου και το αντιαεροπορικό υλικό που είχαν.
Λοιπόν, πράγματι εντόπισα το κατάλληλον σημείον δια την προσγείωσίν μου και προσεδαφίσθην παραπλεύρως ενός ευμεγέθους Τουρκικού δημοσίου κτηρίου, που εφαίνετο να είναι σχολείον ή στρατών. Δεν διέκρινα φρουράν. Εφαίνετο μάλλον αφύλακτον.
Επήδησα έξω από το αεροσκάφος μου, άφησα τον κινητήρα να λειτουργή με πολύ ολίγας στροφάς και ανήρτησα εμφανώς και με ταχύτητα εις την πύλην τού εν λόγω κτηρίου –περιγραφική ζωγραφική Τσαρούχη επιστηθίου φίλου μου– την ελληνικήν σημαίαν μας!
Επέστρεψα σπεύδων εις το αεροπλάνον μου. Είχα καταλάβει μίαν ολόκληρον πόλιν!
Έβαλα την μανέττα του κινητήρος μου εις το φουλ, δηλαδή εις πλήρη λειτουργίαν του και μόλις κατόρθωσα να απογειωθώ –είχα ειδικευθή εις τας απογειώσεις άνευ ομοχειριών, δηλαδή βοηθών που κρατούσαν το αεροπλάνο– από το ημιλασπώδες χωράφι, σχεδόν με απώλειαν ταχύτητος στηρίξεως τής πτήσεως τού αεροσκάφους μου. Ούτε μία σφαίρα δεν επέτυχε να με πλήξη κατά το εν λόγω αποτολμηθέν εγχείρημά μου και συνεπέρανα, εκ τούτου, ότι οι εχθροί έμειναν κατάπληκτοι.
Άτακτοι Τούρκοι τσέτες, ήσαν στρατιωτικώς οργανωμένοι και εκρύπτοντο υπό τα πυκνότατα δέντρα των ημιπαρθένων περί την Προύσσαν δασών, δηλαδή υπό τας αγρίους μεταξοσκωληκοτρόφους εκείσε γιγαντιαίας μωρέας (σ.σ. μουριές) και τα άλλα πελώρια δένδρα, τα φυόμενα και από τας δύο πλευράς του δρόμου, επί του οποίου προήλαυνον.
Οι Έλληνες αγαιοπελαγίται στρατιώται ήρχισαν τότε να με κατακλύζουν με απειραρίθμους σφαίρας και ούτω πώς κατέστησαν και εμφανείς τας θέσεις των, προδοθέντες από τα ίδια τα πυρά των.
Παρόλον που έκαναν το αεροσκάφος κόσκινο –βλέπετε εις το μουσείον το τμήμα που υπάρχει– καμία σφαίρα δεν έπληξε εμένα ή ζωτικόν τι τμήμα τού ευπαθούς αεροπλάνου.
Κατά την εν λόγω επιχείρησιν επεκαλέσθην νοερώς την προστασίαν των Αγίων της ημέρας εκείνης, δηλαδή του Αγίου Προκοπίου και κυρίως του φαντάρου-μάρτυρος Αγίου Έρωτος, μαρτυρήσαντος υπό Μαξιμιανού, 281-305 μ.Χ., αναπολών τον αίνον και υποτονθορίζων: «Ιταμώ θυμώ τε και πυρί, Θείος έρως αντιταττόμενος».
Αλλά κατά την νυχτερινήν πτήσιν μου, επιστρέφων εις Πάνορμον, ενόμιζα ότι εφερόμην εποχούμενος εις την ράχην μιας ρουκέτας, δεδομένου ότι οι σωλήνες εξαγωγής του κινητήρος, τού ευπαθούς αεροπλάνου μου, στην κάθε πλευρά έβγαζαν κάτι τεραστίας κυανάς επιμήκεις γλώσσας φλογός, παρέχοντας την εντύπωσιν ενός διάττοντος λάμποντος μετεωρίτου εις τον βαθυσκότεινον ουρανόν.
Για όλην αυτήν την δράσιν μου μού απενεμήθη ο Ελληνικός πολεμικός Σταυρός.
Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος